Ο συντηρητισμός διαβρώνει διδασκαλία και εκπαιδευτικό

Του Νίκου Τσούλια

     Θεωρείται από τους εκπαιδευτικούς ως ο πιο βέβαιος δρόμος για να επιτύχουν τους στόχους τους. Είναι η πιο ασφαλής εκπαιδευτική κουλτούρα για να έχουν απτά αποτελέσματα, η ιστορική λειτουργία με την οποία υπηρετούνται παιδαγωγικοί και επιστημονικοί σκοποί. Κάθε εκπαιδευτικός θεωρεί κατάκτησή του τη διαμόρφωση μιας σταθερής πλεύσης για όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του πορείας…

     Η παράδοση επιβεβαιώνεται από γενιά σε γενιά, από εποχή σε εποχή και ο συντηρητισμός επικρατεί ως δόγμα στο διάβα του παιδαγωγικού χρόνου. Πηγαίνουν όμως έτσι τα σχολικά δρώμενα σε ορθή κατεύθυνση; Είναι η εκπαίδευση μια αφήγηση του παρελθόντος και η διδασκαλία μια δεδομένη και άκαμπτη τεχνοτροπία; Βρίσκει ο εκπαιδευτικός πατημένους δρόμους και μπορεί να αρκεστεί σ’ αυτούς;

     Όχι, η επαγγελματοποίηση, τα τυπικά προσόντα, η πρόσκτηση εμπειρίας εκ μέρους των εκπαιδευτικών είναι το μισό του ουρανού της αγωγής και της μόρφωσης. Είναι μια γενική κατεύθυνση, ένα βασικό σχεδίασμα. Το άλλο μισό είναι απόλυτα προσωπική υπόθεση. Είναι η συγκεκριμένη πορεία, ο δικός τους ξεχωριστός δρόμος. Κάθε εκπαιδευτικός οφείλει να διαμορφώσει τη δική του παιδαγωγική θεωρία, τη μοναδική του μορφωτική αφήγηση. Και αυτή η αναγκαιότητα είναι μια ισχυρή εξέλιξη, μια ισχυρή πραγματικότητα. «Αν εξετάσουμε την ιστορική εξέλιξη της Νέας Εκπαίδευσης ως μέρος της μεταρρυθμιστικής Παιδαγωγικής, το κίνημα που αρχίζει κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανακάλυψη καινούριων εκπαιδευτικών δρόμων, διαφορετικών για κάθε περιοχή» (Η. Rohrs, Το κίνημα της προοδευτικής εκπαίδευσης).

     Γιατί, οι εκπαιδευτικοί είναι ταυτόχρονα επιστήμονες και καλλιτέχνες και κατακτούν μεν βεβαιότητες αλλά δεν είναι αρκετές, γιατί η συνθετότητα της σχολικής λειτουργίας είναι μεγαλύτερη από οποιοδήποτε μοντέλο, και ως εκ τούτου απαιτείται συμπληρωματική ή αναθεωρητική αντίληψη και πρακτική. Και δεν είναι μόνο οι εποχές και οι καιροί που φέρνουν όλο και άλλα μηνύματα, αλλά η προσωπικότητα κάθε μαθητή είναι ένας ολόκληρος ξεχωριστός κόσμος. Άλλωστε, το μεγάλο πρόβλημα του παιδαγωγού είναι ότι οι αξίες που διδάσκει βιώνονται με μια άλλη πραγματικότητα από το παιδί.

     Ναι, η διαμόρφωση μιας τεχνικής που διατηρεί κάποια βασικά χαρακτηριστικά αλλά που αναθεωρείται και ανανεώνεται είναι η βασιλική οδός για κάθε εκπαιδευτικό, γιατί πρέπει να εντάσσει διαρκώς και συστηματικώς νέες τάσεις της επιστήμης και της παιδαγωγικής, να καινοτομεί και να δοκιμάζει, να επινοεί και να εφαρμόζει καινούργια στοιχεία στη διδασκαλία του. Η δική του μάθηση είναι μάθηση της ιδέας του Dewey «μαθαίνω ερευνώντας» (learning by inquiry). Μπορεί κάποιος να διδάσκει στα 35 χρόνια της επαγγελματικής του πορείας με την ίδια άκαμπτη μεθοδολογία; Πώς ένας εκπαιδευτικός που έχει αποκτήσει τα επιστημονικά του προσόντα στη δεκαετία του 1970 μπορεί να λειτουργεί στη σχολική αίθουσα και στο σχολείο της δεκαετίας του 2010 και μάλιστα για τον μελλοντικό πολίτη της δεκαετίας του 1930 και πλέον; Φυσικά θα διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία ως διαχρονικά εργαλεία, αλλά δεν μπορεί να αρκεστεί σε αυτά και να τα χρησιμοποιεί ως απόλυτες αλήθειες.

     Η οχύρωση του εκπαιδευτικού μέσα από τη συνεχή επιβεβαίωση μιας παγιωμένης πρακτικής και ενός βαθιά ιδεολογικού συντηρητισμού είναι απόρροια κυρίως φόβου και αβεβαιότητας. Θεωρεί το δοκιμασμένο δρόμο ως μια τεχνική ασφάλειας δικής του και επιτυχίας συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Αλλά αρκούν αυτά, όταν δεν γνωρίζει τι άλλες προοπτικές μπορούν να δώσουν εναλλακτικές παιδαγωγικές και διδακτικές πρακτικές της έρευνας; Κάθε σχολική αίθουσα, κάθε ώρα μαθήματος, κάθε μαθητής εισάγει και νέα στοιχεία στην εκπαιδευτική δράση. Η πρόκληση είναι γνωστή στη σχετική βιβλιογραφία. «Η διαφοροποίηση της διαχείρισης της ετερογένειας για τους εκπαιδευτικούς που έχουν συνηθίσει να βλέπουν το επάγγελμά τους υπό το πρίσμα μια ενιαίας και καθολικής θεώρησης αντιπροσωπεύει μια δύσκολη επαγγελματική και προσωπική μεταβολή» (Jean – Manuel de Queiroz, Το σχολείο και οι κοινωνιολογίες του).

     Η πραγματικότητα είναι διαρκώς εξελισσόμενη. Δεν μπορούμε να την αγνοούμε ή να την ερμηνεύουμε με εκείνα τα εργαλεία που επιβεβαιώνουν την κατακτημένη εμπειρία μας. Πρόκειται για μια γενική τάση που δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς. Έχει επισημανθεί και από τον W. James στη μελέτη του Ψυχολογία και εκπαίδευση. «Καθώς δεχόμαστε ένα νέο σύνολο εμπειριών, ενστικτωδώς προσπαθούμε να διαταράξουμε όσο το δυνατόν λιγότερο το προϋπάρχον απόθεμα ιδεών μας. Προσπαθούμε πάντα να κατηγοριοποιήσουμε μια νέα εμπειρία με τέτοιο τρόπο, ώστε να αφομοιωθεί σε αυτά που ήδη ξέρουμε. Απεχθανόμαστε οτιδήποτε τελείως καινούργιο, οτιδήποτε δεν μπορούμε να το κατηγοριοποιήσουμε με κάποιον τρόπο και για τον οποίο θα πρέπει να εφεύρουμε μια καινούργια κατηγορία».

     Ο συντηρητισμός, ο φόβος για το καινούργιο, η απουσία έρευνας υπονομεύουν ευθέως τη δυναμική και την ομορφιά της διδασκαλίας και του εκπαιδευτικού. Τους αφαιρούν την αμφισβήτηση και τη ζωντάνια, την αναζήτηση και τη δημιουργικότητα. Αλλά πώς μπορεί να νοηθεί σχολείο και εκπαιδευτικός χωρίς τις πηγές της γνώσης και της παιδείας;

anthologio.wordpress.com


 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.