Του Νίκου Τσούλια

      Όταν αγωνίζεσαι στους κοινωνικούς χώρους, διαμορφώνεις και μια φυσιογνωμία όσον αφορά σημαντικά ζητήματα της συλλογικής δράσης: ουμανιστικό και δημοκρατικό αξιακό σύστημα και αξιοπιστία στις προτάσεις και στις θέσεις, σεβασμό των αποφάσεων των οργάνων και προαγωγή των αιτημάτων, καλλιέργεια του διαλόγου και της σύνθεσης των παραταξιακών θέσεων κλπ, και σε κάθε περίπτωση (πρέπει να) έχεις και μια ηθική στάση και συμπεριφορά.

      Και αυτό σημαίνει πολύ απλά συνέπεια λόγου και πράξης και όχι κάποια ανέξοδη θεωρητική βερμπολογία. Αν πάμε όμως από την άλλη πλευρά του λόφου, αυτό δεν σημαίνει ότι ένας συνδικαλιστής δεν μπορεί να αλλάξει παραταξιακό ρεύμα όταν διαφωνεί με τη στάση της παράταξής του σε μείζονα ζητήματα ή όταν ανακαλύπτει ότι σε μια άλλη παράταξη εκφράζεται πιο αυθεντικά κλπ.

      Τι γίνεται όμως όταν αυτή η αλλαγή γίνεται υπό το βάρος μιας σκοπιμότητας προσωπικού οφέλους – ανεξάρτητα αν αυτή επενδύεται με διάφορα ιδεολογικά επιχρίσματα; Δεν υπάρχει ηθικό ζήτημα στη δράση του συνδικαλιστή; Κλασική τέτοια συμπεριφορά έχουμε όταν η μεταστροφή γίνεται προς την πλευρά της παράταξης που εμφανίζεται να έχει και ιδεολογική συγγένεια προς το κόμμα που κυβερνά ή που εμφανίζεται ότι σύντομα θα κυβερνήσει με βάση τις τρέχουσες κοινωνικές και πολιτικές τάσεις.

      Έτσι, στις μέρες μας είδαμε συνδικαλιστές της παράταξης της κεντροαριστεράς να μετακομίζουν προς την παράταξη του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, για να εμφανιστούν στον περίγυρό τους ότι αποστασιοποιούνται από την πρότερη «αμαρτωλή πορεία τους» και έτσι αποενοχοποιούνται από τις ενοχές που βαραίνουν το κόμμα που υποστήριζαν μέχρι τώρα – δίκαια ή άδικα δεν έχει σημασία όταν αυτά τα αναλαμβάνει να τα πλιατσικολογήσει η δημαγωγία. Δεύτερον, με δεδομένη την αποενοχοποίηση που προσφέρει ο λαϊκισμός αλλά και με την έπαρση ότι προσέφεραν στην άνοδο του νέου τους κόμματος και της νέας τους παράταξης, προσδοκούν όχι μόνο την αποενοχοποίηση αλλά και την επιβράβευσή τους στη νομή της εξουσίας.

      Αφήνω κατά μέρος την ανόητη και παιδικότροπη, τη διακομματική και παρακμιακή ανάλυση των ημερών μας που «αποφάνθηκε» ότι η κρίση της χώρας μας οφείλεται μόνο στην κεντροαριστερή παράταξη (!) όπως και την εξίσου παρακμιακή λογική που ισχυρίζεται ότι αν κάποιος μετακινηθεί σε άλλο χώρο, τότε αποενοχοποιείται για ό,τι έκανε (…), για να έλθω στην ουσία του ζητήματος που θέτω.

      Είδαμε λοιπόν επώνυμους συνδικαλιστές να τρέχουν πίσω από τη νέα εξουσία, να βρίζουν και να λιθοβολούν την προηγούμενη επιλογή τους με τον πιο χυδαίο τρόπο, για να εμφανιστούν πιο πειστικοί στο γενιτσαρισμό τους. Έγιναν και γίνονται περίγελοι, αλλά δεν αποτελούν και παραδείγματα προς πλήρη ευτελισμό, γιατί όταν κάθε πολίτης έχει σήμερα χίλια μύρια προβλήματα, το θεωρεί ανούσιο να ασχοληθεί με τέτοιας τάξης ζητήματα.

      Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, ένα παράλληλο ρεύμα που εμφανίζεται και στις κοινωνικές ομάδες, το οποίο δεν είναι και αυτό τόσο αθώο όσο θέλει να εμφανίζεται. Το ότι διαμορφώνεται κάθε φορά ένα ρεύμα πολιτικό και κοινωνικό προς τη μια ή την άλλη πλευρά δε σημαίνει ότι είναι και ορθολογικό επειδή μπορεί να έχει μόνο και μόνο χαρακτηριστικά σχετικής πλειοψηφίας.

      Γιατί τι βλέπουμε στους παρακμιακούς καιρούς μας; Την ακριβώς προηγούμενη φάση οι εκπαιδευτικοί να κινούνται ομαδικά προς την παράταξη του αντισυστημικού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. (!) και να του δίνουν την πρώτη θέση και στην αμέσως επόμενη περίοδο να απορρίπτουν την προηγούμενη επιλογή τους και να κινούνται πάλι ομαδικά προς την άλλη άκρη αγκαλιάζοντας τον πιο προωθημένο νεοφιλελευθερισμό της Ν.Δ. δίνοντας εδώ την πρώτη θέση.

      Πρόκειται για το εκκρεμές της απελπισίας ή για τις ισχυρές ταλαντεύσεις που προκαλεί η διαφαινόμενη νέα νομή της εξουσίας; Κατά τη γνώμη μου συμβαίνουν και τα δύο στοιχεία. Πρόκειται για το εκκρεμές της απελπισίας και της δημαγωγίας ή του καιροσκοπισμού και του ευτελισμού; Δεν υπάρχει διάζευξη – είναι δύο όψεις του ίδιου σκηνικού.

      Αλλά τι σημαίνει περαιτέρω αυτή η μαζική ιδεολογική μετακίνηση πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά μέσα στην ίδια πολιτική και κοινωνική περίοδο, την περίοδο της κρίσης; Αν δούμε το χθες και ξανακοιτάξουμε το άγγιγμα του πρόσφατου παρελθόντος, το ερώτημα ήταν και είναι το εξής. Πίστεψαν και οι εκπαιδευτικοί τον κ. Τσίπρα ότι «με ένα Νόμο, με ένα άρθρο, με τον πρώτο νόμο» θα καταργήσει το χρέος της χώρας και θεώρησαν ότι με έναν νόμο του δικού μας κράτους θα αναιρέσουμε το χρέος της χώρας μας;

      Και αν προοικονομήσουμε το κοντινό μέλλον, όπως εμφανίζεται στις σημερινές τάσεις, το αντίστοιχο ερώτημα είναι το εξής. Πιστεύουν οι εκπαιδευτικοί στηρίζοντας μαζικά την παράταξη της Ν.Δ. ότι ο κ. Κ. Μητσοτάκης θα αλλάξει την τύχη της χώρας και θα την οδηγήσει στο φως; Με ποια πολιτική πρόταση και με ποια κοινωνική δυναμική μπορεί να ευαγγελίζεται την έξοδο από την κρίση;

      Είναι προφανές – και έτσι συνέβαινε πάντα – ότι οι συνδικαλιστικές μετακινήσεις συμπορεύονται διαλεκτικά με τις αντίστοιχες πολιτικές. Σήμερα όμως, που οι μετακινήσεις συνδέονται μόνο ή κυρίως με το δέλεαρ του κυβερνητισμού, έχουν παύσει να έχουν ιδεολογικό άρωμα – γι’ αυτό και πάνε με τόση ευκολία από τη μια άκρη του εκκρεμούς προς την άλλη – και δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό ούτε στις πολιτικές ζυμώσεις ούτε και στις συνδικαλιστικές διεργασίες.

      Αν όλα αυτά γίνονται είτε με σκοπό την εύνοια για την απόκτηση μια θέσης Διευθυντή στο σχολείο είτε για τη θεωρητική πλέον προσωπική προστασία από το νέο κύμα της εργασιακής ανασφάλειας που φέρνει και το νέο μνημόνιο, δεν έχουν μακρινό ορίζοντα. Και το πιο σημαντικό δεν λύνουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα. Στην ουσία τροφοδοτούν την παρακμή και την αναπαραγωγή της κρίσης, που – κατά τη γνώμη μου – δεν είναι μόνο οικονομική.

      Όσον αφορά την υπόθεση των συνδικαλιστών που κινούνται με αυτή την υποκουλτούρα και την παρακμιακή αντίληψη, είναι βέβαιο ότι εκτός από τον προσωπικό εξευτελισμό συνεργούν συνειδητά και στην απαξίωση της συλλογικής δράσης.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.