Του Νίκου Τσούλια

      Πάντα η επιστροφή στην εστία, στα χώματα της ιδιαίτερης πατρίδας όταν μεσολαβούν χρόνοι πολλοί, είναι μια εικόνα ομορφιάς στη ζωή του ανθρώπου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι η πιο σημαντική αφήγηση στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού και όχι μόνο των Ελλήνων είναι η «Οδύσσεια». Και είναι το άγγιγμα της νοσταλγίας στην επιστροφή αντάριασμα συναισθημάτων αλλά και γαλήνεμα ψυχής που νιώθει τον επαναπατρισμό σαν αυτοπραγμάτωση και σαν ολοκλήρωση του ειδώλου μας, σαν δικαίωση και σαν κάθαρση!

      Αλλά τι γίνεται όταν η επιστροφή στην πατρίδα συνδέεται περισσότερο με πόνο και λιγότερο με ανακούφιση, με ξερίζωμα και αίμα, με οδύνη και ανοιχτές πληγές; Πώς μπορεί να δεχτεί ο άνθρωπος στο πιο γλυκό ταξίδι της ζωής του τη μαύρη άβυσσο της καταστροφής και πώς μπορεί να καταλαγιάσει την απώλεια αγαπημένων προσώπων του και της εστίας του; Η ταλάντευση των Κυπρίων ως προς το να επισκεφτούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους στα κατεχόμενα ή όχι είναι δικαιολογημένη. Σε όλα τα μεγάλα ζητήματα ο άνθρωπος ταλαντεύεται.

      Αλλά φρονώ ότι οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε ιδιαίτερα αυτά τα θέματα με μετριοπάθεια και σύνεση, με εκείνους τους συλλογισμούς που αφήνουν ανοιχτή την προοπτική, με απόλυτη πίστη στο όραμα της ζωής των ότι θα έλθει ημέρα που θα επιστρέψουν οριστικά αυτοί ή οι απόγονοί τους. Η επιστροφή των Κυπρίων προσφύγων στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου είναι πορεία μεταφοράς του σταυρού του μαρτυρίου παρά πορεία στην ανάσταση. Και όμως η έλξη για να αγναντέψεις το είδωλο του σπιτικού σου, για να αγγίξεις το πόμολο της πόρτας του, για να συναντήσεις την παιδική σου ματιά από το παράθυρό σου προς το ανάγλυφο του ορίζοντα της παντοτινής μνήμης, για να ακούσεις τον ήχο των βημάτων του πατέρα σου και της μητέρας σου, για να πεις στον εαυτό σου ότι υπάρχει η εστία και ότι δεν είναι όλα χαμένα, για να ονειρευτείς με τη δύναμη της αγάπης ότι «πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θα’ ναι» είναι έλξη ιερή υπερβαίνουσα κάθε αναστολή και κάθε δισταγμό.

      Επιστρέφοντας και αντικρίζοντας το σπιτικό σου και την αυλή του όλα έρχονται αγκαλιασμένα: χαρά και πόνος, γλύκα και οδύνη, αγάπη και μίσος στροβιλίζοντας τους ανθρώπους σε θύμησες που ποτέ δεν έγιναν υπόθεση του παρελθόντος, που είναι πάντα ένα μόνιμο παρόν, ένα παρόν διαρκών ταλαντεύσεων και οδυνηρών προβληματισμών αλλά και αναζήτησης γαληνέματος και πνευματικής τελείωσης. Άλλοι πρόσφυγες έχουν πάρει την απόφαση της ζωής του και πηγαίνουν ξανά και ξανά βιώνοντας την άμετρη γλύκα της νοσταλγίας μαζί με τον πόνο της απώλειας. Άλλοι πρόσφυγες θεωρούν την όλη κίνηση σαν μια μορφή μικρής προδοσίας. Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα τα πράγματα στη ζωή των ανθρώπων, πάντα δεν μετεωρίζεται ο άνθρωπος όταν το κακό είναι αγκαλιά με το καλό;

      Η γραφή της ιστορίας γίνεται άλλοτε με τη δύναμη και με την εξουσία ή με τους πολέμους και με τη βία, άλλοτε με το δίκαιο και με τη γνώση ή με την αγάπη και τη συνεργασία και άλλοτε με μίγματα όλων αυτών. Σήμερα με βάση τους συσχετισμούς στη διεθνή πολιτική σκηνή και με τα βαθιά νοήματα της ιστορίας αλλά και με βάση τα προτάγματα της ειρήνης και του ανθρωπισμού, του ορθολογισμού και της ανοιχτής σκέψης η μεγάλη απόφαση πρέπει να γέρνει προς το ζωντάνεμα της μνήμης και μάλιστα και με την παρουσία παιδιών και εγγονιών για να βιώσουν την οδύνη και τη συγκίνηση ανακατωμένες με την ανακούφιση και την ελπίδα, για να μπορούν οι διάδοχες γενιές να έχουν τα μάτια της ψυχής τους αγκιστρωμένα στην εστία, στην πατρίδα, στα πιο βαθιά ριζώματά τους.

      Ό,τι αγιάτρευτα σε πληγώνει οφείλεις να το αφήνεις ανοιχτό, να μην προσπαθείς να κλείσεις την πληγή της ψυχής σου. Ένα είναι το βάλσαμο, η μνήμη. Είναι το «Δεν ξεχνώ», που έγινε σύνθημα για εκατομμύρια Έλληνες εκείνο τον μαύρο Ιούλιο του 1974 και που κάποιοι το ξεχνούν χάνοντας την ψυχή τους. Είναι η μνήμη που την υφαίνεις στην αφήγησή σου στα παιδιά και στα εγγόνια, γιατί μνήμη που δεν βλέπει το μέλλον χάνει και το παρελθόν της, παύει να είναι μνήμη, γιατί η μνήμη της εστίας δεν είναι υπόθεση του παρελθόντος αλλά σηματωρός του άχρονου χρόνου, όνειρο και πίστη του πυρήνα της ύπαρξής μας.

Τρίτο Γράμμα στη μητέρα εν βία

Του Κ. Μόντη


Όταν σου έστελνα το τελευταίο μου γράμμα μητέρα,
ήμουνα σχεδόν βέβαιος πως δε θα σου ξαναέγραφα.
Κι όμως να που σου ξαναγράφω.
Και σου ξαναγράφω απροετοίμαστος
γιατί διαισθάνομαι πως δε με παίρνει ο καιρός,
γιατί διαισθάνομαι πως δεν έχω πίστωση χρόνου για
αποκρυσταλλώσεις και διεργασίες.
Επιτέλους πες το απλώς, «προσχέδιο επιστολής»
επιτέλους πες το απλώς, «προσχέδιο στίχων».
Σου το σημειώνω άλλωστε:»Εν βία».
Εν βία και εν θλίψει και εν πληγή, μητέρα,
εν αμέτρω πληγή,
εν αφάτω πληγή.
Κι είναι κι από άλλης απόψεως μια εξαίρεση το γράμμα μου,
γιατί στη Λευκωσία δε γράφουμε πια γράμματα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους εκτεθειμένους στο κλάμα,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους να γεμίσουν κλάμα
και τους ταχυδρομούμε,
απλώς αφήνουμε μια στιγμή
τους άδειους φακέλους να γεμίσουν κλάμα
και περνάν τις νύχτες από τα σπίτια μας
και τους μαζεύουν οι άνεμοι,
και περνάν τις νύχτες από τα σταυροδρόμια
και τους μαζεύουν οι άνεμοι
και περνάν απ’ τ’ αντίσκηνα και τα παραπήγματα:
«Τα γράμματά σας, τα γράμματά σας»!

Διαβάστε επίσης:

http://www.immorfou.org.cy/component/content/article/16-news/320-odoiporikokasini.html

http://www.pyrovolitis.org.cy/cyprus/a-episkepseis-sth-katexomenh-gh-mas—enas-ekseytelismos-poy-prepei-na-stamathsei-64;

http://www.mfa.gov.cy/mfa/mfa2006.nsf/cyprus07_gr/cyprus07_gr?OpenDocument

http://kypros.org/Occupied_Cyprus/bellapais/gr-index.htm

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.