Λογοτεχνία: Ασκήσεις στους αφηγηματικούς τρόπους

 

[…] Tα καστανά μάτια του έπεφταν εδώ κι εκεί ράθυμα, αφαιρεμένα, του αφαιρεμένου νου, του πλανημένου στα υπερκόσμια πιστές εικόνες. Tα μαλλιά του κεφαλιού και τα ψαρά γένεια· η έκφρασις του προσώπου και του σωμάτου η στάσις και των χεριών τα κινήματα· τα φορέματά του αυτά, τα ξεσχισμένα και ιδιότροπα, ερχόνταν κι επρόσθεταν το προφητικό τους μεγαλείο στη μυστηριώδη και ακατανόητη δύναμη των λόγων του. Δεν ήταν ο εξευτελισμένος ζητιάνος, ο ψειρής και λιμασμένος, που με κλαψάρικη φωνή ζητεί τα ξεροκόμματα και τ’ αποφάγια των φτωχών.[…]

«Ο ζητιάνος», Ανδρέας Καρκαβίτσας, περιγραφή

Λογοτεχνία: Άσκηση στους αφηγηματικούς τρόπους αυτο-βαθμολογούμενη online


 

– Είσαι μόρτης, πρόσθεσε η μικρή κοιτάζοντάς τον λίγο λοξά.

O Αλέκος πήρε ύφος κι έκανε τη σύσταση: – O φίλος μου Λοΐζος Τραβεζάνος.

– Πώς;

– Λοΐζος Τραβεζάνος, είπε κι ο ίδιος, ή, αν προτιμάτε, ματμαζέλ, με λένε… μόρτη.

– Λοΐζο Τραβεζάνο;, ψιθύρισε κι εκείνη.

– Εμένα με λένε Αλέξανδρο Κορδάτο. Θα ‘χεις ακουστά βέβαια τ’ όνομά μου.

– Α, ναι…, έκανε λίγο αφηρημένη.

– Πώς, της λέει. Γνωρίστηκε με την αδελφή του στο τσάι της κυρίας Κονέκτικου.

– Στης κυρίας Κονέκτικου;

– Βέβαια. Δεν τη λένε Τερέζα Μοντεκούκουλι;

– Χα, χα! Μιλάει καλέ για τη μεγάλη μου αδελφή. Εμένα τ’ όνομά μου είναι Μόνικα. Έπειτα ρώτησε ζωηρά:

– Ώστε λοιπόν δεν είσαστε παιδιά του δρόμου;

O Λοΐζος γέλασε: – Τι κρίμα, ε! Αν το ‘χεις όρεξη, έλα να παίξομε μαζί, της πρότεινε.

– Αυτό μας έλειπε!

Κ. Πολίτης, Eroica, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Διάλογος


«Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδίαν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ’ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίαν μου δυστυχίας της μοι τας είχεν αφηγηθη. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; πού δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της;»

Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, Εσωτερικός μονόλογος


«Διότι η μήτηρ μας εθύμωνε, και δεν έστεργε να καταβροχθίζωμεν ημείς ό,τι επεθύμει να είχε γευθή καν η ασθενής της κόρη.»

Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, Ελεύθερος πλάγιος λόγος


«Τούτο μεν, διά να μη τον δυσαρεστήση, τούτο δε, διότι πολύ συχνά διισχυρίζετο παρηγορών αυτήν, ότι η πορεία της ασθενείας είναι καλή, και ακριβώς τοιαύτη, οποίαν εδικαιούτο να την περιμένη η επιστήμη από τας συνταγάς του.»

Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, Ελεύθερος πλάγιος λόγος


«Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρεσεν.» 

Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, Αφηγηματικό σχόλιο


«Ἄς μὴν προδοθῶ μονάχος μου, εἶπα. Καλύτερα τὸ μυστικό μου νὰ τὸ ξέρω ἐγώ κι ὁ Θεός, καί Κεῖνος νὰ μοῦ τὸ φέρει σέ τέλος.»

Στρ. Δούκας, Ἱστορία ἑνός αἰχμαλώτου, Εσωτερικός μονόλογος


Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα. Μέσ’ ἀπ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στήν Τουρκία αἰχμάλωτος.

Μεσημέρι πιάστηκα μαζί μέ ἄλλους. Βράδιασε καί τά περίπολα ἀκόμα κουβαλοῦσαν τούς ἄντρες στούς στρατῶνες. Κοντά μεσάνυχτα, ὅπως ἤμαστε ὁ ἕνας κολλητά στόν ἄλλο, μπῆκε ἡ φρουρά κι ἄρχισαν νά μᾶς χτυποῦν, ὅπου ἔβρισκαν, μέ ξύλα, καί νά κλοτσοπατοῦν ὅσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος πῆραν διαλέγοντας ὅσους ἤθελαν κι ἔφυγαν βλάστημώντας.

Στρ. Δούκας, Ἱστορία ἑνός αἰχμαλώτου, Αφήγηση σε α´ πρόσωπο


Ἐκείνη τή μέρα εἶχε ἔρθει ἄνθρωπος μεγάλος ἀπ’ τό Ἀχμετλί, μᾶς ἔλεγαν οἱ στρατιῶτες, κι ἀπό δῶ κι εμπρός θά περάσετε καλά.

Στρ. Δούκας, Ἱστορία ἑνός αἰχμαλώτου, Ελεύθερος πλάγιος λόγος


Δέν ξαναφάνηκε ἡ μαυροφορεμένη ἐκείνη γυναίκα, πού ἐρχόταν στό κατώφλι μας κάθε χρονιά, τήν ἐποχή πού γίνονται τά μοῦρα, ζητώντας μέ εὐγένεια νά τῆς δώσουμε λίγο νερό ἀπ’ τό πηγάδι τῆς αὐλῆς. Ἔμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηροῦσε ὅμως πάνω της ἴχνη μιᾶς μεγάλης ἀρχοντικῆς ὀμορφιᾶς.

Γ.Ιωάννου, Στου Κεμάλ το σπίτι, Αφήγηση σε γ´ πρόσωπο


Γεννήθηκε στην Κυνουρία, στο χωριό Καράτουλα. Ήταν της κλάσεως του 1949. Το φθινόπωρο του ’20, με ένα χρόνο καθυστέρηση, τον κάλεσαν στον στρατό να γυμναστεί.

Παρουσιάστηκε στο Ναύπλιο, αμέσως μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου —τις εκλογές που έχασε ο Βενιζέλος—, στα εμπόδια του 8ου πεζικού συντάγματος. Σ’ αυτά τον κράτησαν τρεις μήνες, τον έκαναν πυροβολητή και ύστερα μέσω Πειραιώς, τον έστειλαν να πολεμήσει στη Μικρά Ασία.

Εκεί, από τον Μάρτιο του ’21 ως τον Ιούλιο, έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις προς Εσκή Σεχίρ και διακρίθηκε.

Θ.Βαλτινός, Ο Παναγιώτης, Διήγηση


Στο μακροσκάμνι στη μέση, ο παππούς. Εκατό χρονών λιοντάρι, τα γένια του ποτάμιζαν και του σκέπαζαν το ανοικτό ολοδάσωτο στήθος και έκρυβαν τις δεμένες λαβωματιές που ‘χε πάρει στο Μεγάλο Σηκωμό. Οι φρυδάρες του χοντρές, αγκαθωτές, του ‘κρυβαν τα μάτια και τις ανασήκωνε με τη φούχτα του, για να μπορέσει να δει. Και στα βαθιά του γεράματα τα μάγουλά του πυροκοκκίνιζαν, και σα θύμωνε, σφυροκοπούσε το αίμα του στα μελίγγια κι οι φλέβες του δεν είχαν ακόμα ξεραθεί, κυλούσαν ασκόνταφτα και πότιζαν το εκατοχρονίτικο κορμί. κι αυτό διψομαχούσε, έπινε αχόρταγα, δεν είχε ακόμα μπουχτίσει τον κόσμο· τον άγγιζε, τον άκουγε, τον θωρούσε, τον γευόταν, τον οσμίζουνταν με την ίδια λαχτάρα σαν όντας ήταν είκοσι χρονών. Έβλεπε τους ανθρώπους, τώρα στα γεράματα, μικρούς μικρούς, σαν να περνοδιάβαιναν ανάμεσα από τα πόδια του, και τους ψυχοπονούσε και ακουμπούσε τη χέρα του απάνω στα κεφάλια τους, για να τους δώσει κουράγιο.  Δεν του άρεσε καθόλου να θωράει το αίμα του ανθρώπου να χύνεται, όμως, σαν ξεσπούσε πόλεμος, τα αίματα του θόλωναν, ξεχνούσε πως κι οι Τούρκοι είναι κι αυτοί άνθρωποι και δεν χόρταινε το χέρι του να χτυπάει.

Ν. Καζαντζάκης, Ο Καπετάν Μιχάλης, Περιγραφή


«Αὐτή δέν θ’ ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα θά κολυμπήσῃ, θά ντυθῇ καί θά φύγῃ…Θά τραβήξῃ αὐτή τό μονοπάτι της κ’ ἐγώ τόν κρημνό μου!…»

Α. Παπαδιαμάντης, Όνειρο στο κύμα, Εσωτερικός μονόλογος


— Με την ευκή του Θεού και με την ευκή μου…, μουρμούρισε και με κοίταξε με καμάρι.

Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Αφηγηματικό σχόλιο


– Κολοκύθια! ἐψιθύρισε μὲ θυμό· ἐμεῖς πᾶμε νὰ βγάλουμ᾿ ἕν᾿ ἀφέντη κι ἄλλος μᾶς φύτρωσε.

– Κίνα τώρα νὰ πᾶς στὴ Λάρσα, ἐπρόσθεσεν ὁ πάρεδρος· ἔχουμε μαθὲς τὸν καιρὸ καὶ τσ᾿ εὐκολίες του… Νὰ μιλήσουμε· καὶ τί νὰ εἰποῦμε; Κολοκύθια στὸ πάτερο. Γειά σου, πάρεδρε, τί κάνουν τὰ ζωντανά; Πῶς πάει τὸ καλαμπόκι; Κι ὅλο στὰ χέρια σὲ κοιτάζει. Κι ἅμα τοῦ μιλήσῃς γιὰ τὴ δουλειά, ἂν πῆγες ἀδειανός, σοῦ πετάει δυὸ λόγια καὶ σ᾿ ἀφίνει μάρμαρο ὡς τὸ βράδυ. Ἂν τοῦ πᾶς τίποτε, σοῦ ἀρχινᾷ, μωρὲ μάτια μου, κάτι λόγια ποὺ χάνεις τ᾿ αὐγὰ καὶ τὰ καλάθια. Καὶ τί κάνουμε; Τὸν ἄνεμο κουβάρι…

– Ἄμ, Μοραΐτης καὶ δικηόρος τί καρτερᾷς· εἶπε μὲ χοντρὴ φωνή, σὰν κατρακύλισμα χαλάρων ὁ Μπιρμπίλης… Μωρέ, λευθεριὰ ποὺ μᾶς τὴν ἤφερεν, λιέω! Ἐπλάκωσαν ὅλ᾿ οἱ ἀπένταροι τσ᾿ Ἀθήνας καὶ κοιτᾶν νὰ μᾶς γδάρουν ὡς τὸ κόκκαλιο.

– Δῶστε καὶ χρειάζονται λίρες τοῦ κυρ Τραχήλη· ἀκούστηκεν ἀπὸ μέσα ἡ βραχνὴ καὶ ψιλὴ φωνὴ τοῦ Μαγουλᾶ. Θὰ πληρώσῃ τὸ κονάκι τοῦ Ἰμπράμπεη.

– Ποιὸ κονάκι; ἐρώτησεν ὁ Παπαρρίζος ξυώντας μὲ γαμψὰ νύχια τὸ στῆθος του.

– Δὲν τὸ ξέρτε; εἶπεν ὁ Μαγουλᾶς προβάλλοντας ὁλόκορμος. Τὸ κονάκι τὸ μεγάλο, μὲ τοὺς ἱστορισμένους τοίχους καὶ τὶς μαρμαρένιες θύρες. Τ᾿ ἀγόρασεν ὁ κυρ Τραχήλης γιὰ τρεῖς χιλιάδες λίρες.

Α.Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, Διάλογος

 


 

– Ποῦ εἶνε τό; νὰ τὸ ἰδῶ· ἐρώτησεν ἀνυπόμονη.

– Μὰ εἶνε ἀκριβό! εἶπεν ὁ Τζιριτόκωστας τονίζοντας τὴ λέξη.

– Ἀκριβό-φτηνὸ ἐγὼ τὸ θέλω! ἀπάντησε μ᾿ ἐπιμονὴ ἡ Κρουστάλλω. Καὶ τὸ βρακί μου δίνω γιὰ ν᾿ ἀποχτήσω σερνικὸ παιδί.

Α.Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος, Αφηγηματικό σχόλιο

 


 

Ἄλλην ἀδελφήν δέν εἴχομεν παρά μόνον τήν Ἀννιώ.

Ἦτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καί τήν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἀλλ’ ἀπ’ ὅλους περισσότερον τήν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τήν τράπεζαν τήν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον της καί ἀπό ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τό καλύτερον εἰς ἐκείνην. Καί ἐνῷ ἡμᾶς μᾶς ἐνέδυε χρησιμοποιοῦσα τά φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διά τήν Ἀννιώ ἠγόραζε συνήθως νέα.

Γ. Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, Αφήγηση σε α´ πρόσωπο