Πριν λίγες μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το συγκλονιστικό εκείνο απόγευμα της 14ης Ιουνίου 1987, όταν η Εθνική Ομάδα κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Μπάσκετ. Τριάντα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τη μέρα που άλλαξε την πορεία του ελληνικού αθλητισμού και έδωσε το δικαίωμα στους Έλληνες να πιστεύουν περισσότερο στον εαυτό τους και τις δυνατότητές τους.

Ένα γεγονός, που υπό άλλες συνθήκες θα αποτελούσε μια μεμονωμένη αθλητική επιτυχία χωρίς ευρύτερη σημασία, ήρθε σε μια χρονική στιγμή που η Ελλάδα αναζητούσε βηματισμό μέσα στο εξελισσόμενο και διαμορφούμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, γεμίζοντας τους Έλληνες με χαρά, αισιοδοξία, ελπίδα και αυτοπεποίθηση. Για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, ο ελληνικός λαός βίωσε την αίσθηση ενός μεγάλου θριάμβου, που αυτή τη φορά δεν επιτεύχθηκε στο πεδίο της μάχης, όπως συνήθως… φανταζόμαστε εμείς οι Έλληνες τους μεγάλους θριάμβους μας, αλλά μέσα στον αγωνιστικό χώρο ενός σταδίου. Η ψυχολογική ώθηση που χάρισε το γεγονός αυτό καθεαυτό στην ελληνική κοινωνία γενικά και τον αθλητισμό ειδικά – όχι μόνο στο άθλημα της καλαθοσφαίρισης – δεν είχε προηγούμενο στη μεταπολεμική μας ιστορία.

Όσοι έζησαν μέσα στο γήπεδο ή από την τηλεόραση τη μεγάλη νίκη «στιγματίστηκαν» διά παντός από τη συγκινησιακή φόρτιση του βιώματος που έμεινε ανεξίτηλα αποτυπωμένο στη μνήμη και την ψυχή τους. Το κατάμεστο γήπεδο, οι μαγικές προσπάθειες των αθλητών, η έντονη και ταχύτατη εναλλαγή των συναισθημάτων (με την έκπληξη που έγινε προσμονή, αγωνία και ατελείωτη ηδονή), η χροιά της φωνής και οι μεστές και απέριττες περιγραφές του Φίλιππου Συρίγου, η αγνότητα με την οποία η ελληνική κοινωνία και ο κόσμος της ενημέρωσης αντιμετώπισαν το γεγονός – σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ιδιωτική τηλεόραση και μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ο τρόπος που το Final Countdown του 1986 «έντυσε» την επιτυχία (και συνοδεύει από τότε τις περισσότερες νίκες του ελληνικού μπάσκετ), αποτελούν εμπειρίες μοναδικές που είναι αδύνατο να λησμονηθούν ακόμα και μετά από 30, 40 ή 50 χρόνια, εμπειρίες που, με την πάροδο του χρόνου, απέκτησαν διαστάσεις μυθολογικές.

Σε αθλητικό επίπεδο η σημασία της επιτυχίας του 1987 δεν άργησε να διαφανεί. Από την επόμενη κιόλας μέρα της 14ης Ιουνίου όλα τα ελληνόπουλα ξεχύθηκαν στα γήπεδα του μπάσκετ με μια πορτοκαλί μπάλα, δημιουργήθηκαν εκατοντάδες αθλητικά σωματεία σε όλη τη χώρα, όσα υπήρχαν μέχρι τότε άρχισαν να λειτουργούν περισσότερο επαγγελματικά, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το άθλημα αυξήθηκε κατακόρυφα, ένας ολόκληρος κλάδος της δημοσιογραφίας (αθλητικογραφία) διογκώθηκε ραγδαία, τα μικρά παιδιά της εποχής άρχισαν να ονειρεύονται ότι θα γίνουν σαν τον Γκάλη, τον Γιαννάκη και τα άλλα παιδιά της τότε Εθνικής, το δημόσιο και ιδιωτικό χρήμα που επενδύθηκε στο μπάσκετ και τον ελληνικό αθλητισμό γενικότερα υπήρξε αντιστρόφως ανάλογο του μεγέθους της ελληνικής οικονομίας, τα μεγάλα ποδοσφαιρικά σωματεία της εποχής είδαν το μπάσκετ σαν μια ευκαιρία να ακουστεί το όνομά τους σε διεθνές επίπεδο, η πίεση των φιλάθλων για επιτυχίες στο εξωτερικό αυξήθηκε, το ελληνικό πρωτάθλημα καλαθόσφαιρας, εντός ολίγων ετών, έγινε (και παρέμεινε για λίγα χρόνια) το πιο θεαματικό, το πιο ακριβό και το πιο ανταγωνιστικό της Ευρώπης, οι σωματειακές και εθνικές επιτυχίες στις διεθνείς διοργανώσεις άρχισαν να έρχονται η μία μετά την άλλη, το μπάσκετ πήρε τα πρωτεία από το ποδόσφαιρο και κατέληξε να γίνει το «εθνικό» άθλημα της χώρας, δείχνοντας τον δρόμο και τον τρόπο της επιτυχίας και στα άλλα αθλήματα και οδηγώντας τον ελληνικό αθλητισμό σε μια άνευ προηγουμένου άνθηση με αποκορύφωμα τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

Σε κοινωνικό επίπεδο τα οφέλη εκείνου του ανεπανάληπτου θριάμβου δεν έγιναν άμεσα αντιληπτά στους συγχρόνους της εποχής, όμως έχουν απόλυτα συνειδητοποιηθεί εσχάτως, δεκαετίες ολόκληρες μετά από εκείνη τη μεγάλη αθλητική στιγμή. Ό,τι δε κατάφεραν μεταπολεμικά όλα τα κόμματα και όλοι οι πολιτικοί των κομμάτων μαζί, το κατάφεραν, μέσα σε ένα βράδυ, μια «σπυριάρα» μπάλα και μια ομάδα Ελλήνων καλαθοσφαιριστών, από τους οποίους οι περισσότεροι με τα σημερινά δεδομένα θα μπορούσαν εύκολα να χαρακτηριστούν «ερασιτέχνες»! Σαράντα πέντε αγωνιστικά λεπτά ενός μεγάλου τελικού και δύο ελεύθερες βολές ενός «τίμιου γίγαντα» αποδείχθηκαν ικανές συνθήκες να ΕΝΩΣΟΥΝ ψυχικά έναν ολόκληρο λαό με πρόσφατο εμφυλιοπολεμικό παρελθόν και να του δείξουν ότι η συνεργασία, η ομόνοια, ο αλτρουισμός και η σκληρή ομαδική δουλειά για έναν κοινό σκοπό αποτελούν εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για κάθε είδους μελλοντική αθλητική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, επιστημονική και πολιτισμική επιτυχία.

Το μήνυμα του Eurobasket 1987, ενός γεγονότος που πρέπει κανείς να είναι εξαιρετικά κοντόφθαλμος ή μικρόνους, ώστε να μη βλέπει ότι υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό αθλητικό γεγονός, είναι κλασικά διαχρονικό και περισσότερο επίκαιρο σήμερα από ποτέ, αφού δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ο τόπος μπορεί να ξεπεράσει την πολύπλευρη κρίση και την παρακμή που βιώνει εδώ και πολλά χρόνια στους περισσότερους τομείς αλλά ιδιαίτερα στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο. Την ώρα που η δημόσια ζωή μας, σε καθημερινή βάση, γεμίζει από φαινόμενα λεκτικής, ψυχολογικής και σωματικής βίας, διχαστικού μίσους, παραλογικού αμοραλισμού, κομματικού φανατισμού, αναξιοκρατίας, πολιτικού καιροσκοπισμού και προσωπικού τυχοδιωκτισμού, έχουμε ανάγκη, περισσότερο από ποτέ, τη σοβαρότητα, την ειλικρίνεια, τη συνείδηση της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης, τη διάθεση της εποικοδομητικής συνεργασίας και περισσότερη προσπάθεια για την επίτευξη των συλλογικών στόχων παρά των μικροπολιτικών ή προσωπικών συμφερόντων.

Μέσα στη σημερινή πολυσύνθετη διεθνή πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να πει με ασφάλεια ποιο θα μπορούσε να είναι αυτό το γεγονός που θα επανακινητοποιήσει τις ενοποιητικές ορμές της ελληνικής κοινωνίας. Είναι βέβαιο όμως ότι η Ελλάδα του 2017 έχει άμεση ανάγκη από ένα «νέο 1987», μια νέα ευκαιρία να αισιοδοξήσουμε, να ελπίσουμε σε ένα καλύτερο μέλλον, να νιώσουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον εαυτό μας. «Οι Έλληνες σαν λαός έχουμε ταλέντο και σαν χώρα έχουμε δυνατότητες. Πιστεύω ότι έχουμε τη δύναμη να κάνουμε τα πράγματα ξανά όπως ονειρευόμαστε», δήλωσε πρόσφατα, για τις ανάγκες ενός επετειακού αφιερώματος ο αρχηγός της Εθνικής του 1987 Παναγιώτης Γιαννάκης. Μια τόσο απλή αλλά παράλληλα και τόσο δύσκολη στην εφαρμογή της νοοτροπία, την οποία ο ίδιος ο Γιαννάκης ακολούθησε στη ζωή του ως παίκτης και ως προπονητής και ενέπνευσε πολλούς άλλους ανθρώπους να αγωνιστούν για την επιτυχία. Η Ελλάδα του 2017 έχει ανάγκη από ένα νέο «Παναγιώτη Γιαννάκη» που θα εμπνεύσει τους Έλληνες να προσπαθήσουν περισσότερο! Έχει ανάγκη από ένα νέο «Νίκο Γκάλη» που θα εμπνεύσει τους Έλληνες να πιστέψουν ότι μπορούν…

Πηγή: εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» (Ρέθυμνο)

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.