Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Οι δύο κατεξοχήν εκπρόσωποι του γενεαλογικού έπους στην αρχαϊκή εποχή είναι οι ποιητές Κιναίθων και Άσιος. Λακεδαιμόνιος ο πρώτος, Σάμιος ο δεύτερος παραμένουν για εμάς σήμερα άγνωστοι εξαιτίας της έλλειψης ικανοποιητικού όγκου πληροφοριών αναφορικά με τη ζωή τους. Η ένδεια της βιογραφικής παράδοσης δεν πρέπει όμως να μας εμποδίζει στο να τους παραμερίσουμε, ιδίως καθώς το είδος της επικής ποίησης το οποίο θεραπεύουν γνωρίζει σημαντική διάδοση πριν από την κλασική εποχή. Το όφελος όμως που αποκομίζουμε από τη μελέτη της ποιητικής τους παραγωγής μπορεί να είναι γραμματολογικής φύσης αλλά έχει ευρύτερες συνέπειες και για την κατανόηση του έργου και άλλων επικών ποιητών. Δύο σύντομες λοιπόν διευκρινίσεις.
Οι γενεαλογίες αποτελούν ένα διακριτό επίπεδο μέσα στην ομηρική και ησιόδεια ποίηση. Προκειμένου για το ομηρικό έπος, ας θυμηθούμε τον Κατάλογο τον Πλοίων στο Β της Ιλιάδας, των Νηρηίδων στο Σ, τη συστηματική παράθεση ονομάτων στις σκηνές ανδροκτασιών. Αναφορικά με τον Ησίοδο και την ησιόδεια ποίηση, το γενεαλογικό υπόβαθρο το οποίο προϋποθέτει η Θεογονία αποτυπώνει ανάγλυφα τη λειτουργία των καταλόγων. Όσο για τον Γυναικών Κατάλογο και τις Μεγάλες Ηοίες του ησιόδειου corpus αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της αυτόνομης παρουσίας του γενεαλογικού έπους κατά την αρχαϊκή περίοδο. Η σημασία των γενεαλογιών για την πρώιμη ιστοριογραφία είναι χαρακτηριστική και υπ᾽ αυτήν την έννοια αυτός ο υποκλάδος της επικής παραγωγής δεν είναι τίποτε άλλο από μια έκφανση, σημαντική αλλά όχι αποκλειστική, του ενδιαφέροντος των Ελλήνων για την οργάνωση του παρελθόντος. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση του Ακουσίλαου από το Άργος, ο οποίος συνέθεσε το έργο Γενεαλογίαι ή Ιστορίαι σε 3 βιβλία, παρουσιάζοντας την ιστορία του κόσμου θεών και ανθρώπων σε μία συνεχή εξέλιξη από τη δημιουργία του κόσμου μέχρι τα γεγονότα που έπονται του Τρωικού Πολέμου. Η επιρροή της ησιόδειας ποίησης είναι εμφανής, όπως επίσης και το τοπικό, αργολικό φιλτράρισμα, καθώς ο Αργείος Φορωνέας προβάλλεται ως ο πρώτος άνθρωπος. Το τοπικό λοιπόν στοιχείο διαδραματίζει και στην επική γενεαλογική ποίηση καθοριστικό ρόλο στο τελικό σχήμα που υιοθετεί ο ποιητής.
Με βάση αυτές τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μπορούμε τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας στον Κιναίθωνα. Ο τίτλος Γενεαλογίαι που προσδιορίζει το έργο του στηρίζεται σε δύο αποσπάσματα του Παυσανία, ο οποίος χρησιμοποιεί το ρήμα γενεαλογείν (εγενεαλόγησε, εγενεαλόγησαν) για να περιγράψει την ποίηση του Κιναίθωνα. Υποστηρίζεται επίσης από τον μεγάλο ουμανιστή φιλόλογο Scaliger, που διόρθωσε τον εσφαλμένο τίτλο Telegoniam που αποδίδει στον Κιναίθωνα ο Ευσέβιος (μέσω της μετάφρασης στα λατινικά του Χρονικού του από τον Ιερώνυμο) σε Genealogias. Ωστόσο, σε τέτοιες περιπτώσεις βεβαιότητα δεν μπορεί να υπάρξει. Ο Παυσανίας μπορεί κάλλιστα να αναφέρεται στο γενεαλογικό περιεχόμενο του έργου του Κιναίθωνα και όχι στον τίτλο του.
Από το έργο του Κιναίθωνα διαθέτουμε μόνο πέντε αποσπάσματα, εκ των οποίων τα τέσσερα παραδίδονται από τον Παυσανία και το ένα από τα σχόλια στην ομηρική Ιλιάδα. Με βάση αυτές τις ισχνότατες πληροφορίες, καθώς μάλιστα δεν έχουμε στην περίπτωση αυτή να κάνουμε με μια ενιαία μυθική πλοκή αλλά με μια γραμμική παράθεση γενεαλογικών πληροφοριών και επεισοδίων, δεν είναι δυνατόν να ανασυνθέσουμε το περιεχόμενο αυτού του έπους. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με κάποιο βαθμό βεβαιότητας είναι να πούμε ότι το ποίημα κάλυπτε ένα ευρύ άνυσμα μυθικού υλικού, αφού με εξαίρεση τα αποσπάσματα 3-4 δεν υπήρχε κοινό θέμα. Η κρητική γενεαλογία, οι Αργοναύτες και ο κόσμος τους, ο τρωικός μύθος πρέπει να αντιπροσωπεύονταν επαρκώς στο ποίημα.
Η επίδραση που τοπικού στοιχείου, αυτού δηλαδή που σχετίζεται με τη Σπάρτη πρέπει επίσης να εκτιμηθεί αναφορικά με τη συνολική στοχοθεσία του έργου. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Δεδομένης της στενής σχέση του Τεισαμενού με την πρώιμη σπαρτιατική ιστορία, αυτό το πρόσωπο είναι πιθανόν να απαντούσε στις Γενεαλογίες του Κιναίθωνα. Ο Τεισαμενός είχε αποκτήσει ιδιαίτερο κύρος στη Σπάρτη, καθώς ήταν τόσο εγγονός του Αγαμέμνονα (μέσω του πατέρα του Ορέστη) όσο και του Μενέλαου (μέσω της μητέρας του Ερμιόνης). Πίσω από την προβολή αυτής της μορφής κρύβεται η πρόθεση της σπαρτιατικής αριστοκρατίας κατά την αρχαϊκή εποχή να αναγάγει την καταγωγή της στον Μενέλαο, να αποκτήσει δηλαδή τέτοιο χρονικό βάθος που να φθάνει στα μυκηναϊκά χρόνια. Τόση μάλιστα ήταν η δύναμη που αποδιδόταν σε μυθικά πρόσωπα, ώστε οι Σπαρτιάτες μετά από την ήττα τους από τους είλωτες της Αρκαδίας ενορχήστρωσαν ένα ιδιοφυές σχέδιο πολιτικής προπαγάνδας, σύμφωνα με το οποίο τα οστά του Ορέστη εντοπίσθηκαν ως εκ θαύματος στην Τεγέα της Αρκαδίας. Προκειμένου μάλιστα να δικαιολογήσουν τις διεκδικήσεις τους απέναντι στην Τεγέα, οι Σπαρτιάτες υποστήριξαν ότι τα οστά του Ορέστη, συζύγου της Ερμιόνης, έπρεπε να μεταφερθούν πίσω στη Σπάρτη. Οι πολιτικές βλέψεις για έλεγχο της Πελοποννησιακής συμμαχίας είναι στην περίπτωση αυτή ξεκάθαρες. Η σπαρτιατική καταγωγή της μητέρας του Τεισαμενού Ερμιόνης ίσως αξιοποιούνταν από τον Κιναίθωνα και προς μια άλλη κατεύθυνση, αυτή του αδελφού της Νικόστρατου, το ομιλούν όνομα του οποίου παραπέμπει στα συμφραζόμενα του Τρωικού Πολέμου. Αναφορικά με τον Πενθίλο, τον νόθο γιο του Ορέστη και της κόρης του Αιγίσθου Ηριγόνης, ο Κιναίθων αξιοποίησε τη σύνδεση μεταξύ Μυκηνών, Σπάρτης και Λέσβου. Οι Πενθιλίδες, μια σημαντική οικογένεια της Λέσβου γύρω στο 600 π.Χ., θεωρούσαν ότι κατάγονταν από τον Αγαμέμνονα μέσω του Πενθίλου, τον οποίο παρουσίαζαν ως επικεφαλής Αιολέων αποίκων που αποίκισαν τη Λέσβο. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρουσίαση από τον Κιναίθωνα του Πενθίλου ως νόθου γιου του Ορέστη και της Ηριγόνης θα υποβάθμιζε τη σύνδεση Μυκήνες/Άργος-Λέσβος και θα προέβαλλε τη Σπάρτη.
Οι Γενεαλογίες πάντως δεν πρέπει να περιορίζονταν αποκλειστικά σε γενεαλογικό υλικό. Κάποιο είδος αφήγησης πρέπει να υπήρχε. Πώς ενσωματωνόταν στη γενεαλογική δομή του ποιήματος δεν είναι σαφές. Ίσως ορισμένα επεισόδια να αναπτύσσονταν στο πλαίσιο ενός γενεαλογικού δέντρου ή μιας συγκεκριμένης διακλάδωσής του. Η επιλογή σε αυτές τις περιπτώσεις θα μπορούσε να καθοριστεί από ποικίλα κριτήρια, όπως η διάχυση του μύθου, η σημασία του για το συγκεκριμένο έργο ή τη δεδομένη γενεαλογία. Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί και η επίδραση του τοπικού στοιχείου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ορισμένοι ποιητές όπως ο Ονομάκριτος, ο Πρόδικος και ο Κιναίθων κατηγορήθηκαν επειδή παρουσίαζαν χρησμούς μέσα σε συμφραζόμενα αχρείαστης υπερβολής και δραματοποίησης (ως τραγωιδίαν αυτοίς και όγκον ουδέν δεομένοις προσθέντες). Ο Ονομάκριτος είναι γνωστός αναφορικά με τη συγκέντρωση των έργων που αποδίδονται στον Μουσαίο (Τελεταί, Χρησμοί, ορφικά έπη). Αν η πληροφορία αυτή αληθεύει, τότε πρέπει να συμπεράνουμε ότι τόσο η επική Μινυάς που αποδίδεται στον Πρόδικο και αφορούσε και μια κατάβαση στον Κάτω Κόσμο όσο και το γενεαλογικό έργο του Κιναίθωνα περιλάμβαναν χρησμούς. Το δεύτερο συμπέρασμα που είμαστε σε θέση να εξαγάγουμε και πάλι με βάση το προαναφερθέν απόσπασμα του Πλουτάρχου είναι ότι η ποίηση του Κιναίθωνα δεν τύγχανε ιδιαίτερης εκτίμησης κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Μια τελευταία παρατήρηση που είναι ενδεικτική της σημασίας της γενεαλογικής ποίησης για την εικόνα που σχηματίζουμε αναφορικά με διάφορα ερμηνευτικά ζητήματα της μείζονος επικής παραγωγής, όπως της ομηρικής. Κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι αναφορές στον μύθο των Αργοναυτών στην ομηρική Οδύσσεια δεν προϋποθέτουν ένα παλαιότερο απολεσθέν έπος αλλά αφορούν απλώς τον αργοναυτικό μύθο. Πόσο πλανημένη είναι αυτή η άποψη μπορούμε να το δείξουμε με αρκετούς τρόπους. Θα επιμείνω όμως καταληκτικά σε έναν, αυτόν που σχετίζεται με τη σημερινή, προηγούμενες αλλά και επόμενες επιφυλλίδες και ερείδεται στο γενεαλογικό και αρχαιογνωστικό έπος. Τα Κορινθιακά του Ευμήλου, οι Γενεαλογίες του Κιναίθωνα, τα Ναυπάκτια έπη, και τα Αργοναυτικά του Ψευδο-Επιμενίδη συστηματικά ασχολούνται με τον αργοναυτικό μύθο. Οι ομοιότητες που παρουσιάζουν, ο σταθερός μυθικός σκελετός αλλά και η ευρεία διάχυση του σχετικού υλικού δεν μπορεί να σχετίζονται αόριστα με έναν μύθο. Αντίθετα προϋποθέτουν την ύπαρξη μιας ποιητικής επικής παράδοσης, αναφορικά με την οποία το ομηρικό έπος χρησιμοποιεί σαφώς ποιητολογική ορολογία. Και για να αντιστρέψουμε τον προβληματισμό δείχνοντας πόσο αδιέξοδη είναι η άρνηση του αυτονόητου: αν δεν είχαμε την Ιλιάδα, την Οδύσσεια όπως και σαφείς γνώσεις για το περιεχόμενο των Κύκλιων Επών που αφορούν τον τρωικό μύθο, θα έπρεπε άραγε να θεωρήσουμε ότι η αττική τραγωδία που τόσο συχνά χειρίζεται επεισόδια του Τρωικού Πολέμου δεν προϋποθέτει την προγενέστερη επική ποίηση αλλά αντλεί γενικά και αόριστα από το μυθικό υλικό;
Το ρητορικό ερώτημα έχει μία και μόνη απάντηση: ένα εμφατικό όχι.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: [email protected]

Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (30.4.2017)

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.