Η μετωπική σύγκρουση των μαθητών με το συναίσθημα στα λογοτεχνικά κείμενα

 

Το να ασκείς στις μέρες μας το επάγγελμα του φιλολόγου είναι μια πρόκληση, κυρίως με την έννοια της  περιήγησης στα άδυτα της εφηβικής ιδιοσυγκρασίας, η οποία  είναι ασαφής και απροσδιόριστη. Πέρα από τη γοητεία της δημιουργίας ενός πλαισίου επικοινωνίας, όπου η γνώση ταξιδεύει από τον διδάσκοντα στο μαθητή με όχημα τη γλώσσα στις ποικίλες της μορφές, αναδύεται και μια παράλληλη πραγματικότητα αναγνωριστικής φύσεως που δεν έχει χαρακτήρα γνωστικό αλλά ανθρωπολογικό.

            Οι μαθητές στο σημερινό σχολείο καλούνται να αφομοιώσουν μια πληθώρα εννοιών, που βίαια έχουν εισβάλλει τα τελευταία χρόνια στη γνωστική διαδικασία στο πλαίσιο νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και στρατηγικών διδασκαλίας, όπως επιτάσσουν  οι ταχέως μεταβαλλόμενες   κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνουν   νέα περιβάλλοντα μάθησης.  Ο καθημερινός  βομβαρδισμός με έννοιες, όπως συμπερίληψη, ανατροφοδότηση, ενσυναίσθηση, μεταγνώση, αυτορρύθμιση και πλήθος άλλων,  οδηγούν το μαθητή σε μία απορρυθμιστική υπερπροσπάθεια εμπέδωσης της συγκεκριμένης ορολογίας  στα πλαίσια μιας τεχνοκρατικής μάθησης,  που αντιστρατεύεται την καλλιέργεια συναισθηματικών και αντιληπτικών δεξιοτήτων, δηλωτικών της ανθρωπιστικής διάστασης του όντος. Αυτή που καταξίωσε τον άνθρωπο και τον ανήγαγε σε υπέρτατη αξία.

Η αμηχανία των μαθητών  απέναντι στο συναίσθημα είναι εμφανής, όπως και μια τάση  αποστασιοποίησης από οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για τη συγκίνηση ή τη σκέψη που θα οδηγήσει σε αναταράξεις συναισθηματικές. Συνελόντι ειπείν,  βρισκόμαστε ενώπιον μιας  ασύνειδης – ή μήπως συνειδητής;- άρνησης της συναισθηματικής εμπειρίας.

Στα θέματα  της Λογοτεχνίας της Τράπεζας Θεμάτων, και συγκεκριμένα,  σε όσα ο μαθητής καλείται να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου, η ανταπόκρισή του εγείρει έντονο προβληματισμό. Η πιο ανησυχητική -κατ’ εμέ – πτυχή του προβλήματος αφορά την αδυναμία ανίχνευσης, και ακολούθως,  απόδοσης  της συναισθηματικής κατάστασης του ήρωα ή του ποιητικού υποκειμένου, και σε ένα δεύτερο επίπεδο,  τη δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων που προκαλούνται στον ίδιο το μαθητή. Αν προκαλούνται. Τι φταίει λοιπόν και οι μαθητές δεν μπορούν να εισπράξουν ή να εκδηλώσουν το συναίσθημα; Ποιοι εσωτερικοί μηχανισμοί υπολειτουργούν προκαλώντας  συναισθηματικό μπλοκάρισμα; Και κυρίως, ποιοι παράγοντες έχουν καταστήσει τους μαθητές συναισθηματικά απαθείς απέναντι σε λογοτεχνικά και όχι μόνο ερεθίσματα;

Η ρομποτοποίηση της σκέψης των μαθητών δε συνιστά επίτευγμα , αλλά αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος. Η απανθρωποίηση δε συνιστά  εξέλιξη,  αλλά έκπτωση του ανθρώπινου είδους. Το λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να προσεγγιστεί ή έστω να ερμηνευτεί με κώδικες μαθηματικούς, γιατί συνιστά τέχνη . Και στην τέχνη του ο κάθε καλλιτέχνης καταθέτει πέρα από τη σκέψη, και την ψυχή του,  την οποία καλούμαστε να ξεκλειδώσουμε μέσα από ποικίλες διεργασίες πνευματικές , ψυχικές,  και μέσα από δεξιότητες συναισθηματικές, τις οποίες οι νέοι μας όχι μόνο δε διαθέτουν, αλλά χλευάζουν κιόλας. Ο στρουθοκαμηλισμός των υπευθύνων απέναντι σε αυτή την αποτυχία συνιστά κοινωνικό έγκλημα, όπως και η προϊούσα περιθωριοποίηση  της αισθητικής αγωγής από τα σχολεία. Μιας αγωγής  που καλλιεργεί τη φαντασία, την ευαισθησία, τη δημιουργική σκέψη, και η απουσία της λειτουργεί σαν βαρύ αναισθητικό στην ψυχοσύνθεση των μαθητών.  

Το θλιβερό είναι ότι μπορεί οι μαθητές  να καταφέρνουν να περνούν με επιτυχία μέσα από τις συμπληγάδες της τεχνοκρατικής λογικής,  αλλά ακρωτηριάζονται  συναισθηματικά στην προκρούστεια κλίνη ενός   εκπαιδευτικού συστήματος που ευνοεί την απευαισθητοποίηση και την απανθρωποίηση.  Το βλέπουμε καθημερινά στη μετωπική σύγκρουση των μαθητών με τα λογοτεχνικά κείμενα, κατά την οποία το μεγαλύτερο θύμα είναι ό,τι αποκαλούμε παραδοσιακή γνώση, ό,τι αποκαλούμε πολιτισμό.

Αν θέλαμε να επεκτείνουμε τον προβληματισμό μας , θα λέγαμε πως η γλωσσική δεξαμενή των νέων  έχει στερέψει επικίνδυνα από λέξεις δηλωτικές των ποικίλων συναισθηματικών αποχρώσεων, και σε αυτό την ευθύνη φέρουν πρωτίστως  τα σύγχρονα προγράμματα σπουδών, στα πλαίσια αρχών των οποίων, σε μαθήματα όπως η Νεοελληνική Γλώσσα, γίνεται αναφορά στην  ενδυνάμωση του γλωσσικού γραμματισμού σε ένα πλαίσιο περισσότερο κοινωνικό- επικοινωνιακό, κοινώς χρησιμοθηρικό, και λιγότερο γλωσσοκεντρικό.  Να μου επιτραπεί η άποψη ότι οι δύο κλάδοι του μαθήματος των Νέων Ελληνικών συνεργούν μόνο ως προς την ικανοποίηση του παραπάνω στόχου, ενός στόχου μονομερούς,  καθώς στην απόπειρα ερμηνευτικής προσέγγισης του μαθητή, η αξιοποίηση των κειμενικών δεικτών με στόχο την τεκμηρίωση των θέσεων «στη βάση της χρυσής τομής της λογικής με το συναίσθημα» θεωρείται εκ των προτέρων καταδικασμένη. Αν σε αυτά προσθέσουμε  τη συναισθηματική ακαμψία και τον πολιτικό κυνισμό  της εποχής μας, που οδηγεί σε τερατογενέσεις, άραγε, για ποιες  διανοητικές και αισθητικές συγκινήσεις μιλάμε; Οξύμωρη η συνύπαρξη, πράγματι.

Ζούμε σε μια εποχή αντιποιητική. Η ευαισθησία  δε λαμβάνει χώρα πουθενά αλλού πέρα από τη λυτρωτική πένα αυτών που γητεύουν με τον λόγο,  τη  στιγμή  που  η έκφυλη πραγματικότητα δημιουργεί ανθρώπους διανοητικά και συναισθηματικά αποχρωματισμένους. Οι μαθητές δεν είναι μόνο επώδυνο, αλλά και επαίσχυντο να συγκαταλέγονται στους τελευταίους.  Η υποκειμενικότητά τους διαμορφώνεται μέσα από ποικίλες εξωτερικές επιρροές, η διαβρωτική ισχύς των οποίων έχει την ικανότητα να εντοπίζει την  «αχίλλειο πτέρνα» των μαθητών ενός στείρου και ορθολογικού σχολείου. Η αρετή βρίσκεται στο μέσο, αλλά στην εκπαίδευση η ισορροπία έχει χαθεί προ πολλού,  με αποτέλεσμα να θριαμβεύει η λογική και να κάνει πάταγο η συναισθηματική ανομβρία των νέων.

Προηγούμενο άρθροΈνταξη τμημάτων Πανεπιστημίου Πατρών 
Επόμενο άρθροΟι κλασσικές σπουδές στο θυσιαστήριο της «Πολιτικής Ορθότητας»
Είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ιδιωτεύω ως εκπαιδευτικός από το 1998.Με χαρακτηρίζει η αφοσίωση στη δουλειά μου και στην οικογένειά μου. Διαβάζω πολύ, κυρίως ελληνική και ξένη λογοτεχνία ενώ παρακολουθώ με ενδιαφέρον και την ελληνική αρθρογραφία. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Νίκος Καζαντζάκης. Θαυμάζω οποιαδήποτε μορφή Τέχνης και λατρεύω τα ταξίδια. Και τα δύο, κατά τη γνώμη μου, επιδρούν στην προσωπικότητα θετικά και διαμορφώνουν χαρακτήρα, αποτελώντας προεκτάσεις μιας πολυδιάστατης μόρφωσης. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος με γοητεύει, γιατί αντλούμε από αυτόν και τους άξιους εκπροσώπους του πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς, που δυστυχώς στις μέρες μας έχουν εκλείψει. Πρόσφατα συμπεριλήφθηκα στους συνεργάτες της ηλεκτρονικής εφημερίδας της Ημαθίας "Φαρέτρα"

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.