Θέματα 2023 – Αρχαία Ελληνικά – Ημερήσιο Λύκειο – Εσπερινό Λύκειο

ΘΕΜΑΤΑ

 

Αρχαία Ελληνικά Ανθρωπιστικού Προσανατολισμού

 

………………………………………………………………..

 

Σχολιασμός εκφωνήσεων

 

Σαφείς και συνεπείς με τις αντιληπτικές και γνωσιακές δυνατότητες των επαρκώς προετοιμασμένων υποψηφίων υπήρξαν οι σημερινές εκφωνήσεις στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού. Ειδικά η επιλογή του αδίδακτου κειμένου, για άλλη μια χρονιά, ευνόησε περισσότερο τους υποψηφίους που έχουν μάθει να διαχειρίζονται τον αρχαίο λόγο όχι μόνο γραμματικο-συντακτικά αλλά και, πρωτίστως, νοηματικά.

 

………………………………………………………………..

 

Ενδεικτικές απαντήσεις

 

Θέμα Α1α

 

  1. Λάθος
  2. Λάθος
  3. Σωστό

 

Θέμα Α1β

 

α. 1

β. 3

 

Θέμα Β1

 

Η «πόλις» είναι μια μορφή ανώτερης κοινωνικής συνύπαρξης που εμπεριέχει όλες τις άλλες και αποβλέπει στο ανώτερο απ’ όλα τα αγαθά. Στον ορισμό αυτό μπορούμε να διακρίνουμε το προσεχές γένος της έννοιας «πόλις» και την ειδοποιό διαφορά της. Το προσεχές της γένος είναι ο όρος «κοινωνία», ενώ η ειδοποιός διαφορά της είναι το αγαθό στο οποίο αποβλέπει, που είναι η ευδαιμονία των πολιτών. Αντίθετα, οι άλλες μορφές κοινωνίας επιδιώκουν ένα επιμέρους αγαθό για το συμφέρον των μελών τους. Ο Αριστοτέλης επισφραγίζει τον ορισμό της έννοιας «πόλις» με τον χαρακτηρισμό πολιτική κοινωνία, δηλαδή την οργανωμένη πολιτειακά κοινωνία η οποία έχει αυτάρκεια, αυτονομία, ελευθερία, θεσμούς και πολίτευμα. Αφορά, λοιπόν, η πόλη τη γνωστή για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο πόλη-κράτος, όπως επικράτησε να αποδίδεται σήμερα ο όρος.

 

Αναλυτικότερα, για το προσεχές γένος της έννοιας «πόλις», ο όρος «κοινωνία» προέρχεται από τη λέξη «κοινωνός» και είναι ομόρριζος με το ρήμα «κοινωνῶ» που στα αρχαία ελληνικά σημαίνει «μοιράζομαι ή κάνω κάτι μαζί με άλλους». Έτσι, με τον όρο αυτό νοείται μια ομάδα ανθρώπων που συνυπάρχουν και συνεργάζονται αποβλέποντας στην επίτευξη ενός κοινού για τα μέλη της σκοπού, ενός επιμέρους συμφέροντος («ἀγαθοῦ τινος ἕνεκεν συνεστηκυῖαν»). Αυτοί, για παράδειγμα, που πολεμούν μαζί επιδιώκουν τον πλούτο, τη νίκη ή την κατάκτηση μιας πόλης, οι ναυτικοί έχουν στόχο την απόκτηση χρημάτων, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε όσους ανήκουν σε μια φυλή ή σε ένα δήμο. Οι επιμέρους αυτές κοινωνίες αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, μόρια της πολιτικής κοινωνίας, εμπεριέχονται δηλαδή σε αυτή, και τις τοποθετεί σε υποδεέστερη από αυτή θέση, αφού η πολιτική κοινωνία δεν στοχεύει στο ειδικό κατά περίπτωση συμφέρον, στο συμφέρον της στιγμής ή στο συμφέρον μιας ομάδας ανθρώπων, αλλά σ’ ένα ανώτερο αγαθό, δηλαδή στην ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, που αφορά «ἅπαντα τὸν βίον». Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια είχε χαρακτηρίσει το υπέρτατο αυτό αγαθό με την έκφραση «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν».

 

Όσον αφορά τώρα το ανώτερο αυτό αγαθό, στο οποίο στοχεύει η πόλη, αυτό δεν είναι άλλο από την ευδαιμονία, που αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά της πόλης από όλες τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις άλλες μορφές συμβίωσης και στην πόλη είναι ποιοτική («κυριωτάτη»), ποσοτική («περιέχουσα») και ανώτερου σκοπού, καθώς ο υπέρτατος σκοπός της πόλης υπερβαίνει τους επιμέρους σκοπούς των μορίων-υποσυνόλων της πολιτικής κοινωνίας. Με τη φράση «κυριωτάτου πάντων» ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτατο αγαθό, στο οποίο αποβλέπει η πόλη, δηλαδή την ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Η ανωτερότητα αυτού του αγαθού αποδεικνύει και την ανωτερότητα της ίδιας της πόλης έναντι των άλλων κοινωνιών. Με άλλα λόγια, εφόσον η πόλη είναι η «κυριωτάτη» όλων των κοινωνιών και το αγαθό στο οποίο στοχεύει είναι το «κυριώτατον» όλων των άλλων αγαθών, «τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν αγαθών», όπως αναφέρεται και στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων». Ο υπερθετικός και το «πᾶς» δείχνουν την ανωτερότητα της πόλης και του σκοπού που αποβλέπει.

 

Μέσα στο διδαγμένο κείμενο επισημαίνεται ακόμα ότι η πόλη είναι μια κοινωνική οντότητα, δηλαδή μια μορφή κοινωνικής συμβίωσης, που προήλθε αθροιστικά από τη συνένωση περισσότερων χωριών (κωμών). Τη θεωρεί μία από τις κοινωνικές οντότητες. Η πρώτη ήταν, κατά τη διδασκαλία του Αριστοτέλη, η οικογένεια («οἶκος»), το αποτέλεσμα του φυσικού «συνδυασμού» άρρενος και θήλεος· σκοπός της ήταν η ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών του ανθρώπου. Η δεύτερη ήταν η κώμη, δηλαδή μια μικρή κοινότητα ανθρώπων, η κοινωνία που σχηματίστηκε από «πλείονας οἰκίας» για την ικανοποίηση αναγκών εκτός των οικονομικών και ανώτερων από τις καθημερινές ανάγκες του ανθρώπου. Τέτοιες ήταν, βέβαια, οι πνευματικότερες ανάγκες του, π.χ. η ανάγκη για τη λατρεία του θείου ή για την απόδοση της δικαιοσύνης. Η οικογένεια δεν μπορούσε να έχει ούτε τυπικό λατρείας, λατρευτικές δηλαδή ιεροτελεστίες, ούτε μηχανισμό απόδοσης δικαιοσύνης. Η τρίτη κοινωνική οντότητα ήταν η πόλη. Ο Αριστοτέλης, χρησιμοποιώντας τον συγκριτικό βαθμό «πλειόνων» (= περισσότερων), δεν καθορίζει με ακρίβεια τον αριθμό των κωμών που απαιτούνται. Οπωσδήποτε, δεν θα πρέπει να είναι ούτε πολύ μικρός, ώστε να μην απειλείται η πόλη με αφανισμό εξαιτίας της έλλειψης πληθυσμού, αλλά ούτε και πολύ μεγάλος, ώστε να μπορεί αυτή να ανταποκριθεί στις ανάγκες που οφείλει να ικανοποιήσει. Δηλαδή, ο αριθμός των κωμών πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να εξασφαλίζεται η αυτάρκεια της πόλης-κράτους.

 

Επιπλέον, χαρακτηρίζει την πόλη με το επίθετο «τέλειος» (τελεολογική αντίληψη). Μέσα στη λέξη αυτή ο αρχαίος Έλληνας άκουγε καθαρά τη λέξη τέλος, μια λέξη που δήλωνε τον σκοπό, για τον οποίο είναι πλασμένο το καθετί, τον προορισμό του. Είναι φανερό ότι με αυτή τη σημασία η λέξη δεν δήλωνε ό,τι η δική μας λέξη «τέλος». Ίσα ίσα δήλωνε τη στιγμή της τελείωσης, της ακμής, της ολοκλήρωσης. Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση του κειμένου μας το επίθετο «τέλειος» λέγεται σε σχέση με την ολοκλήρωση του εξελικτικού κύκλου που παρακολουθούμε («οἶκος-κώμη-πόλις»)· με το νόημα αυτό η στιγμή της ολοκλήρωσης δηλώνει και το τέλος της εξέλιξης, η οποία όμως δεν οδηγεί σε μια τελική φθορά αλλά σε μια τελική ολοκλήρωση. Η πόλη είναι χρονικά υστερογενές δημιούργημα. Όμως οντολογικά και αξιολογικά έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων.

 

Εφόσον λοιπόν η πόλη αποτελεί κορύφωση του εξελικτικού κύκλου των κοινωνικών οντοτήτων, εύλογα αποβλέπει στο ανώτερο αξιολογικά αγαθό («μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων ἡ πασῶν κυριωτάτη»), την ευδαιμονία, η οποία συμπίπτει με την ύψιστη αυτάρκεια, της απόλυτης μακάρι ανεξαρτησίας από οτιδήποτε βρίσκεται έξω από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία εξασφαλίζει στον πολίτη το ουσιαστικό περιεχόμενο της ευδαιμονίας, την αυτάρκεια. Ο άνθρωπος που θέλει να είναι ευτυχισμένος ζει μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες διαμορφώνοντας αρμονικές σχέσεις με τους συμπολίτες του. Ο μονωτής, δηλαδή ο ιδιώτης που συνειδητά ζει μόνος του, αδυνατεί να κατακτήσει την ανθρώπινη ευτυχία. Η λέξη «αυτάρκεια» είναι παράγωγη από το επίθετο «αὐτάρκης», το οποίο σχηματίζεται από το θέμα της αντωνυμίας «αὐτός» (= ο ίδιος, μόνος μου) και του ρήματος «ἀρκέω-ῶ» και δηλώνει αυτόν που αρκείται σε όσα έχει ο ίδιος, αυτόν που ζει άνετα από τη δική του μόνο περιουσία, επομένως αυτόν που έχει οικονομική ανεξαρτησία. Η αυτάρκεια αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα της πόλεως, πρωταρχική επιδίωξή της και ποιοτικό στοιχείο υπεροχής της πόλης συγκριτικά με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Με αυτήν δηλώνεται η επάρκεια των αγαθών που είναι απαραίτητα για την απόκτηση και διατήρηση της συλλογικής ευτυχίας (ευδαιμονίας). Η αυτάρκεια μιας πόλης εξαρτάται: α) από τη γεωγραφική της θέση, ώστε να εξασφαλίζονται υλικά αγαθά∙ β) από το έμψυχο, ανθρώπινο δυναμικό που διασφαλίζει την άμυνα της πόλης-κράτους∙ γ) από το σύστημα χρηστής διοίκησης και απονομής δικαιοσύνης, που εγγυάται την εσωτερική συνοχή της πόλης». Επιπλέον, η αυτάρκεια ως ηθική αρετή αποτελεί μεσότητα, διότι βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις: α) την ένδεια, δηλαδή την ανεπάρκεια των αναγκαίων μέσων διαβίωσης (έλλειψη) και β) την υπερεπάρκεια, δηλαδή την υπεραφθονία, τον υπέρμετρο πλούτο (υπερβολή). Η τελευταία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, γιατί προκαλεί αντιθέσεις και ανταγωνισμούς. Συνεπώς, ο πλούτος πρέπει να έχει ένα όριο (πέρας)· διαφορετικά, η συνοχή της πολιτείας τίθεται σε κίνδυνο. Με αυτήν την έννοια, το επίπεδο αυτάρκειας που επιτυγχάνει η πόλη-κράτος είναι και το ανώτερο όριο κάθε αυτάρκειας («πέρας πάσης τῆς αὐταρκείας»).

 

Η οικογένεια και η κώμη προηγούνται χρονικά από την πόλη, αλλά η πόλη είναι ανώτερη οντολογικά και αξιολογικά από αυτές, γιατί αποβλέπει στο ανώτερο αγαθό, την ευδαιμονία. Ενώ όμως οι προηγούμενες κοινωνικές οντότητες ικανοποιούσαν μόνο μερικές ανάγκες του ανθρώπου, η «πόλη» συγκροτείται μεν για τη διασφάλιση της ζωής, αλλά στην πραγματικότητα για να διασφαλίσει την καλή ζωή («εὖ ζῆν»). Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά της πόλης από τις άλλες κοινωνικές οντότητες. Το «εὖ ζῆν» περιλαμβάνει κατά τον Αριστοτέλη δύο πράγματα: ηθική και πνευματική δραστηριότητα: α) Η πόλη προσφέρει καταλληλότερο έδαφος από τις άλλες μορφές κοινωνίας για την ανάπτυξη της ηθικής δραστηριότητας, ένα πλουσιότερο πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων και καταστάσεων, όπου μπορεί κανείς να ασκήσει τις αρετές του. β) Η πόλη παρέχει μεγαλύτερες δυνατότητες για πνευματική δραστηριότητα, γιατί επιτρέπει πληρέστερο καταμερισμό της διανοητικής εργασίας και υπάρχει μεγαλύτερη αλληλεπίδραση. Ως απαραίτητες προϋποθέσεις της καλής κοινωνικής ζωής ο Αριστοτέλης απαριθμεί τα εξής: επάρκεια τροφής, ποικιλία τεχνών και τεχνιτών, επαρκή οπλισμό, οικονομική ευπορία, θρησκευτικούς θεσμούς και θεσμούς δικαιοσύνης. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της πόλης θεωρείται από τον φιλόσοφο ως το πιο σημαντικό. Η διάκριση ανάμεσα στο «ζῆν» και το «εὖ ζῆν» ήταν μία από τις θεμελιώδεις απόψεις της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, η οποία φαίνεται ότι είχε αφομοιωθεί και από το Μέγα Αλέξανδρο, μαθητή του φιλοσόφου, ο οποίος τόνιζε ότι αγαπούσε τον πατέρα του που του είχε χαρίσει το «ζῆν», αλλά αγαπούσε εξίσου τον Αριστοτέλη, ο οποίος του είχε χαρίσει το «εὖ ζῆν», καθώς τον είχε διδάξει πολλά πράγματα, είχε καλλιεργήσει το πνεύμα του και έτσι είχε συμβάλει στην πνευματική του ανάπτυξη.

 

Τελευταίο και εξίσου σημαντικό με όλα τα προηγούμενα γνωρίσματα της πόλης ο Αριστοτέλης αναφέρει τη φύσει καταγωγή της: η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως. Αφού οι πρώτες κοινωνικές οντότητες υπάρχουν φύσει και εφόσον η πόλη προέρχεται από αυτές και αποτελεί την ολοκλήρωση της εξελικτικής τους διαδικασίας, είναι δηλαδή το τέλος εκείνων, είναι και αυτή φυσικό δημιούργημα («πᾶσα πόλις φύσει ἔστιν, εἴπερ καὶ αἱ πρῶται κοινωνίαι. Τέλος γὰρ αὕτη ἐκείνων, ἡ δὲ φύσις τέλος ἐστίν»). Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τόσο η κοινωνικότητα του ανθρώπου όσο και η σύσταση της πόλεως ανάγονται στη φύση, είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι πιθανό η συγκεκριμένη διδασκαλία του φιλοσόφου να αποτελεί απάντηση σε ορισμένους σοφιστές που υποστήριζαν ότι οι πολιτικοί θεσμοί και οι νόμοι αποτελούν προϊόντα ανθρώπινα, κοινωνικές συμβάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τις φυσικές διεργασίες. Συγκεκριμένα, η θέση του Αριστοτέλη ότι η πόλη ανήκει στην κατηγορία των πραγμάτων που υπάρχουν εκ φύσεως φαίνεται να αντιμάχεται τις απόψεις των σοφιστών (όπως ο Πρωταγόρας ή ο Θρασύμαχος στην πλατωνική «Πολιτεία» ή ο Καλλικλής στον διάλογο «Γοργίας»), καθώς και τις απόψεις των κυνικών. Κατά τον Αριστοτέλη, πράγματι η κοινωνική-πολιτική ζωή είναι κάτι το φυσικό για τον άνθρωπο, προάγει τον ανθρώπινο βίο και οδηγεί τον άνθρωπο στο υπέρτατο «ἀγαθόν», την ευδαιμονία. Όμως παράλληλα ο Αριστοτέλης, όπως έχουμε δει σε άλλα σημεία της αριστοτελικής διδασκαλίας, δεν αρνείται την αξία της ανθρώπινης συμμετοχής στη συγκρότηση της πόλης. Αντιθέτως, θεωρεί ότι ο ανθρώπινος παράγοντας είναι καθοριστικός για τη συγκρότηση των πολιτικών και πολιτειακών θεσμών που συναπαρτίζουν την πολιτική κοινωνία, ενώ προτάσσει τη δικαιοσύνη ως καθοριστική προϋπόθεση για την επιβίωση της κοινωνίας αυτής. Τη δικαιοσύνη τόσο ως στάση ζωής και συμπεριφοράς των πολιτών όσο και ως θεσμό που αξιολογεί τις πράξεις τους.

 

Θέμα Β2

 

 

Στο δεύτερο απόσπασμα του Αριστοτέλη αναφέρεται μεταξύ άλλων μια αναλογία, η οποία εισάγεται με το «ὥσπερ». Η αναλογία αντλείται από τον χώρο της μυθολογίας, όπου συναντάμε τερατόμορφα πλάσματα με πολλά χέρια και πόδια, όπως είναι οι Ερινύες, οι Εκατόγχειρες και άλλα. Ο Αριστοτέλης στο πλαίσιο της αθροιστικής του θεωρίας αναφέρει πως, καθώς ο καθένας διαθέτει ένα μόριο αρετής και φρόνησης, αν όλοι μαζί οι πολίτες ενώσουν τις δυνάμεις και τις ικανότητές τους, τότε θα ενεργούν σαν ένας άνθρωπος που έχει πολλά πόδια, χέρια και αισθητήρια όργανα, εξαιρετική αρετή και εξυπνάδα, δηλαδή διαθέτει πολλές σωματικές, ηθικές και πνευματικές ικανότητες συγκεντρωμένες («πολύποδα και πολύχειρα καὶ πολλὰς ἔχοντ’ αἰσθήσεις, οὕτω καὶ περὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν διάνοιαν»). Υπέρμαχος της υπεροχής του πλήθους και όχι των λίγων και αρίστων ο Σταγειρίτης φιλόσοφος («δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους μὲν ὀλίγους δέ, δόξειεν ἂν λέγεσθαι καί τιν’ ἔχειν ἀπορίαν τάχα δὲ κἂν ἀλήθειαν») χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο παράδειγμα, ώστε να γίνει κατανοητός και πειστικός, ενώ το πολυσύνδετο σχήμα υπερτονίζει εμφατικά τις συγκεντρωμένες αρετές του μυθολογικού αυτού πλάσματος συγκρίνοντάς τες με τις αρετές που συγκεντρώνει το πλήθος.

 

Στο απόσπασμα του Ανωνύμου του Ιαμβλίχου παρουσιάζεται υποθετικά ένας Υπεράνθρωπος, άτρωτος, απρόσβλητος από αρρώστιες, με υπερφυσικές σωματικές και ψυχικές δυνάμεις, ένα πλάσμα με πλεονεκτήματα ανυπέρβλητα και μοναδικά. Ακόμη και αν δεχτούμε, υποστηρίζει ο φιλόσοφος, ότι υπάρχει ένας τέτοιος άνθρωπος, κάτι που είναι αδύνατο βέβαια, θα μπορούσε να είναι αξιόλογος και αποτελεσματικότερος από το πλήθος μόνο αν υπηρετούσε τον νόμο και την δικαιοσύνη με απόλυτη αφοσίωση. Διαφορετικά, το πλήθος, το οποίο θα συγκέντρωνε αθροιστικά περισσότερη δύναμη, φρόνηση, αρετή και αριθμητική υπεροχή, θα υπερτερούσε και θα εκτόπιζε τον Υπεράνθρωπο αυτό.

 

Και οι δυο φιλόσοφοι αποδέχονται πως οι πολλοί ως σύνολο, ως οργανική ολότητα, αποκτώντας συλλογική συνείδηση υπερτερούν από τα άτομα. Η υπεροχή του συνόλου έγκειται ακριβώς στο ότι συγκεντρώνει τις αρετές των μελών του, οι οποίες χαρακτηρίζονται από συμπληρωματικότητα. Ανάλογα με τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη (αρετή, φρόνηση, πλούτος) η υπεροχή αυτή είναι ηθική, διανοητική και υλική. Η αθροιστική θεωρία αποτελεί ακόμη και σήμερα βασικό επιχείρημα υπέρ της αρχής της πλειοψηφίας και της δημοκρατίας.

 

Θέμα Β3

 

οπτική: ὁρῶμεν

σύσταση: συνεστηκυῖαν

λάθος: ἀλήθειαν

δοχείο: ένδέχεται

ποδήλατο: πολύποδα

 

 

Θέμα Β4

 

 

Θέμα Γ1

 

Σωκράτη, όλα τα ζωντανά είδη διατρέχουν τον ίδιο κίνδυνο, και όσα γεννιούνται από τη γη και τα άλλα ζωικά είδη και κυρίως ο άνθρωπος. Διότι για όσα φυτρώνουν στη γη, αυτό μας είναι το πιο εύκολο, όσοι τουλάχιστον καλλιεργούμε τη γη, το να προετοιμάσουμε όλα όσα χρειάζονται πριν το φύτεμα αλλά και το ίδιο το φύτεμα. Όταν όμως πιάσει αυτό που έχει φυτευτεί, αμέσως μετά η φροντίδα του βλασταριού είναι και διαρκής και επίπονη και δύσκολη. Φαίνεται ότι το ίδιο συμβαίνει και με τους ανθρώπους. Με βάση τη δική μου εμπειρία συμπεραίνω και για τα άλλα. Διότι και για μένα αυτού εδώ του γιου μου είτε πρέπει να την ονομάσουμε εμφύτευση είτε γέννηση αποδείχθηκε το ευκολότερο απ’ όλα, όμως η ανατροφή του (αποδείχτηκε) και δύσκολη και διαρκώς μέσα στην ανασφάλεια για μένα που φοβάμαι γι’ αυτόν.

 

Θέμα Γ2

 

Ο γαιοκτήμονας Δημόδοκος, συνομιλώντας με τον Σωκράτη, ανησυχεί για την έντονη επιθυμία του γιου του να παρακολουθήσει τις διδασκαλίες κάποιου σοφιστή. Κατά την άποψή του, ο γιος του επηρεάζεται από συνομηλίκους και συνδημότες του, με τους οποίους συναναστρέφεται στο «ἄστυ», οι οποίοι τον επηρεάζουν με τις ρητορικές τους δεξιότητες («λόγους τινὰς ἀπομνημονεύοντες»). Πιο συγκεκριμένα, ο γιος του Δημόδοκου αξιώνει από τον πατέρα του α) να αναλάβει την επιμέλεια των καθημερινών του αναγκών («ἐπιμεληθῆναί με ἑαυτοῦ») και β) να πληρώνει τα δίδακτρα για την παρακολούθηση των μαθημάτων κάποιου εκ των σοφιστών («χρήματα τελέσαι τινὶ τῶν σοφιστῶν»). Αυτή η αξίωση του Θεάγη αιτιολογείται από την πεποίθησή του ότι ο σοφιστής, του οποίου τα μαθήματα θα παρακολουθήσει, θα τον κάνει σοφό («ὅστις αὐτὸν σοφὸν ποιήσει»). Απέναντι σε αυτή την πεποίθηση του Θεάγη ο πατέρας Δημόδοκος φαίνεται να εκφράζει τις επιφυλάξεις και τις ανησυχίες του. Θεωρεί μεν αρχοντική την επιθυμία του γιου του, όμως από την άλλη τη θεωρεί και εσφαλμένη («ἔστι μὲν γὰρ οὐκ ἀγεννής, σφαλερὰ δέ») και γι’ αυτό απευθύνεται στον Σωκράτη για βοήθεια.

 

Θέμα Γ3

 

ἔχειν : σχές

ῥᾷστον : ῥᾴδιον, ῥᾷον

ἀγεννής : ἀγεννοῦς

ἐπιθυμεῖ : ἐπιθυμεῖν

τὸ ἄστυ : τὰ ἄστη

καταβαίνοντες : καταβησόμενοι

πάλαι : παλαίτερον

ἐπιμεληθῆναι : ἐπιμεληθέντων

ὅστις : οἵτινες

 

Θέμα Γ4α

 

τὸν αὐτὸν: ονοματικός ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στο «τρόπον»

τοῦτο: υποκείμενο στο «γίγνεται»

ὀνομάζειν: υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα «δεῖ» και τελικό απαρέμφατο

πάντων: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο «ῥᾴστη»

εἰς τὸ ἄστυ: εμπρόθετος προσδιορισμός της κατεύθυνσης σε τόπο στη μετοχή «καταβαίνοντες»

μοι: έμμεσο αντικείμενο στο «παρέχει»

σοφὸν: κατηγορούμενο στο «αὐτόν» από το συνδετικό μεταποιητικό ρήμα «ποιήσει»

 

Θέμα Γ4β

 

Δημόδοκος ἔλεγεν ὅτι ἡ δὲ τότε παροῦσα ἐπιθυμία τούτῳ πάνυ ἕ/ἐκεῖνον/τοῦτον φοβοῖ/φοβοίη.

………………………………………………………………..

 

Καλή δύναμη και καλή συνέχεια σε όλα τα παιδιά που διαγωνίζονται στον επίπονο στίβο των εξετάσεων.

 

Βασιλική Ανάγνου | Δημήτρης Περβολιανάκης

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.