Νεοελληνική Γλώσσα Γ´ Λυκείου: Τράπεζα θεμάτων – Αποδελτίωση 3ου θέματος(Λογοτεχνικό)

 

Αχ χελιδόνι μου

Στίχοι Λευτέρη Παπαδόπουλου, μουσική Μάνου Λοΐζου, εκτέλεση Γιώργου Νταλάρα, 1971.

 

Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις

σ’ αυτόν το μαύρο τον ουρανό

αίμα σταλάζει το δειλινό

και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις

αχ χελιδόνι μου

 

Αχ παλληκάρι μου τα τρένα φύγαν

δεν έχει δρόμο για μισεμό

κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό

πες μου πού πήγαν πες μου που πήγαν

αχ παλληκάρι μου

 

Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη

δε βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς

μόνο ο ντελάλης της αγοράς

σε ξεκουφαίνει σε ξεκουφαίνει

άχου καρδούλα μου

 

Λαμβάνοντας υπόψη σου και το συγκείμενο (εισαγωγικό σημείωμα) να ερμηνεύσεις τη συναισθηματική κατάσταση της φωνής που ηχεί στο Κείμενο 3 αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες. Ποια συναισθήματα σου προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου; (120-150 λέξεις)

Απάντηση

Το τραγούδι γράφτηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Το ιστορικό πλαίσιο φωτίζεται από την χρονολογία πρώτης εκτέλεσής του (1971). Ο «μαύρος ουρανός» μεταφορικά μπορεί να συμβολίζει το αυταρχικό πολιτικό καθεστώς, στο οποίο είναι αδύνατο να πετάξει χωρίς ορατότητα το «χελιδόνι» (μεταφορική απόδοση της ελευθερίας). Ανάλογη εντύπωση προκαλεί η αποστροφή στην τρίτη στροφή «Άχου καρδούλα μου φυλακισμένη / δε βγαίνει ο ήλιος που καρτεράς» με τον ήλιο να συμβολίζει το φως (ελευθερία) που έρχεται σε αντίθεση με το μαύρο του ουρανού.

Η συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η φωνή που κυριαρχεί στο κείμενο είναι μελαγχολική, πρόκειται για μια φωνή απόγνωσης λόγω της πολιτικής κατάστασης της ανελευθερίας και καταστρατήγησης των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών.

«και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις» η αποστροφή σε β΄ ενικό ρηματικό πρόσωπο εκφράζει την οδύνη για τον θάνατο μπρος στον οποίο ούτε το κλάμα είναι δυνατό να εκφράσει τον πόνο. 

«κι όσοι μιλούσαν για λυτρωμό» η θλίψη μεγεθύνεται μπρος στο ανεκπλήρωτο όνειρο για ελευθερία και λύτρωση από την τρομοκρατία της βίας.

Ανάλογα με τις ιστορικές του/της γνώσεις, τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό στον οποίο το τραγούδι του/της προκάλεσε αισθητική συγκίνηση ο/η μαθητής/-τρια καλείται να απαντήσει στο γ΄υποερώτημα.

 

 

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Απόσπασμα από το διήγημα του Γιάννη Μουτάφη, στα «Ανέκδοτα διηγήματα», ΑΠΑΝΤΑ (ΠΕΖΑ), εκδ. Δωδώνη, Αθήνα: 1996.

 

[…] Μια Κυριακή πρωί ο Γιώργης Ντόμπρος διάβαζε την «Καθημερινή» κι έλυνε το σταυρόλεξο. Ξαφνικά μπήκε στο γραφείο ο ανθυπασπιστής, είδε την εφημερίδα κι είπε:

– Καθημερινή διαβάζεις;

– Τι να διαβάσω;

– Γιατί δεν παίρνεις το Βήμα;

– Μ’ αρέσει η Καθημερινή, που έχει κι ωραίο σταυρόλεξο.

– Είδες λοιπόν γιατρέ; Παληκάρι αυτός που έρριξε το όχι! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ!

    Ο Ντόμπρας ένιωσε στη φωνή του ανθυπασπιστή την απόχρωση της φωνής του τσακαλιού. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα.

    Αυτός που κυνηγούσε τους δύο αριστερούς φαντάρους και διάταξε να τους κλείσουν στην απομόνωση για ανάκριση μ’ αφορμή το «όχι» το δικό του; Σαν απορία πετάχτηκε μια λέξη από το στόμα του:

– Εσύ;

– Ναι, εγώ! Εγώ είμαι δημοκρατικός, μα ανάθεμά την για πειθαρχία. Έχω βλέπεις και οικογένεια, ενώ εσύ …

– Κι εγώ έχω οικογένεια. Έχω λεύτερες αδελφές.

– Και ψήφισες και συ «ναι»;

– «Ψήφισα, όπως όλοι», είπε τονίζοντας τις λέξεις ο Γιώργης. Είχε αντιληφθεί την παγίδα του πονηρού ανθυπασπιστή. Και συμπλήρωσε:

– Και τώρα άσε με να λύσω το σταυρόλεξο. Κι όταν βρεις ποιος έρριξε το «όχι» να τον προτείνεις για παράσημο, αφού θαυμάζεις τόσο τους γενναίους.

    Ο ανθυπασπιστής έφυγε απαρηγόρητος.

 

Να ερμηνεύσεις στο Κείμενο 3 την αντίδραση του γιατρού Ντόμπρα στην προσπάθεια του ανθυπασπιστή να μάθει τι ψήφισε στο δημοψήφισμα. Να στηρίξεις την ερμηνεία σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες. Ποιες σκέψεις σού δημιουργεί η ανάγνωση του κειμένου σχετικά με τον βαθμό ελευθερίας εκείνη την εποχή;

Απάντηση

Ο γιατρός ξαφνιάζεται με τις ερωτήσεις-παγίδα του ανθυπασπιστή, γιατί νιώθει πως οι διαθέσεις του δεν συνάδουν με την ιδεολογία του. Ο ανθυπασπιστής υποκρίνεται τον δημοκράτη, τη στιγμή που επιδίωκε την τιμωρία των αριστερών φαντάρων, γεγονός που δείχνει αντιδημοκρατικά αισθήματα. Προσπαθεί να παγιδεύσει τον γιατρό, για να μάθει ποιος ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα, αλλά ο γιατρός δεν του απαντά, διότι προφανώς φοβάται να αποκαλύψει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο φόβος και η καχυποψία δεν συνάδουν με την Δημοκρατία. Είναι φανερό ότι στο απόσπασμα στήνεται ένα σκηνικό που ταιριάζει σε ανελεύθερες και καταπιεστικές για τους ανθρώπους πολιτικές συνθήκες.

«Ο Ντόμπρας ένιωσε στη φωνή του ανθυπασπιστή την απόχρωση της φωνής του τσακαλιού. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα.» Ο μεταφορικός λόγος δείχνει τον αιφνιδιασμό, αλλά και τον φόβο του ήρωα.

«Κι εγώ έχω οικογένεια. Έχω λεύτερες αδελφές.» Η επανάληψη του ρήματος «έχω» δείχνει την αγωνία του ήρωα. Η αναφορά στις ανύπαντρες (μεταφορά) αδελφές αποτελεί ένα ισχυρό άλλοθι για τον ήρωα ότι δεν είναι αυτός που ψήφισε όχι, διότι έχει οικογενειακές υποχρεώσεις (να αποκαταστήσει τις αδελφές του), φαίνεται να θέλει να απολογηθεί στον ανθυπασπιστή.

«Ψήφισα, όπως όλοι», είπε τονίζοντας τις λέξεις ο Γιώργης. Ο ευθύς λόγος επιτονίζει το σκεπτικό με το οποίο ψήφισε ο ήρωας, ότι δηλαδή κριτήριό του είναι η συμπόρευση με την κοινή πρακτική. 

Ανάλογα με τις ιστορικές του/της γνώσεις, τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό στον οποίο το τραγούδι του/της προκάλεσε αισθητική συγκίνηση ο/η μαθητής/-τρια καλείται να απαντήσει στο γ΄υποερώτημα.

 

 

Ανικανοποίητο

Το ποίημα της Λένας Παππά προέρχεται από τη συλλογή «Βραδυφλεγή», Τα Ποιήματα, Τόμος Β΄, εκδ. Αρμός, Αθήνα: 1997.

 

Η δίψα εκείνων που ποτέ

δε θ’ αποκτήσω

με στοιχειώνει, πνιγμένη

καθώς σέρνομαι στα νερά

του έλους των πραγματωμένων.

 

Ποιος είπε πως ποτέ

τελειώνουν οι επιθυμίες;

 

Ποια φαίνεται να είναι η συναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου στο Κείμενο 3 και γιατί; Με ποια εκφραστικά μέσα αποτυπώνεται (τρεις αναφορές αρκούν); Σε ποιο βαθμό ταυτίζεσαι ή διαφοροποιείσαι με το θέμα του κειμένου (150-200 λέξεις);

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο έχει το αίσθημα του ανικανοποίητου, φαίνεται ότι ζει σε ένα τέλμα, να έχει μια μονότονη διάθεση από τη στιγμή που έχει πραγματώσει τις επιθυμίες που έχει θέσει. Τη «στοιχειώνει», ωστόσο, η σκέψη των επιθυμιών που έμειναν ανικανοποίητες.

Εκφραστικά μέσα: 1. Μεταφορά: Η δίψα εκείνων που ποτέ/ δε θ’ αποκτήσω

εικόνα και μεταφορά: σέρνομαι στα νερά/ του έλους των πραγματωμένων.

ευθεία ερώτηση: Ποιος είπε πως ποτέ/ τελειώνουν οι επιθυμίες;

Ο/Η μαθητής/-τρια καλείται να εκφράσει την προσωπική του/της τοποθέτηση ανάλογα με τα προσωπικά του/της βιώματα και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης.

 

 

 

[Προσπάθεια παρηγορίας]

Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Τυφλόμυγα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα: 1999.

 

Ο Ιάσονας σκεφτόταν ποια απ’ όσες ιστορίες είχε ακούσει το χειμώνα στο καφενείο θα ταίριαζε με την περίσταση. Έπρεπε να είναι μια ανώδυνη και κατευναστική, που θα κατάφερνε όμως να παρασύρει τον πόνο του Σίμου. Δίσταζε ανάμεσα σε μια διήγηση με φαντάσματα και σε μια άλλη, που ήταν σκαμπρόζικα ανέκδοτα απ’ τη ζωή του τοπικού δημάρχου.

Τον πρόλαβε ο Αλέξης, που άρχισε να λέει για το φοβερό καύσωνα που είχε πλήξει τις προηγούμενες ημέρες τη Δυτική Ευρώπη.

«Στη Βαρκελώνη», άρχισε να λέει, «το θερμόμετρο είχε δείξει 48 βαθμούς Κελσίου και τα οστά της Αγίας Ευλαλίας, της προστάτιδας της πόλης, είχαν αρχίσει να κονιορτοποιούνται, πράγμα που οδήγησε σε απόγνωση μοναχούς και πιστούς. Και καλά οι Ισπανοί, που, όσο να πεις, είναι μαθημένοι στη ζέστη, αλλά οι Εγγλέζοι τα βρήκαν σκούρα. Στο Λονδίνο, εξαιτίας του καύσωνα, χάλασε ο μηχανισμός της γέφυρας στον Τάμεση και στα Χάιλαντς της Σκωτίας νέφη αφρικανικής άμμου γέμισαν τις πεδιάδες. Άνθρωποι ασυνήθιστοι στη ζέστη έτρεξαν να βρουν δροσιά στις παραλίες, μ’ αποτέλεσμα να πνιγούν πολλοί στο Μπράιτον και το Σκάρμπορο».

Η σιωπή του Σίμου σήμαινε ότι ο Αλέξης είχε βρει το σωστό στυλ διήγησης. Αληθοφανείς ακρότητες, που όμως σε παρασύρουν και δε νοιάζεσαι ποιο απ’ όλα είναι αλήθεια και ποιο υπερβολή. Σου νανουρίζουν τους πόνους, τους όποιους πόνους, ψυχικούς και σωματικούς.

«Κι εγώ είδα προχτές στην τηλεόραση, σε μια ανταπόκριση απ’ τη Νέα Υόρκη», πήρε τη σκυτάλη του λόγου ο Ιάσονας, αποφασισμένος να συνεχίσει στο ίδιο ύφος, «ότι πολλοί προσπάθησαν ν’ αυτοκτονήσουν τρώγοντας χώμα απ’ τις γλάστρες των φυτών εσωτερικού χώρου. Τέτοια απελπισία και απόγνωση. Εκεί όχι εξαιτίας της ζέστης, αλλά λόγω μιας τρομερής υγρασίας και ταυτόχρονης άπνοιας, που τους βασάνισε μέρες. Τα κλιματιστικά είχαν βγει εκτός λειτουργίας και ορισμένοι υστερικοί προτίμησαν να πεθάνουν στη σκοτεινιά των διαμερισμάτων τους. Άκου να φάνε χώμα! Απίστευτο μου φαίνεται. Τελικά οι άνθρωποι των πόλεων έχουν μειωμένες αντοχές. Έχουν καλομάθει με τα συστήματα και τον πολιτισμό και μόλις στραβώσει κάτι, πάει χάνονται. Το λέω αυτό» (ο Ιάσονας είχε πάρει φόρα, βλέποντας το μισονυσταγμένο βλέμμα του Σίμου, που σήμαινε ότι όντως τον χαλάρωνε ο μαγικός ρεαλισμός των διηγήσεών του) «διότι αντίθετα απ’ τους Νεοϋορκέζους, δεκάδες κάτοικοι της Βομβάης έστησαν ένα τεράστιο γλέντι – το είδα κι αυτό στην ίδια εκπομπή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τότε που βάζουν τα καλύτερα – για να δείξουν ότι δεν φοβούνται τις φήμες που έλεγαν ότι η νέα πανσέληνος θα έφερνε μεγάλο σεισμό…»

 

Να διερευνήσεις στο Κείμενο 3, αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες, πώς επιδρούν στον Σίμο οι ιστορίες του Ιάσονα και του Αλέξη. Στη θέση τους πώς θα λειτουργούσες; (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οι ιστορίες του Ιάσονα και του Αλέξη ηρεμούν τον Σίμο και τον κάνουν να χαλαρώσει, να ξεχάσει το πρόβλημά του.

«ανώδυνη και κατευναστική»: Με τις μεταφορές αποδίδεται η πρόθεση του Ιάσονα να κατευνάσει τον πόνο του Σίμου. (να παρασύρει τον πόνο του Σίμου)

«Σου νανουρίζουν τους πόνους, τους όποιους πόνους, ψυχικούς και σωματικούς»: Με την προσωποποίηση, το β΄ ενικό πρόσωπο και τον μεταφορικό λόγο προβάλλεται η κατευναστική επίδραση που μπορούν να έχουν παρόμοιες ιστορίες στην ψυχολογία ενός ατόμου.

(ο Ιάσονας είχε πάρει φόρα, βλέποντας το μισονυσταγμένο βλέμμα του Σίμου, που σήμαινε ότι όντως τον χαλάρωνε ο μαγικός ρεαλισμός των διηγήσεών του): Η πληροφορία που δίνει η παρένθεση ως επιμέρους πληροφορία της αφήγησης αποδίδει με τρόπο διακριτό το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ιάσονα (… πήρε τη σκυτάλη του λόγου ο Ιάσονας, αποφασισμένος να συνεχίσει στο ίδιο ύφος)

Ανάλογα με τα βιώματα που συνιστούν τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/-τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

 

 

Διάλογοι σε φωτεινό καφενείο

Το απόσπασμα από το διήγημα Δημήτρη Νόλλα (1940 – ) που ακολουθεί γράφτηκε μετά τις βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι το 2015, Πηγή: lifo.gr .

«Άκουσε, φίλε μου», είπε ο Τζελούλ και στράφηκε στον Μίλτο, «Είναι κάτι που απουσιάζει από τη σύγχρονη κοινωνία και εκτρέφει όλη αυτή τη βία. Έχουμε εμείς οι ίδιοι εξορίσει το Ιερό απ’ τη ζωή μας κι έχουμε ευθύνη γι’ αυτό. Κι όταν το Ιερό απουσιάζει, θεμελιώνεται το θηριοτροφείο. […] Όλες οι θρησκείες, όλα τα μεγάλα Πιστεύω, διαβάζονται και έτσι και αλλιώς. Το ζήτημα είναι ο τρόπος που μοιράζεσαι τον θείο λόγο μαζί με μένα: με τον άλλον, με τον συνάνθρωπό σου. Είναι ζήτημα σχέσης, αν με καταλαβαίνεις. Όλο το παιχνίδι σ’ αυτό το σημείο παίζεται. Ξέρεις», είπε κι έσκυψε μπροστά σαν να συνέχιζε να του λέει κάτι εμπιστευτικό και αποκλειστικά στον Μίλτο, «γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Γκάφσα[1], κάτω στο Νότο. Δυο βήματα απ’ την πόλη μου αρχίζει η Σαχάρα. Εκεί γύρω, μέσα στην έρημο, ζούσε ένας ασκητής σαν κι αυτούς που φυτρώνουν ένα σωρό στη Μεσόγειο, το ξέρεις… Δίδασκε και συνήθιζε να λέει σ’ όποιον ήθελε να τον ακούσει, πως οι ανθρώπινες διαφορές όσο μεγάλες κι αν είναι, διαφορές κοινωνικές, γλωσσικές, φυλετικές, οτιδήποτε, όσο άσχημες και φαρμακερές και να είναι, λύνονται ή με την αγάπη ή με το μαχαίρι. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος έλεγε, ή με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Έτυχε να τον ακούσω μια φορά και κατάλαβα πως στη ζωή είσαι υποχρεωμένος να επιλέξεις. Όταν έχεις ακούσει αυτόν τον λόγο, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός που σε καλεί ν’ αποφασίσεις τι θα διαλέξεις». Τώρα στράφηκε προς όλους μας και μίλησε με μια ήπια πειθώ, περισσότερο γαλήνιος και βέβαιος για τον εαυτό του απ’ όσο χτες όταν ανέπτυσσε το θέμα της εργασίας του, μπροστά σ’ εκείνο το πλήθος των κριτών του. «Όλοι σας γνωρίζετε, πως όταν παντρευτήκαμε με τη Δάφνη, εγώ μουσουλμάνος, εκείνη χριστιανή, πέσανε πάνω μας οι οικογένειές μας να μας φάνε. Να μας αλλάξουν τα μυαλά· μάλλον την απόφασή μας θέλανε ν’ αλλάξουν. Ξέρετε, αρχίσαν όλες αυτές τις βλακίες και πώς θα μεγαλώσουν τα παιδιά σας, και τι θα τους λέμε για τον Θεό κι άλλα πολλά. Το σημαντικότερο όμως, που δεν λέγανε, ήταν πως για την αγάπη δεν είχανε ούτε μισή κουβέντα να πούνε. Τσιμουδιά, κανείς δεν μπορούσε να σκεφτεί έναν λόγο για την αγάπη. Εμείς, είπε φανερά συγκινημένος και κράτησε το χέρι της Δάφνης, κάνοντας μια κίνηση αμηχανίας να κρύψει τα αισθήματά του, «εμείς είπαμε, οδηγό της ζωής μας θα έχουμε την αγάπη· έτσι αποφασίσαμε, γι’ αυτό και δεν βάλαμε όρους σχετικά με την πίστη του καθενός μας. Ξέρω, στην Γκάφσα ή στη Λάρισα, ακούγεται ουτοπικό κάτι τέτοιο, αλλά εμείς βρήκαμε τον τρόπο και τον τόπο να το κάνουμε πραγματικό».

 

Να αναπτύξεις το θέμα που κατά τη γνώμη σου πραγματεύεται το Κείμενο 3, να στηρίξεις την ερμηνεία σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες και να εκφράσεις την προσωπική σου άποψη για την απόφαση του Τζελούλ και της Δάφνης. (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Θέμα του αποσπάσματος είναι η αγάπη, η αρμονική συμπόρευση δύο αλλόθρησκων συζύγων με την υπέρβαση των προκαταλήψεων απέναντι σε μικτούς γάμους από θρησκευτικής άποψης.

Κειμενικοί δείκτες: Ο ευθύς λόγος του Τζελούλ, η αφήγηση που αναφέρεται στον ασκητή, μεταφορές (π.χ. λύνονται ή με την αγάπη ή με το μαχαίρι, οδηγό της ζωής μας θα έχουμε την αγάπη), αξιολογικά επίθετα (γαλήνιος, ήρεμος), η θεατρική παρουσίαση του Τζελούλ με την απόδοση των συναισθημάτων και των κινήσεών του (π.χ. συγκινημένος, κράτησε το χέρι της Δάφνης…), ο διάλογος κ.α.

Ανάλογα με τα βιώματα που συνιστούν τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/-τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη για την απόφαση του Τζελούλ και της Δάφνης.

 

  

[Η παλιά η γειτονιά]

Απόσπασμα από το διήγημα του Νίκου Κοκάντζη «Τζιοκόντα», στο «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης 1930-1980», εκδ. Επιλογή.

 

            Χθες είδα και πάλι στ’ όνειρό μου την παλιά μου γειτονιά. Όνειρο στον ύπνο, στον ξύπνο εφιάλτης έτσι που την έχουνε καταντήσει. Όμως εγώ την πρόλαβα στις ομορφιές της. Τύχη μου εμένα μεγάλη που πρόλαβα και γεννήθηκα και μεγάλωσα εκεί όπως ήτανε στα παλιά, έζησα εκεί και τον Πόλεμο και την Κατοχή και μερικά χρόνια μετέπειτα.

            Σ’ εκείνα τα χρόνια, πριν από τον Πόλεμο, σε γειτονιές σαν τη δική μας, οι άνθρωποι καθότανε ακόμη σε σπίτια κι όχι σε «μέγαρα», υπήρχανε κήποι και λουλούδια και λείπανε τ’ αυτοκίνητα, οι εποχές του έτους είχανε ακόμη τη δική τους μυρουδιά η καθεμία και την ησυχία της νύχτας την έκοβε το γαύγισμα ενός σκύλου, το λάλημα ενός κόκορα πριν ξημερώσει, τα βατράχια στη στέρνα του γείτονα το καλοκαίρι, ο πρωινός ο γαλατάς κι οι πρώτες κουβέντες των νοικοκυράδων – Θεέ μου, αυτά και τόσα άλλα.

            Τότε λοιπόν, υπήρχε εκεί ένα φτωχόσπιτο που γίνηκε πολύ σημαντικό για μένα. Στενόμακρο και χαμηλό, είχε μια γερτή στέγη από παλιά κεραμίδια και μια κληματαριά που έπιανε τη μισή την πρόσοψη κι απλωνότανε πάνω από το σκέπασμα της εξώπορτας. Στη μια του πλευρά ένας τάχα κήπος, με δύο τρεις γλάστρες, χόρτα και τσουκνίδες μα και μια μεγάλη συκιά, ένας φράκτης της κακιάς ώρας που μόνο τα όρια έδειχνε χωρίς να φυλάει από τίποτε – όχι που υπήρχε λόγος δηλαδή να φυλάξει, τι να φυλάξει κι από ποιον – ένας κήπος μ’ άλλα λόγια, τίμιος και απροσποίητος, λίγο απ’ το χέρι του ανθρώπου και πιο πολύ του Θεού, ένας κήπος, χάρμα, που, στα χρόνια που περάσανε και πάνε, χαζεύοντας τα πάρκα της Ευρώπης λαχτάρησε γι’ αυτόν η καρδιά μου, γέμισα από καημό για τις γωνιές του, τις πέτρες τα μαμούδια τις σαύρες τα τζιτζίκια του, τον απέραντο κόσμο που έκλεινε στις δυο του σπιθαμές, εκεί που παίξαμε και μεγαλώσαμε και ζήσαμε και γνωρίσαμε, που προπαντός γνωρίσαμε.

            Λοιπόν.

            Ανάμεσα σ’ αυτό το σπίτι και το δικό μας ήτανε ένας ανοιχτός χώρος, ένα οικόπεδο, πνιγμένος από χορτάρι το καλοκαίρι, ούτε ξέραμε ποιος ήτανε ο ιδιοκτήτης του, κανείς δεν είχε φανεί ποτέ, ήτανε ο τόπος συγκέντρωσης της παρέας, τόπος κουβέντας, παιχνιδιού, τσακωμών, αγάπης. Εκεί παίζαμε κρυφτό και μπίκο κι αγιούτο, εκεί παίζαμε τους εξερευνητές της ζούγκλας, εκεί ξαπλώναμε ανάμεσα στο χορτάρι που ψήλωνε ολόγυρα τα βράδια του καλοκαιριού και λέγαμε τα δικά μας.

 

Στο Κείμενο 3 κυριαρχεί μια νοσταλγική διάθεση. Να την ερμηνεύσεις αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες και να εκφράσεις τη συμφωνία ή τη διαφωνία σου με την εξίσου επικριτική διάθεση που διατυπώνεται για τη σύγχρονη οικιστική. (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να αναφερθεί με σαφήνεια και συντομία στα ακόλουθα σημεία: 

  • στην ενήλικη ζωή του αφηγητή, η γειτονιά όπου μεγάλωσε, ο κήπος κι ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο όπου έπαιζε με τους συνομηλίκους του αποτελούν αφορμή για ένα νοσταλγικό ταξίδι στην παιδική του ηλικία
  • μολονότι πολυταξιδεμένος ως ενήλικος, όπως ο ίδιος αναφέρει («στα χρόνια που περάσανε και πάνε, χαζεύοντας  τα πάρκα της Ευρώπης»), ακόμη αναπολεί  και
  • «λαχταρά» τα μέρη όπου έμαθε τη ζωή
  • η συναισθηματική σύνδεση του αφηγητή με τον τόπο του, σε μια εποχή που δεν υπήρχε η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη, όταν οι άνθρωποι ζούσαν πιο λιτά ή και φτωχικά, χωρίς πολλές πολυτέλειες, αλλά ήταν πλούσια σε συγκινήσεις και εμπειρίες ζωής
  • η αναπόληση των αναμνήσεων από έναν κόσμο με ανθρώπινα μέτρα ζωής, που συνυπήρχε με τη φύση και τη σεβόταν, την ενέτασσε στην καθημερινότητά του λειτουργικά, αποτελεί για κάθε σύγχρονο άνθρωπο των μεγαλουπόλεων ένα όνειρο που τείνει να παρέλθει ανεπιστρεπτί.

Κειμενικοί δείκτες:

  • αντίθεση: «Όνειρο στον ύπνο, στον ξύπνο εφιάλτης»
  • περιγραφή, πληθώρα εικόνων (οπτικών, ακουστικών, οσφρητικών): «οι άνθρωποι καθότανε ακόμη σε σπίτια κι όχι σε “μέγαρα”, υπήρχανε κήποι και λουλούδια και λείπανε τ’ αυτοκίνητα, οι εποχές του έτους είχανε ακόμη τη δική τους μυρουδιά η καθεμία και την ησυχία της νύχτας την έκοβε το γαύγισμα ενός σκύλου, το λάλημα ενός κόκορα πριν ξημερώσει, τα βατράχια στη στέρνα του γείτονα το καλοκαίρι, ο πρωινός ο γαλατάς κι οι πρώτες κουβέντες των νοικοκυράδων», «Στενόμακρο και χαμηλό, είχε μια γερτή στέγη από παλιά κεραμίδια και μια κληματαριά που έπιανε τη μισή την πρόσοψη κι απλωνότανε πάνω από το σκέπασμα της εξώπορτας»,
  • «ένας κήπος μ’ άλλα λόγια, τίμιος και απροσποίητος, λίγο απ’ το χέρι του ανθρώπου και πιο πολύ του Θεού, ένας κήπος, χάρμα, που, στα χρόνια που περάσανε και πάνε, χαζεύοντας τα πάρκα της Ευρώπης λαχτάρησε γι’ αυτόν η καρδιά μου, γέμισα από καημό για τις γωνιές του, τις πέτρες τα μαμούδια τις σαύρες τα τζιτζίκια του, τον απέραντο κόσμο που έκλεινε στις δυο του σπιθαμές»
  • παρενθετικές φράσεις που συνιστούν επεξηγηματικό σχόλιο του αφηγητή και φωτίζουν την αίσθησή του για το πλαίσιο της ζωής εκείνη την εποχή: «– όχι που υπήρχε λόγος δηλαδή να φυλάξει, τι να φυλάξει κι από ποιον – », «– Θεέ μου, αυτά και τόσα άλλα»
  • παρελθοντικοί χρόνοι: ήταν, υπήρχανε, μεγαλώσαμε, ζήσανε, παίζαμε, ξαπλώναμε 
  • ασύνδετο σχήμα που αποδίδει πυκνά νοήματα με τρόπο ευσύνοπτο: «τόπος συγκέντρωσης της παρέας, τόπος κουβέντας, παιχνιδιού, τσακωμών, αγάπης», «Εκεί παίζαμε κρυφτό και μπίκο κι αγιούτο, εκεί παίζαμε τους εξερευνητές της ζούγκλας, εκεί ξαπλώναμε ανάμεσα στο χορτάρι».

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης, τοποθετείται ελεύθερα ως προς την επικριτική διάθεση που διατυπώνεται για τη σύγχρονη οικιστική.

Σημείωση: τρεις κειμενικοί δείκτες αρκούν για την απάντηση.

 

 

ΜΟΥΣΙΚΟΙ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟ ΚΕΝΤΡΟ

Το ποίημα του Βασίλη Βασιλικού, ελαφρά διασκευασμένο για τις ανάγκες της εξέτασης, αντλήθηκε από τη συλλογή «Τα Ποιήματα», εκδ. Πολύπλανο, Αθήνα: 1999.

 

Κάποτε ξεκίνησαν κι αυτοί μ’ όνειρα μεγάλα:

να παίξουν Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σοπέν

σε αμφιθέατρα κατάμεστα από κόσμο,

την επόμενη να διαβάζουν κριτικές

για το ταλέντο τους. Και άλλα.

 

Τώρα τι κι αν ξεπέσαν σ’ αυτό

το φτωχικό, παραθαλάσσιο κέντρο

με μια φτηνή τζαζ, ξενυχτώντας

πάνω από ταμπούρλα, τραγουδώντας

τα τραγουδάκια της εποχής

-στο πιάνο μια γρηά[2] τους συνοδεύει-

τι κι αν μένουν μετά τις μια να τους ακούν

οι άδειες καρέκλες, τα άδεια τραπέζια

τ’ αδιάφορα νυσταγμένα γκαρσόνια…

 

υπάρχει πάντα η θάλασσα να δέχεται

ακούραστα, τα κουρασμένα όνειρά τους.

 

Στο Κείμενο 3 αποτυπώνεται μια πορεία που γεννά απογοήτευση. Να την ερμηνεύσεις αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες και να σε απασχολήσει αν το μήνυμα που εκπέμπεται στο κείμενο είναι συνηθισμένο και για άλλους ανθρώπους ή όχι. (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία τα εξής:

  • την έντονη αντίθεση ανάμεσα στα φιλόδοξα όνειρα των μουσικών ενός παραθαλάσσιου κέντρου (1η στροφή: στόχοι υψηλοί, να διακριθούν στην κλασική μουσική, να παίξουν σε μεγάλες σκηνές, να εισπράξουν διθυραμβικές κριτικές) και στην πεζή πραγματικότητα που βιώνουν (2η στροφή: νιώθουν ξεπεσμένοι, γιατί βιώνουν την επαγγελματική εξουθένωση, παίζοντας χαμηλού επιπέδου μουσική σε ένα σκηνικό παρακμής και αδιάφορης ρουτίνας)· η αντίθεση υπογραμμίζεται με τη χρήση ονοματικών συνόλων και -κυρίως- αξιολογικών επιθέτων, που αναδεικνύουν τις διαφορές ανάμεσα στο ονειροπόλο και πολλά υποσχόμενο παρελθόν (Κάποτε) και στο απογοητευτικό παρόν (Τώρα): όνειρα μεγάλα, αμφιθέατρα κατάμεστα – φτωχικό, παραθαλάσσιο κέντρο, φτηνή τζαζ, άδειες καρέκλες, άδεια τραπέζια, αδιάφορα νυσταγμένα γκαρσόνια
  • τον παρενθετικό στίχο στη 2η στροφή «-στο πιάνο μια γρηά τους συνοδεύει-», με τον οποίο ολοκληρώνεται η μίζερη εικόνα της μουσικής μπάντας·
  • οι επαναλήψεις λέξεων/ φράσεων που τονίζουν την παρακμή: τι κι αν, άδειες – άδεια, τραγουδώντας τραγουδάκια.

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης, μπορεί να τοποθετηθεί ως προς το δεύτερο ζητούμενο.

 

 

Ο ΚΑΝΟΝΑΣ

Το ποίημα ανήκει στα αδημοσίευτα ποιήματα του Πάνου Κ. Θασίτη, Τα Ποιήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα: 2011.

 

Δουλεύει, πληρώνεται, τρώει

κοιμάται. Κάνει παιδιά –ή τ’ αποφεύγει.

Βρυχάται στα γήπεδα τις Κυριακές.

Κάθε βράδυ βαρκάδα με την πολυθρόνα στα κανάλια.

Για τα λοιπά

βιβλιάρια ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου

στοχαστικά.

 

Τα ουσιώδη αυτά και τα συνηθισμένα, η ζωή του.

Γι’ αυτά και πέφτει –αν χρειαστεί-

Ηρωικά μαχόμενος στην ιερή κουζίνα

στη σάλα, στον μπιντέ, στην άβατη παστάδα[3].

Απών στα ταξικά οδοφράγματα

κωφάλαλος στων Ιδεών τη σκοτεινή βοή

αμέτοχος στα «μεγάλα» -ποια μεγάλα;- γεγονότα.

(Παθός – μαθός, αδιαφορεί για τα κοινά φρονίμως).

 

Ο άνθρωπος αυτός δεν είν’ εξαίρεση.

Είν’ ο κανόνας. Έστω το υλικό του κανόνα.

Και τώρα, μην ανησυχείτε πάλι σύντροφε Brecht[4].

Οι βολεμένες μάζες δεν ανησυχούν.

(Ίσως, δεν ανησύχησαν ποτέ).

 

Να ερμηνεύσεις τη συμπεριφορά του ανθρώπου που συνιστά τον Κανόνα, σύμφωνα με το Κείμενο 3, αξιοποιώντας τρία εκφραστικά μέσα με τα οποία αυτή αποδίδεται. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η επικαιρότητα του ποιήματος; (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία αναφορικά με τη συμπεριφορά του ανθρώπου που συνιστά τον Κανόνα:

  • την επανάληψη των απολύτως αναγκαίων δράσεων για την επιβίωση, ήδη από τους 2 πρώτους στίχους, οι οποίες τονίζονται μάλιστα με το ασύνδετο σχήμα και τον διασκελισμό → «Δουλεύει, πληρώνεται, τρώει/ κοιμάται.», αλλά και πιο αναλυτικά στους στ. 10-11, όπου με τα ίδιες εκφραστικές επιλογές οριοθετούνται ειρωνικά οι περιορισμένοι και συνάμα περιοριστικοί χώροι όπου κινείται → «στην ιερή κουζίνα/ στη σάλα, στον μπιντέ, στην άβατη παστάδα» Όλα αυτά συνιστούν μια καθημερινότητα, μια ρουτίνα ασφάλειας που βιώνει ο άνθρωπος που συνιστά τον
  • «Κανόνα».
  • την τάση του να βολεύεται σε απλές, καθημερινές, τετριμμένες ενασχολήσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερη σκέψη και κριτική στάση ζωής → «Για τα λοιπά/ βιβλιάρια ασφαλίσεως κατά παντός κινδύνου/ στοχαστικά»· η απουσία μάλιστα της κριτικής σκέψης υπογραμμίζεται με τις παρενθετικές προτάσεις, οι οποίες ερμηνεύουν και στηλιτεύουν τον κοινωνικό κομφορμισμό και, κυρίως, τη νοοτροπία που τον τροφοδοτεί → «–ή τ’ αποφεύγει», «–αν χρειαστεί-», «-ποια μεγάλα;-», «(Παθός – μαθός, αδιαφορεί για τα κοινά φρονίμως)», «(Ίσως, δεν ανησύχησαν ποτέ)» 
  • την επιθυμία του να αποφεύγει τις ευθύνες παντός τύπου, να υποτιμά οποιαδήποτε σοβαρή διάσταση έχουν τα γεγονότα, επαναπαυόμενος στην αδράνεια ή στις ανούσιες δραστηριότητές του, των οποίων το επίπεδο αναδεικνύεται από τη μεταφορική χρήση των υπογραμμισμένων λέξεων στους ακόλουθους στίχους: «Βρυχάται στα γήπεδα τις Κυριακές.», «Κάθε βράδυ βαρκάδα με την πολυθρόνα στα κανάλια.» και όπως αποκαλύπτει ξεκάθαρα το ποιητικό υποκείμενο στον στ. 8: «Τα ουσιώδη αυτά και τα συνηθισμένα, η ζωή του.»
  • την έμφαση που δίνει στα ασήμαντα και την αδιαφορία που επιδεικνύει στα σημαντικά, όπως αναδεικνύεται από τις ακόλουθες αντιθέσεις, οι οποίες συνιστούν ταυτόχρονα και χαρακτηριστικά γνωρίσματά του: «Ηρωικά μαχόμενος» # «Απών», «κωφάλαλος», «αμέτοχος»

Επιπλέον εκφραστικοί τρόποι (αρκούν τρεις συνολικά):

  • χρόνος ενεστώτας και γ΄ πρόσωπο → διαχρονικότητα → συνάδει με τον Κανόνα
  • έντονα σαρκαστικός τόνος → στις παρενθετικές προτάσεις, στις αντιθέσεις και στην οριοθέτηση των επιλογών στις οποίες προβαίνει (δραστηριότητες και χώροι) με τη χρήση ανάλογων επιθέτων, π.χ. ιερή κουζίνα, άβατη παστάδα, σκοτεινή βοή, βολεμένες μάζες
  • λιτό ύφος → βραχυπερίοδος λόγος
  • επίκληση στον Μπρεχτ, χρήση β΄ πληθ. προσώπου – εναλλαγή ρημ. προσ.
  • → το φαινόμενο αποκτά ιστορική διάσταση

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/ της κύκλο, μπορεί να τοποθετηθεί ως προς την επικαιρική διάσταση του θέματος του Κειμένου 3, αλλά και ως προς το ότι ο κομφορμισμός ως στάση ζωής είναι καταδικαστέος και σε κάθε εποχή προοιωνίζει αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.

 

Δύσκολη τόλμη

Το ποίημα της Λένας Παππά προέρχεται από τη συλλογή «Βραδυφλεγή», Τα Ποιήματα, Τόμος Β΄, εκδ. Αρμός, Αθήνα: 1997.

 

Μπορεί

να διασχίσεις φαράγγια, ερήμους και έλη

να διατρέξεις απύθμενες θάλασσες

κι όμως

να μην τολμάς τη μικρή

ελάχιστη απόσταση να διανύσεις μέχρι

τον εαυτό σου.

 

Ποιο είναι, κατά τη γνώμη σου, το κύριο ερώτημα που αναδεικνύεται στο Κείμενο 3, με ποιους κειμενικούς δείκτες γίνεται αυτό (η αναφορά σε τρεις κρίνεται επαρκής) και ποια η προσωπική σου θέση; (120-150 λέξεις)

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να αναφερθεί με σαφήνεια και συντομία στα ακόλουθα σημεία:

  • στη ζωή το πιο δύσκολο κατόρθωμα είναι η αυτογνωσία
  • ο άνθρωπος μπορεί ευκολότερα να «διανύσει» χιλιόμετρα, να ταξιδέψει σε τόπους φαινομενικά απρόσιτους ή και εχθρικούς, να εξερευνήσει τον κόσμο, αλλά ο εαυτός του να παραμένει terra incognita («άγνωστη χώρα»), γιατί ο ίδιος δεν τολμά να τον προσεγγίσει.

Κειμενικοί δείκτες:

  • ο τίτλος «Δύσκολη τόλμη» αποδίδει μεταφορικά, με τρόπο ευσύνοπτο, το κεντρικό θέμα του ποιήματος, την πρόκληση που συνιστά η ανακάλυψη του εαυτού μας
  • το β΄ ενικό πρόσωπο: διασχίσεις, διατρέξεις, να μην τολμάς, να διανύσεις → το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται άμεσα στον κάθε αναγνώστη προσωπικά, αλλά ενδεχομένως και στον ίδιο του τον εαυτό -στο πλαίσιο ενός εσωτερικού μονολόγου-, προκειμένου να τον ευαισθητοποιήσει για τη σημασία της εσωτερικής αναζήτησης, της αυτεπίγνωσης και έμμεσα να τον παρακινήσει να τολμήσει να μπει σε αυτή τη διαδικασία αυτο-ανακάλυψης
  • η χρήση του ενεστώτα στα ρήματα προσδίδει διαχρονικότητα στο ζήτημα που αναδεικνύει το ποιητικό υποκείμενο και έναν χαρακτήρα πανανθρώπινο, γιατί αφορά σε όλους τους ανθρώπους στο πέρασμα των αιώνων
  • το ασύνδετο σχήμα: φαράγγια, ερήμους και έλη → αποδίδει με τρόπο περιεκτικό τις τεράστιες διαδρομές που μπορεί να διανύσει ο άνθρωπος, για να ανακαλύψει τον κόσμο, αλλά και τις δυσκολίες που θα συναντήσει στους τόπους αυτούς που είναι αφιλόξενοι ή και επικίνδυνοι
  • η αντίθεση ανάμεσα στους τρεις πρώτους στίχους του ποιήματος και στους τρεις τελευταίους υπογραμμίζεται από τον τέταρτο στίχο που περιλαμβάνει μόνο δύο λέξεις που την αναδεικνύουν: κι όμως → οι τρεις πρώτοι στίχοι περιλαμβάνουν τα κατορθώματα του ανθρώπου σε εξωτερικές συνθήκες, δύσκολες και απαιτητικές, οι οποίες ωστόσο δεν τον πτοούν, ενώ οι τρεις τελευταίοι προβάλλουν -ιδιαίτερα με την επισήμανση της διαφοράς ανάμεσα στα «χιλιόμετρα» που τολμά να διανύσει και στη «μικρή/ ελάχιστη απόσταση» που φοβάται να καλύψει- την αδυναμία του να στραφεί προς τον πραγματικό του εαυτό
  • ο διασκελισμός μεταξύ 6ου και 7ου στίχου: «ελάχιστη απόσταση να διανύσεις μέχρι/ τον εαυτό σου.» → η επιλογή αυτή υποδεικνύει τη σημασία του τελευταίου στίχου, απομονώνει και προβάλλει εμφατικά τον κύριο προορισμό για τον οποίο αξίζει να τολμήσουμε, σύμφωνα με ποιητικό υποκείμενο, δηλαδή την ανακάλυψη του εαυτού μας.

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/ της κύκλο, παραθέτει την προσωπική του/ της θέση.

Σημείωση: τρεις κειμενικοί δείκτες αρκούν για την απάντηση.

 

 

 

Οι ρετσίνες του βασιλιά

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ισίδωρου Ζουργού (εκδ. Πατάκη, 2019).

           

            Αναστέναξε –πιο πολύ για να βρει τέμπο η ανάσα του. Αδειοσύνη. Αναρωτήθηκε, έμπλεος καυστικής διάθεσης, μήπως ένας βήχας του θα ήταν ευπρόσδεκτος ως επιβεβαίωση ότι ο εαυτός του συνέχιζε να υπάρχει. […]    

Αυτή η Δευτέρα τού προέκυψε ιδιαίτερα στείρα σε ταξίδια του νου, αφού δεν είχε ανοίξει σελίδα. Το καταλάβαινε μέρα με τη μέρα πως η ανάγνωση κάποιου βιβλίου τού ήταν απαραίτητη. Ήταν το μυαλό του που είχε ανάγκη τα βιβλία. Είχε αποδειχτεί πως αυτά ήταν οι σκαλωσιές για να συντηρεί τα δικά του τοιχώματα, μιας και κάθε μέρα ένιωθε τους σοβάδες του να πέφτουν. Οι νοητικές του λειτουργίες έφθιναν και ήταν σαν νοτισμένος τοίχος –ίσως  σ’ αυτό μερίδιο ευθύνης να είχαν και οι ρετσίνες, κι έτσι τα φουσκώματα του μυαλού του παραδίνονταν στον νόμο της βαρύτητας κι έριχναν κάθε τόσο τους σοβάδες σαν το χιόνι. Ήταν βέβαιος πως το μυαλό του μαδούσε με τα γηρατειά κι έχανε όχι μόνο τη στιλπνότητα της γούνας του, αλλά και τρίχες, τούφες ολόκληρες. Για παράδειγμα, σ’ αυτά που έλεγε, συχνά επαναλαμβανόταν, επίσης αρκετές φορές μακρόσυρτους συλλογισμούς τούς άφηνε στη μέση, ενώ ξεχνούσε πού είχε αφήσει τα γυαλιά του, όπως και ονόματα παλιών φίλων και συνεργατών. Αρκετές φορές καταλάβαινε πως του αρκούσαν γενικεύσεις και απλοϊκότητες που σ’ άλλους καιρούς θα τον αηδίαζαν.

            Ο Λεόντιος Έξαρχος το ‘νιωθε πως γερνούσε. Έβλεπε κάθε μέρα τις σελίδες απ’ το ημερολόγιο της ζωής του να τις γυρίζει όλο και πιο γρήγορα ο άνεμος κι ύστερα να τις σκορπίζει.

 

Πώς ερμηνεύεις τη σχέση του Λεόντιου Έξαρχου με τα βιβλία στο Κείμενο 3 και με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται αυτή σε σχέση με την ηλικιακή φάση στην οποία βρίσκεται; Ποια συναισθήματα σού δημιούργησε η ανάγνωση του κειμένου; (150-200 λέξεις)

 

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Απάντηση

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία τα εξής για τη σχέση του Λεόντιου Έξαρχου με τα βιβλία:

  • καθημερινή συνήθεια γι’ αυτόν
  • αναγκαιότητα, για να διατηρήσει την πνευματική του διαύγεια· προφανώς πρόκειται για άνθρωπο μορφωμένο, με σύνθετη σκέψη και τετράγωνη λογική, που έχει εξοικειωθεί από τη νεαρή του ηλικία με τη μελέτη, στην οποία καταφεύγει και πάλι στη φάση της επαγγελματικής του απόσυρσης
  • πρόκειται για τη μοναδική διέξοδο που νιώθει ότι πραγματικά τον ωφελεί και τον διατηρεί ζωντανό και ακμαίο νοητικά
  • τα γηρατειά τον επιβαρύνουν ολοένα και πιο σοβαρά σε διανοητικό και σωματικό επίπεδο, αισθάνεται πως πρέπει τουλάχιστον να διατηρηθεί σε πνευματική εγρήγορση και ως μόνο μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου προκρίνει την ανάγνωση.

Εκφραστικά μέσα:

  • η Δευτέρα τού προέκυψε ιδιαίτερα στείρα σε ταξίδια του νου (προσωποποίηση, μεταφορά)
  • Ήταν το μυαλό του που είχε ανάγκη τα βιβλία. (προσωποποίηση, μεταφορά)
  • Οι νοητικές του λειτουργίες έφθιναν και ήταν σαν νοτισμένος τοίχος –ίσως σ’ αυτό μερίδιο ευθύνης να είχαν και οι ρετσίνες, κι έτσι τα φουσκώματα του μυαλού του παραδίνονταν στον νόμο της βαρύτητας κι έριχναν κάθε τόσο τους σοβάδες σαν το χιόνι (εικόνα, προσωποποίηση, μεταφορά, παρομοίωση)
  • Ήταν βέβαιος πως το μυαλό του μαδούσε με τα γηρατειά κι έχανε όχι μόνο τη στιλπνότητα της γούνας του, αλλά και τρίχες, τούφες ολόκληρες. (εικόνα, μεταφορά)
  • Έβλεπε κάθε μέρα τις σελίδες απ’ το ημερολόγιο της ζωής του να τις γυρίζει όλο και πιο γρήγορα ο άνεμος κι ύστερα να τις σκορπίζει (εικόνα, προσωποποίηση, μεταφορά)

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/ της κύκλο, μπορεί να παρουσιάσει ελεύθερα τα συναισθήματα που του/ της προκάλεσε η ανάγνωση του αποσπάσματος.

 

Ποσειδώνας

Το κείμενο ανήκει στον Franz Kafka (1883-1924) και βρίσκεται στην ανθολογία «Διηγήματα και Μικρά Πεζά» (Αθήνα 2006: εκδ. Ροές) σε μετάφραση της Α. Ρασιδάκη.

            Ο Ποσειδώνας καθόταν στο γραφείο του και έκανε υπολογισμούς. Η διαχείριση όλων των υδάτων συνεπαγόταν ατελείωτο φόρτο εργασίας. Θα μπορούσε να έχει όσο βοηθητικό προσωπικό επιθυμούσε, και ήδη είχε πάρα πολύ, αλλά επειδή έπαιρνε τα καθήκοντά του πολύ στα σοβαρά, έκανε ο ίδιος όλες τις επαληθεύσεις και έτσι οι βοηθοί δεν τον ωφελούσαν ιδιαίτερα. Δεν μπορεί κανείς να πει πως απολάμβανε την εργασία του, ουσιαστικά τη διεκπεραίωνε επειδή του είχε ανατεθεί, και μάλιστα, όπως δήλωνε, είχε ήδη προβεί σε ενέργειες ώστε να του ανατεθεί μια πιο ευχάριστη εργασία, αλλά όταν του έκαναν διάφορες προτάσεις γινόταν φανερό πως τίποτα δεν του ταίριαζε περισσότερο από τη θέση που ήδη κατείχε. Ήταν άλλωστε ιδιαίτερα δύσκολο να του βρουν κάτι άλλο. Δεν μπορούσαν, για παράδειγμα, να του αναθέσουν ένα συγκεκριμένο πέλαγος: εκτός από το γεγονός πως στην περίπτωση αυτή οι υπολογισμοί δεν θα ήταν μικρότεροι παρά μονάχα πιο μικροπρεπείς, ο μέγας Ποσειδώνας δεν μπορούσε παρά να κατέχει μία θέση εξουσίας. Κι όταν του πρότειναν μια θέση εκτός νερού, η ιδέα και μόνο αρκούσε για να τον κυριεύσει ναυτία, να αναστατωθεί η θεϊκή του ανάσα και να αρχίσει να κλυδωνίζεται η ηρωική του κορμοστασιά. Εδώ που τα λέμε, κανείς δεν έπαιρνε τα παράπονά του στα σοβαρά · όταν διαμαρτύρεται κάποιος τρανός, πρέπει κανείς να προσποιείται ότι υποχωρεί και στις πιο απίθανες απαιτήσεις · κανένας ποτέ δεν πίστεψε πως θα μπορούσε να απαλλαγεί ο Ποσειδώνας από τα καθήκοντά του, εξαρχής είχε οριστεί ο θεός των θαλασσών και εκεί θα παρέμενε.

Με ποιον τρόπο επιτελεί ο Ποσειδώνας το καθήκον της διαχείρισης των θαλασσών, σύμφωνα με το Κείμενο 3; Πώς κρίνεις εσύ τη στάση που τηρεί απέναντί του ο αφηγητής του κειμένου; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο και να εκθέσεις και την προσωπική σου άποψη σε 150-200 λέξεις. 

Απάντηση

Στο Κείμενο 3 ο Ποσειδώνας παρουσιάζεται να διαχειρίζεται τις θάλασσες σαν σύγχρονος δημόσιος υπάλληλος που αισθάνεται αλλοτριωμένος από το αντικείμενο της εργασίας του και βαριέται τη ρουτίνα της γραφειοκρατίας. Συγκεκριμένα, ο αφηγητής δηλώνει σε γ΄ ρηματικό πρόσωπο

  • ότι ο Ποσειδώνας παίρνει την εργασία του πολύ στα σοβαρά («έπαιρνε τα καθήκοντά του πολύ στα σοβαρά») ·
  • δεν εμπιστεύεται τους βοηθούς του και έτσι διαχειρίζεται όλο τον γραφειοκρατικό φόρτο μόνος του («έκανε ο ίδιος (έμφαση) όλες τις επαληθεύσεις») ·
  • δεν απολαμβάνει την εργασία του αλλά μόνο τη διεκπεραιώνει («Δεν μπορεί να πεις κανείς … του είχε ανατεθεί») ·
  • έχει προβεί σε ενέργειες για να του ανατεθεί κάτι πιο ευχάριστο («και μάλιστα .., εργασία»: εδώ προσοχή στον ελεύθερο πλάγιο λόγο «όπως δήλωνε») ·
  • τελικά δεν έγινε κατορθωτό να βρεθεί κάτι άλλο γι’ αυτόν, εφόσον ο «μέγας Ποσειδώνας» (ειρωνική η χρήση του επιθέτου) είναι και παραμένει δέσμιος του ονόματος και του ρόλου του (αλλά όταν … μία θέση εξουσίας»: προσοχή στο γ΄ πληθυντικό πρόσωπο της απροσδιοριστίας: να του βρουν / να του αναθέσουν → Ποιοι; Το απρόσωπο γραφειοκρατικό σύστημα δεν χρειάζεται υποκείμενα, γι’ αυτό και ο αφηγητής δεν τα αναφέρει).

Ο αφηγητής τηρεί στάση ειρωνική απέναντι στον Ποσειδώνα, όπως προκύπτει από τον διάχυτο σαρκασμό, ο οποίος γίνεται αντιληπτός από την ειρωνική χρήση λέξεων και φράσεων (υπολογισμοί όχι μικρότεροι παρά μονάχα πιο μικροπρεπείς // ο μέγας Ποσειδώνας // για να τον κυριεύσει ναυτία, να αναστατωθεί η θεϊκή του ανάσα και να αρχίσει να κλυδωνίζεται η ηρωική του κορμοστασιά κ.λπ.) αλλά και από τις εκφράσεις βεβαιότητας που επιλέγονται για να προσδιοριστούν τα θεϊκά καθήκοντα («εξαρχής είχε οριστεί ο θεός των θαλασσών και εκεί θα παρέμενε»).

Περαιτέρω, η προσωπική άποψη των μαθητών / μαθητριών διατυπώνεται ελεύθερα, ανάλογα με τον παραστατικό κύκλο και τα βιώματά τους. Επισημαίνεται μόνο ότι ολόκληρο το κείμενο αποτελεί μία πικρή αλληγορική μεταφορά της μυθολογίας στον σύγχρονο κόσμο: από τον πανίσχυρο και απρόσωπο μηχανισμό της γραφειοκρατίας δεν εξαιρούνται ούτε οι θεοί!

 

 

 

Η κιβωτός του Νώε

Το ποίημα είναι του Ανδρέα Εμπειρίκου και ανήκει στη συλλογή «Τέσσερα ποιήματα για τον γυιό μου Λεωνίδα, όταν ήταν μικρό παιδί», ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ Ή Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ, (Αθήνα: 1984, εκδ. Άγρα)..

 

Ήταν ανάγκη ως φαίνεται να έρθουν τα νερά                                                            1

Έτσι εμάζεψε ο Νώε τα παιδιά του

Και όλα τα ζώα της πλάσεως όλα τα πετεινά

Και όλα τάβαλε στην αγκαλιά του

Όμως απ’ όλα πρώτον έβαλε μέσ’ στην καρδιά του την αγάπη                                5

Κι έτσι εφάνη το Αραράτ και το κλαρί που εκόμισε[5] το περιστέρι

Δόξα λοιπόν στα χέρια του

Δόξα στα γένεια του

Και δόξα μεγάλη στην καρδιά του.                                                                            9

 

Ποια στάση φαίνεται να έχει το ποιητικό υποκείμενο απέναντι στον Νώε και πώς αυτή αναδεικνύεται στο Κείμενο 3; Πιστεύεις ότι χρειαζόμαστε έναν σύγχρονο Νώε; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο σε 150-200 λέξεις.                                        

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο υιοθετεί απέναντι στον Νώε στάση βαθιάς εκτίμησης, έντονα επαινετική, που φτάνει μέχρι τη δοξολογία και τον ύμνο. Πιο συγκεκριμένα,

  • στον στ. 4 το ποιητικό υποκείμενο τονίζει, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι ο Νώε προέβη στην υπέρτατη πράξη προστασίας όλων των ζωντανών πλασμάτων («όλα τά ‘βαλε στην αγκαλιά του»: υπερβολή). Η έμφαση στη θετική αυτή αξιολόγηση φαίνεται και από την παρουσίαση του Κατακλυσμού ως αναγκαστικού αιτίου που οδηγεί τον Νώε στην πράξη της προστασίας («Ήταν ανάγκη», στ. 1- «Έτσι», στ.2) και από την επανάληψη του «όλα»(στ. 3-4) ·
  • στον στ. 5 το ποιητικό υποκείμενο προβάλλει ως κινητήριο δύναμη της πράξης του Νώε, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, την αγάπη (Όμως απ’ όλα πρώτον έβαλε μέσ’ στην καρδιά του την αγάπη: μεταφορά) και
  • στον στ. 6 η επιβίωση και η σωτηρία των ανθρώπων και των ζώων (το Αραράτ και το κλαρί: μετωνυμία) προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής της αγάπης («Έτσι»). Με βάση αυτές τις αξιολογήσεις, και ως αποτέλεσμά τους, στους τρεις τελευταίους στίχους το ποιητικό υποκείμενο προχωρεί στη δοξολογία – ύμνο του Νώε (στ. 7-9, επανάληψη της λέξης «δόξα») που μοιάζει με προσευχή αλλά περιλαμβάνει και στοιχεία χιούμορ (στ. 8).

Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση αναμένεται να είναι καταφατική, σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, ανάλογη με τον παραστατικό κύκλο και τα βιώματα των μαθητών / μαθητριών.

 

Η μονοσήμαντη φύση

Το ποίημα είναι της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ (1939-2020) και περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποίηση 1963-2011» (Αθήνα 2014: Εκδόσεις Καστανιώτη).

 

H φύση με ρομαντική μονοτονία                                           1

σχεδιάζει την άνοιξη της ζωής μας

αντιγράφοντας τα δικά της εφηβικά όνειρα.

Λουλούδια, λουλούδια με λίγες διαφορές

στο χρώμα, τη στιγμή άνθισης                                               5

που με την κίνησή τους σημαίνουν

την ευγενική καταγωγή κάποιου κήπου

ή την αγριάδα της βλάστησης.

Αέρηδες ταξιδεύουν

μαλλιά ανεμίζουνε                                                                  10

στήθη ξανοίγονται στον ήλιο

κι αμέσως στεγνώνουν τα χνάρια απ’ τα φιλιά.

Άνοιξη, τόσο κοντά στην αρχή

πράσινο, μέλισσες

νεανική πάντα του σύμπαντος η φωνή.                                  15

Αλλ’ όμως τι μονοτονία, τι πλήξη

όλο αυτό το ακατάσχετο φως της ζωής

που να κόβεται ποτέ σου δεν θα δεις

κι όσο επαναλαμβάνεται

τόσο το ευγνωμονείς.                                                             20

 

 

Ποια επίδραση ασκεί η φύση στον άνθρωπο και ποια η ανταπόκριση του ανθρώπου, σύμφωνα με το Κείμενο 3; Ποια η προσωπική σου άποψη; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο αποδίδει λυρικά και με ποικίλα εκφραστικά μέσα την επίδραση της φύσης στον άνθρωπο:

  • η φύση διαμορφώνει τον άνθρωπο, τον εξελίσσει, τον κάνει «ν’ ανθίζει» (στ. 1-3 μεταφορά και προσωποποίηση) ·
  • η φύση προσδιορίζει τις ομοιότητες, εφόσον όλοι είμαστε όμορφοι τη στιγμή της άνθισης (όλοι οι άνθρωποι είναι λουλούδια στον κήπο της φύσης, με «λίγες διαφορές στο χρώμα», στ. 4-5 μεταφορές), αλλά και τις διαφορές (οι χαρακτήρες εκδηλώνονται είτε με ευγένεια και διακριτικότητα – στ. 6-7 – είτε με αμεσότητα και με ένταση – στ. 8, αλυσιδωτές μεταφορές)·
  • η φύση εκθέτει τον άνθρωπο σε ερεθίσματα (στ. 9-11, μεταφορικές εικόνες και σύμβολα) και αλλαγές / δεν του αφήνει περιθώριο για πολλούς συναισθηματισμούς (στ. 12, οπτική εικόνα) ·
  • η φύση / ολόκληρος ο περιβάλλων κόσμος μένει πάντα νέος (στ. 13-14 συμβολικός λόγος, αλληγορία) και πάντα ανανεώνεται (στ. 15, προσωποποίηση).

Η ανταπόκριση του ανθρώπου στην επίδραση της φύσης αισθητοποιείται από το ποιητικό υποκείμενο ως αντιφατική:

  • από τη μία το σταθερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο της φύσης (στ. 17-18 με τη βασική μεταφορά «το ακατάσχετο φως της ζωής») θεωρείται από τον άνθρωπο δεδομένο και τυπικό μέχρις αδιαφορίας (στ. 16, υπερβολή: «τι μονοτονία, τι πλήξη»)
  • από την άλλη όμως ο άνθρωπος αυτό ακριβώς το επαναλαμβανόμενο στοιχείο ευγνωμονεί, διότι αυτό σημαίνει ζωή (στ.19-20).

Οπωσδήποτε στην απάντηση των μαθητών / μαθητριών δεν αναμένονται οπωσδήποτε τα παραπάνω στοιχεία, και μάλιστα στο σύνολό τους. Ο καθένας / η καθεμία, ανάλογα με τον παραστατικό του / της κύκλο, διαμορφώνει προσωπική ερμηνεία του ποιήματος και προσωπική θέση.

 

Επίλογοι στο πρώτο βιβλίο

Το πεζογράφημα που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χατζή «Το διπλό βιβλίο» (1977, Αθήνα: Καστανιώτης), στο οποίο αποδίδονται όψεις της ζωής των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο κεντρικός ήρωας – ο Κώστας – αφού εγκατέλειψε την εργασία του ως μαραγκού στην Ελλάδα λόγω των συνθηκών και αφού εργάστηκε για πέντε χρόνια στη Γερμανία, βρίσκεται ξαφνικά άνεργος.

 

Τελευταία φορά περνάω την πόρτα του ΑΟΥΤΕΛ – είναι σα να ’κλεισε πίσω μου. Τέλος – είμαι στο δρόμο. Απέναντί μου είναι ο σταθμός των σιδηροδρόμων. Η πίσω πόρτα του. Πηγαίνω ως εκεί, κάθομαι λίγο πιο πέρα απ’ την πόρτα, πάνω σε ένα κασόνι. Μπροστά μου – φάτσα, το ΑΟΥΤΕΛ. Απάνω μας πέφτει στην ευθεία η μεγάλη λεωφόρος – που δεν φτάνει εδώ. Όλη η γερμανική μου ζωή. Πίσω μου τα τραίνα, ο μεγάλος κόσμος – ανύπαρκτος. Μπροστά μου αυτό το ΑΟΥΤΕΛ – ανύπαρκτο τώρα και αυτό. Στην ευθεία, η μεγάλη λεωφόρος – δε φτάνει ως εδώ.

Είμαι στο δρόμο – και δρόμο δεν έχω κανέναν. Κάθομαι σ’ αυτό το κασόνι, πουθενά δεν έχω να πάω – ένας χαμάλης απολυμένος από τη δουλειά του, ένας άνεργος Έλληνας μετανάστης στη Γερμανία. Έχω και το βιβλιάριο εργασίας στην τσέπη. Ξυλουργός, λέει, για την Ελλάδα όπως είχα δηλώσει και δεν πιάνεται – ανειδίκευτος για τη Γερμανία. ….

Σκέφτομαι εδώ, τα ξανασκέφτομαι όλα, θέλω να τα σκεφτώ. Στην Ελλάδα να ξεκινήσω να πάω πίσω, δεν θέλω. Έτσι το ’πα και φεύγοντας, έτσι το ξανάπα πολλές φορές εδώ, έτσι το σκέφτηκα και με την άδεια. Η Ελλάδα για μένα θα πει το ξυλάδικο. Δεν ξαναγυρίζω ζωντανός στο ξυλάδικο.

Εδώ; πέντε χρόνια το σκέφτομαι κάθε μέρα, είμαι το ξένο το σώμα. Είμαι και δεν είμαι. Περαστικός είμαι εδώ – για κάπου – για πού; Πού είναι ο κόσμος, ποιος είναι ο δικός μου; Εγώ πέντε χρόνια τώρα, δεν τον είδα. Σκέφτηκα, ξανασκέφτηκα με το μικρό το μυαλό μου, άκουσα και τους άλλους, προσπάθησα να τον δω – και δεν είδα τίποτα. Οι τζαμαρίες είναι μπροστά μου, δεν βλέπεται ο κόσμος αυτός, ο σημερινός ο δικός μας. Οι άλλοι, από την άλλη μεριά – κι αυτοί δεν βλέπονται. Τα πρόσωπά τους μου ξεφεύγουν. Όσους είδα, λαθεμένα τους είδα. … Και σκέφτομαι, ξανασκέφτομαι εδώ. Κόμματα, βιβλία, φυλλάδες, εφημερίδες, σοφοί και φιλόσοφοι, σοφίες όσες κι αν πεις – κι εμένα μια λέξη σωστή, να μου πει τι να κάνω τούτη την ώρα, δεν είναι κανένας.

Κάθομαι εδώ σ’ αυτό το κασόνι και μου φαίνεται, δε θα σηκωθώ ποτές από δω. Στο τέλος, λέω, θα με φορτώσουν και μένα μαζί μ’ αυτό το κασόνι, θα με κλείσουνε σε κανένα βαγόνι – έτσι θα φτάσω να τον βρω το μεγάλο τον κόσμο. Και χωρίς να κάνω τίποτα πάλι.

 

Πώς βιώνει ο ήρωας του Κειμένου 3 την εργασιακή και κοινωνική του κατάσταση; Πώς ερμηνεύεις εσύ τις σκέψεις και τα συναισθήματά του; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο (150-200 λέξεις).

Απάντηση

 

Ο ήρωας του Κειμένου 3

  • αισθάνεται ότι βρίσκεται σε αδιέξοδο, ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν τόπος να σταθεί («ο μεγάλος κόσμος – ανύπαρκτος» / «το ΑΟΥΤΕΛ – ανύπαρκτο τώρα και αυτό» / «η μεγάλη λεωφόρος – δεν φτάνει ως εδώ»: μικρές κοφτές προτάσεις, παρατακτική σύνδεση, εμφατική χρήση του επιθέτου) ·
  • νιώθει ακινητοποιημένος, επειδή δεν μπορεί ούτε να προχωρήσει στη ζωή του ούτε όμως επιθυμεί να γυρίσει πίσω («είμαι στον δρόμο – και δρόμο δεν έχω κανέναν»: μεταφορά και μετωνυμία / «Στην Ελλάδα … δεν θέλω. / Η Ελλάδα για μένα θα πει το ξυλάδικο. / Δεν ξαναγυρίζω ζωντανός στο ξυλάδικο»: α΄ ενικό πρόσωπο, εξομολογητικός τόνος, εσωτερικός μονόλογος, κατηγορηματικότητα) ·
  • σκέπτεται ότι δεν ανήκει πουθενά, είναι απόκληρος από παντού και, επιπλέον, γνωρίζει ότι είναι ξένος και του φέρονται όπως στους ξένους(«Περαστικός είμαι εδώ – για κάπου – για πού; Πού είναι ο κόσμος, ποιος είναι ο δικός μου;»: ρητορικά ερωτήματα, έκφραση έντονου προβληματισμού) ·
  • αισθάνεται μοναξιά και απομόνωση και βιώνει την περιθωριοποίηση και την έλλειψη καθοδήγησης στη μεγάλη ξένη χώρα(«Οι τζαμαρίες είναι μπροστά μου δεν βλέπεται ο κόσμος αυτός, ο σημερινός ο δικός μας»: αξιοποίηση συμβόλου, συνυποδήπωση / ·«κι αυτοί δεν βλέπονται» : επανάληψη για λόγους έμφασης / «κι εμένα μια λέξη σωστή … δεν είναι κανένας»: αντιδιαστολή για έμφαση)
  • στο τέλος του κειμένου βιώνει και εκφράζει απόλυτη παθητικότητα για το μέλλον και τις προοπτικές του («θα με φορτώσουν με το κασόνι»).

Η προσωπική ερμηνεία είναι ανάλογη, προφανώς, με την ιδιοσυγκρασία, τις εμπειρίες και τα βιώματα των μαθητών / μαθητριών, αναμένεται ωστόσο να τονιστεί ότι η ανεργία και η φτώχεια οδηγεί στην αποτελμάτωση και την περιθωριοποίηση.

 

[1] Περιοχή της Τυνησίας

[2] Στο πρωτότυπο υπάρχει και ο χαρακτηρισμός «φώκια» που έχει εξαιρεθεί.

[3] Το νυφικό δωμάτιο (από τους ελληνιστικούς χρόνους έχει επικρατήσει αυτή η σημασία)

[4] Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ ήταν Γερμανός δραματουργός, σκηνοθέτης και ποιητής του 20ού αιώνα. Θεωρείται ο πατέρας του «επικού θεάτρου». Με την άνοδο του Ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία αυτοεξορίστηκε ως το 1948.

[5]Που έφερε

 

 

 

 

ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ (απόσπασμα)

Από το βιβλίο με ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου «Ποιήματα ΣΤ΄: Τέταρτη διάσταση (1956–1972)» (25η έκδ. Αθήνα: Κέδρος. ΑΘΗΝΑ, ΣΙΚΥΩΝ, ΗΡΑΙΟΝ, ΣΑΜΟΣ, Δεκέμβρης 1966 – Οχτώβρης 1970).

 

Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε

να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς. Και καθένας μας

μονάχα τα δικά του λόγια ακούει. Τι σημασία έχουν τα λόγια; Μόνο η πράξη

μετριέται και μετράει, — όπως τόνιζες πάντα. […]

 

Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα

να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα

δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε

τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης

σε μια πάγχρυση θάλασσα· — μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε

για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.

 

Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως είμαι ένας ήσυχος νεκρός που κοιτάζει

εμένα τον ίδιο να υπάρχω· παρακολουθεί με τ’ άδεια του μάτια

την κίνησή μου, τις χειρονομίες μου· […]»

 

 

Ποιο είναι το βασικό ερώτημα που αναδεικνύεται στο Κείμενο 3; Να απαντήσεις αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες. Γιατί οι διαπιστώσεις στις οποίες προβαίνει ο αφηγητής είναι επίκαιρες στις μέρες μας; (150 περίπου λέξεις)

 

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία τα εξής:

  • προβληματισμός για την ουσία της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων: δεν ακούμε πραγματικά τον άλλον, απλώς βιαζόμαστε να διατυπώσουμε τις δικές μας σκέψεις, τις δικές μας αγωνίες,
  • προβληματισμός για τους λόγους που οδηγούν τους ανθρώπους στη βιασύνη αυτή, που τους στερεί τη δυνατότητα της ενδοσκόπησης και τους κάνει να βιώνουν επιφανειακά τη ζωή,
  • διαπίστωση ότι η επιθυμία να γίνουμε αποδεκτοί από το κοινωνικό σύνολο αποστερεί τη χαρά της αναζήτησης, της ελεύθερης περιδιάβασης στην ομορφιά της ζωής,
  • αναζητάμε τη δόξα, τη φήμη και επιτεύγματα που φαίνονται αποδεκτά, χωρίς να εστιάζουμε σε επιλογές ουσιώδεις και βαθύτερης αξίας για εμάς τους ίδιους,
  • οι παραπάνω επιλογές, που ξεπερνούν τους περιορισμούς του χωροχρόνου, οδηγούν στην αλλοτρίωση, την πλήρη αποξένωση του ατόμου από τον αληθινό του εαυτό, την απονέκρωση συναισθημάτων και την πλήρη απογοήτευση για την πορεία της ζωής του.

Κειμενικοί δείκτες (τρεις επαρκούν):

  • παρενθετικές προτάσεις που συμπληρώνουν επεξηγηματικά και διευκρινίζουν τα νοήματα: «— σα να βιάζεσαι. Μα, ναι, όλοι βιαζόμαστε/ να σταματήσει ο άλλος, να μιλήσουμε εμείς.», «— όπως τόνιζες πάντα.», «— μια μικρή τριήρης/ σε μια πάγχρυση θάλασσα·»
  • ρητορική ερώτηση που ευαισθητοποιεί περαιτέρω για τη σημασία των έργων: «Τι σημασία έχουν τα λόγια;»
  • περιγραφή με οπτική και ακουστική εικόνα, για να αποδώσει την ιδανική επιλογή για κάθε άνθρωπο, προκειμένου να βρεθεί πιο κοντά στην αυτογνωσία: «μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε/ τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα — μια μικρή τριήρης/ σε μια πάγχρυση θάλασσα·»
  • εναλλαγές ρηματικών προσώπων → α΄ και β΄ ενικό πρόσωπο που προσδίδει αίσθηση διαλογικότητας, ύφος άμεσο και οικείο, πιο προσιτό προς τον αναγνώστη: «Θαρρώ πως δε μ’ ακούς· — σα να βιάζεσαι», «μου φαίνεται πως είμαι» και α΄ πληθυντικό πρόσωπο που προσδίδει καθολικότητα στα λεγόμενα του ποιητικού υποκειμένου: «αφήσαμε», «ν’ αρμενίζαμε».

Ανάλογα με τον/την παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης/πρόσληψης, ο/η μαθητής/-τρια αναπτύσσει τεκμηριωμένα την επικαιρότητα των νοημάτων του ποιήματος.

 

 

 

 

Αντικείμενα

Το ποίημα είναι της Δήμητρας Καραφύλλη, ανήκει στην ποιητική συλλογή «Τελευταία χάρη», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2014

 

Από αφετηρία σε τέρμα                                                                                  1

το μετρό μεταφέρει μάτια.

Όπου γυρίσεις μάτια

λογής –λογής.

Χιλιάδες μάτια, πρόσωπα, κορμιά.                                                                5

Δάσος ολόκληρο

φορτωμένο καρπούς με ρολόγια

και αντικείμενα αποκαλούμενα προσωπικά.

Τι χρειάζονται τόσα αντικείμενα;

 

Τον συρμό συνοδεύει μια φωνή.                                                                     10

Προσέχετε τα προσωπικά σας αντικείμενα.

Να λοιπόν τι χρειάζονται τα αντικείμενα. 

Επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα των ματιών

και αντιστρόφως.

 

Ποια σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στον ανθρώπινο παράγοντα και τα άψυχα αντικείμενα κατά τις καθημερινές μεταφορές με το μετρό; Πώς σχολιάζει το ποιητικό υποκείμενο αυτή τη σχέση και ποια είναι η δική σου γνώμη; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο σε 150-200 λέξεις. 

Απάντηση

Οι καθημερινές μεταφορές με το μετρό είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο αισθητοποιείται άμεση και στενότατη σχέση ανάμεσα στον ανθρώπινο παράγοντα και στα άψυχα αντικείμενα. 

  • Ο ανθρώπινος παράγοντας εκπροσωπείται από τα μάτια, τα πρόσωπα, τα κορμιά που παρουσιάζονται ως χιλιάδες (στ. 5, αλυσιδωτές μετωνυμίες)
  • είναι παντού (στ. 3)
  • και διαθέτουν μεγάλη ποικιλία (στ. 4: λογής – λογής, λεξιλογικός δείκτης έμφασης),
  • μοιάζουν με ολόκληρο δάσος που τα δέντρα του έχουν ως καρπούς τα αντικείμενα (στ. 6-8, παρομοίωση και μεταφορά).

Το ποιητικό υποκείμενο σχολιάζει με έμφαση ότι τα αντικείμενα που ανήκουν στους επιβάτες του μετρό είναι προσωπικά (στ. 8, εμφατική τοποθέτηση του επιθέτου στο τέλος) και αναρωτιέται ποια χρησιμότητα έχουν (στ. 9), και, υπό την έννοια αυτή, ποια είναι η σχέση τους με τα ανθρώπινα υποκείμενα. 

Στους επόμενους στίχους δίνεται η απάντηση από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο: Τα προσωπικά αντικείμενα χρειάζονται επειδή αντιστοιχούν στα πρόσωπα, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη των προσώπων, την αναγκαιότητα της παρουσίας τους (στ. 12-13), και, αντιστρόφως, (στ. 14, εμφατική τοποθέτηση του επιρρήματος), τα πρόσωπα πιστοποιούν την ύπαρξη και την αναγκαιότητα των αντικειμένων. Η μορφή της ερωταπόκρισης αισθητοποιεί αυτή τη στενότατη σχέση, σχεδόν ταύτιση, ανάμεσα στα άψυχα και τα έμψυχα στο μαζοποιημένο πλήθος των επιβατών του μετρό. Γι’ αυτό και η φωνή που συνοδεύει τον συρμό (άλλος ανθρώπινος παράγοντας, στ. 10, μετωνυμία) επικαλείται τα προσωπικά αντικείμενα για να προειδοποιήσει τους επιβάτες να προφυλαχτούν από κλοπές (στ. 11). 

 

Οι μαθητές και οι μαθήτριες μπορούν και πρέπει να εκφράσουν την προσωπική τους άποψη ελεύθερα, αναλόγως των βιωμάτων και των εμπειριών τους.  

 

Ο ποιητής και το ποίημα 

Το ποίημα είναι του Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008) και περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Τα ποιήματα, 1943-2008» (Αθήνα, 2017: εκδ. Κίχλη). 

 

I

Ξαφνικά το ποίημα σκόνταψε                                                            1

κι έπεσε πάνω στ’ αγκάθια. 

Το κοίταξε σχεδόν αδιάφορος 

είχε κουραστεί πια να το προσέχει.

Την ίδια νύχτα στον καθρέφτη                                                           5

Είδε το σώμα του γεμάτο αγκάθια.  

 

II

 

Χιόνιζε. Το ποίημα ξεπαγιασμένο 

του χτύπησε την πόρτα. 

Έτρεξε και του άνοιξε, το πήρε 

και το ζέστανε στην αγκαλιά του.                                                      10

Μα σαν ζεστάθηκε άρχισε να τον τυλίγει 

γύρω στον λαιμό και να τον πνίγει. 

 

IV

 

Σ΄ αγαπώ είπε στο ποίημα 

και το αγκάλιασε παράφορα.                                                                           

Εκείνο δε μίλησε.                                                                               15

Τον φίλησε στο στόμα ξέροντας 

Πως πάντα το ξεχνούσε 

για χίλια άλλα ποιήματα. 

 

Ποια σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα στον ποιητή και στο ποίημα, με άλλα λόγια ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημά του; Να απαντήσεις με στοιχεία από το Κείμενο 3 και να εκθέσεις και την προσωπική σου άποψη σε 150-200 λέξεις.

 

Απάντηση

Το ποίημα του Γ. Παυλόπουλου «Ο ποιητής και το ποίημα» αποδίδει αλληγορικά τη στενή σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημά του. Με βασικούς κειμενικούς δείκτες τη χρήση γ΄ ενικού προσώπου και την προσωποποίηση του ποιήματος, που διατρέχουν ολόκληρο το κείμενο, αισθητοποιείται η αλληλεξάρτηση δημιουργού και δημιουργήματος, μέχρι του σημείου η ύπαρξη του ενός να μη μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς την ύπαρξη του άλλου. Στο πλαίσιο αυτό: 

  • Στην α΄ στροφική ενότητα (στ. 1-6) εικονίζεται η αντανάκλαση του πλήγματος ή του πόνου του δημιουργήματος πάνω στον δημιουργό (προσοχή στην επαναφορά «πάνω στ’ αγκάθια», στ. 2 και «γεμάτο αγκάθια» στ. 6), εφόσον ο δημιουργός βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη και αντικρίζει το δημιούργημά του.
  • Στη β΄ στροφική ενότητα (στ. 7-12) υποδεικνύεται ότι η αλληλεξάρτηση μπορεί να λάβει και αρνητική χροιά, εφόσον η διατήρηση και η προστασία του δημιουργήματος μπορεί να πάρει και την απόχρωση της παγίδευσης και της τυραννίας του δημιουργού, όταν αυτό που έφτιαξε αυτονομείται και απειλεί να τον καταστρέψει (προσοχή στα ισχυρά μεταβατικά ρήματα δράσης «τυλίγει» και «πνίγει», στ. 11 και 12).
  • Στη γ΄ στροφική ενότητα (στ. 13-18) αισθητοποιείται μία άλλη πλευρά της σχέσης δημιουργού και δημιουργήματος: Ο δημιουργός αγαπά το έργο του με ειλικρίνεια, ωστόσο δεν του είναι πιστός διότι, αν είναι αληθινός δημιουργός, αισθάνεται την ανάγκη να δημιουργήσει και άλλα έργα και να διατηρήσει την ίδια ακριβώς σχέση μαζί τους. Το δημιούργημα το γνωρίζει αυτό και το αποδέχεται ως πραγματικότητα (ιδιαίτερη προσοχή στους ιστορικούς χρόνους των ρημάτων που διατρέχουν τους στίχους – αγκάλιασε, μίλησε, φίλησε, ξεχνούσε – εμφανίζοντας τον κύκλο της αγάπης και της απόρριψης ως κάτι επαναλαμβανόμενο αλλά και ολοκληρωμένο στο παρελθόν).

 

Στην ελεύθερη απάντηση οι μαθητές / οι μαθήτριες αναμένεται να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις, για όποιο πεδίο της δημιουργικότητας του ανθρώπου επιθυμούν, με βάση τα ερεθίσματα και τα βιώματά τους. 

 

Η πόλη

Το ποίημα ανήκει στον Yuan Choueï P’aï, κινέζο ποιητή του 20ού αιώνα, και έχει δημοσιευτεί στην ανθολογία «Κινεζική Ποίηση» (Αθήνα 19823: εκδ. Πλέθρον) σε μετάφραση της Α. Τσακνιά.  

 

Η πόλη περιμένει μπροστά σας·                                                                                 1

έχει τη μυρωδιά των μαγειριών 

έχει τη μυρωδιά των τροχοφόρων, 

έχει τη σκόνη που σηκώνουν οι ρόδες των αυτοκινήτων, 

έχει καταστήματα και ψευδόμενες τοιχοκολλήσεις.                                                  5

 

Θα σας δεχτεί με τους θορυβώδεις δρόμους της,

με την ακατανοησία και την απιστία των ανθρώπων, 

με την απαθή καρδιά της

σαν άγριο ζώο που κάθεται στα πισινά του, 

η πόλη περιμένει μπροστά σας.                                                                                  10

 

Με ποιες ιδιότητες η πόλη δέχεται τον επισκέπτη της και γιατί; Εσύ πώς προσλαμβάνεις την πρόσκληση της πόλης να δοκιμάσεις τις προκλήσεις της; Να απαντήσεις με στοιχεία από το Κείμενο 3 και να εκθέσεις και την προσωπική σου άποψη σε 150-200 λέξεις.  

Απάντηση

Γενικά, η πόλη δέχεται τον επισκέπτη της σαν να τον περιμένει: απλώνεται στα μάτια του επισκέπτη / του κατοίκου και τον περιμένει να δεχτεί τις προκλήσεις της (στ. 1, προσωποποίηση της πόλης). Το ποιητικό υποκείμενο, μέσα σε λίγους στίχους, αποδίδει παραστατικά το συνονθύλευμα των πραγμάτων, των καταστάσεων, των συμπεριφορών που προσδιορίζουν τη ζωή σε μία (μεγάλη) πόλη. 

Ειδικότερα, από τη μια η πόλη διαθέτει ποικίλες μυρωδιές (φαγητά, τροχοφόρα στ.2-3), άφθονη σκόνη από τα αυτοκίνητα που περνούν (στ. 4, εικόνα), καταστήματα κάθε λογής και διαφημίσεις στους τοίχους που διαδίδουν ψεύδη (στ. 5). Όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως πρόκληση για τους ανθρώπους, ιδιαίτερα για τους νέους, που προέρχονται από απομακρυσμένες περιοχές και αισθάνονται ότι χρειάζονται περισσότερα ερεθίσματα στη ζωή τους. 

Από την άλλη μεριά, όμως, το ποιητικό υποκείμενο θεωρεί ότι η πόλη

  • πνίγεται στον θόρυβο (στ. 6) ·
  • έχει ανθρώπους που δεν κατανοούν (δεν μπορούν ή δεν θέλουν) και δεν είναι έμπιστοι ή δεν δείχνουν εμπιστοσύνη (στ. 7) ·
  • η ίδια είναι σκληρή, δεν συμμερίζεται τον πόνο (στ. 8) ·
  • με λίγα λόγια, μοιάζει με άγριο ζώο που καραδοκεί για να χιμήξει (στ. 9, παρομοίωση).

Με λίγα λόγια η πόλη δεν χαρίζεται σε κανέναν: όποιος επιλέξει να ζήσει σε αυτήν, προσωρινά ή μόνιμα, πρέπει να κατανοήσει ότι δεν είναι προστατευμένος και ότι τα ερεθίσματα που προσφέρει συμπορεύονται με δυσκολίες και προκλήσεις κάθε είδους. 

 

Για το β΄ ερώτημα η απάντηση είναι ελεύθερη. 

 

Κείμενο 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σπύρου Πλασκοβίτη Η κυρία της Βιτρίνας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα: 1990.

 

Όταν ο Νικίας Ζαβόλης έπιανε μια καινούρια ιδέα, το ‘βλεπες αμέσως στα μάτια του. Είχαν μια έξαψη, μια φλογίτσα μυτερή στη μέση της κόρης, σαν εκείνη της γάτας. Η Αγγελίνα το πρόσεξε πάλι σήμερα, πριν ακόμα ο ξενοδόχος καβαλήσει ανάποδα την απέναντί της καρέκλα με την ψηλή νησιώτικη ράχη και σέρνοντάς την έρθει έτσι πολύ κοντά στην Αγγελίνα κι ακουμπήσει το πηγούνι του στη ράχη της καρέκλας με μια έκφραση οικειότητας κι εμπιστοσύνης για την υπάλληλό του.

-Να, ότι είχα δίκιο που σου έλεγα πως μας χρειάζεται η μικρή! άρχισε. Εννοώ τη μουλάτρα του κυρίου Χαιρέτη. Σαν να το προαισθανόμουν… Αυτός, πιστεύω, θα είναι κι ο λόγος που της έγινες κολλητή αυτές τις μέρες – κάτι θα μάντεψες κι εσύ… ή κάνω λάθος; Καλά, καλά, μη με διακόπτεις! Έστω κι αν δεν είναι αυτός ο λόγος, η φιλία μας έρχεται στην ώρα της.

  • Δεν ξέρω τι νόμισες, διαμαρτυρήθηκε η Αγγελίνα, αλλά δε μ’ αρέσει να μου μιλούν έτσι.
  • Εντάξει, το παίρνω πίσω! Τότε λοιπόν; Θα υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση που τα παράτησες όλα με την πρώτη, για ν’ αφοσιωθείς στη σοκολατένια κούκλα του κύριου κυβερνητικού. Μα δεν το λέω για να σε θίξω…
  • Εσύ δε με παρακάλεσες;
  • Κι έδειξες αμέσως τόση προθυμία! Φυσικό δεν ήταν λοιπόν να υποθέσω πως με είχες καταλάβει; Αν όχι, θα πρέπει να υπήρχε κάποιο δικό σου ενδιαφέρον, γιατί να σ’ ενοχλεί;

 

Να ερμηνεύσεις τα κίνητρα της φιλικής σχέσης για την οποία γίνεται λόγος στο Κείμενο 3, αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η επικαιρότητα των νοημάτων του κειμένου; (150-200 λέξεις) 

 

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

 

Τα κίνητρα της φιλικής σχέσης που περιγράφεται στο απόσπασμα είναι ιδιοτελή και απορρέουν από το συμφέρον των ηρώων, καθώς η έγχρωμη κοπέλα με την οποία συνδέονται φιλικά είναι η αγαπημένη ενός μέλους της κυβέρνησης και προφανώς καλού πελάτη του ξενοδοχείου.

Κειμενικοί δείκτες: Ο διάλογος ανάμεσα στον Νικία Ζαβόλη και την Αγγελίνα, η μεταφορά και η παρομοίωση (το ‘βλεπες αμέσως στα μάτια του. Είχαν μια έξαψη, μια φλογίτσα μυτερή στη μέση της κόρης, σαν εκείνη της γάτας), ειρωνεία (- Κι έδειξες αμέσως τόση προθυμία! Φυσικό δεν ήταν λοιπόν να υποθέσω πως με είχες καταλάβει; Αν όχι, θα πρέπει να υπήρχε κάποιο δικό σου ενδιαφέρον, γιατί να σ’ ενοχλεί; ) κ.ά. 

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τα βιώματα που συνιστούν τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης, μπορεί να τοποθετηθεί ως προς την επικαιρική διάσταση του θέματος του Κειμένου 3. 

 

ΕΙΔΙΚΟ ΒΑΡΟΣ

Το ποίημα είναι της Ντίνας Καραβίτη, στο βιβλίο Διαλαθόντα (Ποιήματα 1993-2007), εκδ. Κέδρος, Αθήνα: 2007.

 

Οι λέξεις δεν αντέχουν το ανάκουστο.

Όταν ο λόγος πνιγεί

μέσα σε άφωνες χορδές

εκλιπαρούν τη σκέψη

για μια μορφή.

Έστω σαν πράξη.

Έστω σαν γραφή.

Ακόμη και σαν νεύμα.

Θέλουν να ζήσουν.

Θέλουν να βρουν ξανά το βάρος τους.

Το ειδικό τους βάρος.

 

Τις τρομάζει η άφωνη σκέψη.

 

 

Ποια η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου για τις λέξεις; Να τεκμηριώσεις την απάντησή σου αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες και να εκφράσεις την προσωπική σου άποψη για το θέμα (150 – 200 λέξεις).

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

 

Οι λέξεις έχουν απωλέσει τον σημαίνοντα και λειτουργικό τους ρόλο. Δεν αποτελούν μέσο επικοινωνίας που βοηθά στο πλησίασμα και τη ρήξη με την ατομικότητα. Για αυτόν τον λόγο «εκλιπαρούν» για την απόκτηση μορφής με κάθε τρόπο. Αναζητούν την ταυτότητά τους – προφανώς τίθεται προς αμφισβήτηση- την ανάκτηση της αξίας , του κοινωνικοποιητικού τους ρόλου και του «ειδικού βάρους» που έχουν για την ανθρώπινη ύπαρξη. 

Κειμενικοί δείκτες: προσωποποίηση (οι λέξεις δεν αντέχουν… εκλιπαρούν… θέλουν να ζήσουν…κ.ά), μεταφορά(ο λόγος πνίγει), χρήση ειδικού λεξιλογίου (ειδικό βάρος), επανάληψη (έστω… έστω, θέλουν… θέλουν), χρήση ενεστώτα (δεν αντέχουν, πνίγει, εκλιπαρούν, τρομάζει…) κ.ά. 

 

Στο δεύτερο ερώτημα η προσωπική άποψη των μαθητών / μαθητριών διατυπώνεται ελεύθερα, ανάλογα με τον παραστατικό κύκλο και τα βιώματά τους.

 

Τα λεμόνια ήταν ακριβά

Γιώργος Ιωάννου, Η μόνη κληρονομιά, Κέδρος, Αθήνα 1982, σσ. 107-110.Με αφορμή τα σημάδια στον τοίχο ενός κτηρίου της Θεσσαλονίκης, τα οποία προέκυψαν ύστερα από τη ρίψη χειροβομβίδας κατά των Γερμανών που είχαν εκεί τα γραφεία τους, ο συγγραφέας θυμάται επώδυνες εμπειρίες από τα χρόνια της Κατοχής.

 

Εγώ που ξέρω πρόσωπα και πράγματα σ’ αυτή τη μουχλιασμένη πόλη και που προπάντων δεν ξεχνώ, όποτε περνώ απ’ την πιο κεντρική λεωφόρο, κοιτάζω πάντα σ’ ένα σπίτι γωνιακό, να δω αν φαίνονται ακόμα τα σημάδια, εκεί στον τρίτο όροφο κοντά στο δεύτερο μπαλκόνι. Είναι τώρα κάτι μπαλώματα στον τοίχο αδιόρατα σχεδόν, σουβάδες κάπως πιο καινούριοι, που όμως κανένα βάψιμο δεν έχει καταφέρει να τους αφομοιώσει εντελώς με την παλιά επιφάνεια. […]

Το σπίτι αυτό το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί στην Κατοχή. Μάλλον γραφεία είχαν στήσει, κάτι τέτοιο. Έβλεπες και πολλές στρατιωτίνες τους να μπαινοβγαίνουν, τις επηρμένες εκείνες «φροϋλάιν» με τις δυο αστραπές στο μανίκι και που με τους τρόπους τους σ’ έκαμναν να σκέφτεσαι πως, αν έπεφτες καμιά φορά στα χέρια τους, ήσουν χαμένος. (…)

Κάποτε, μεσημέρι θα ’ταν —έμοιαζε πάντως με απόγευμα— είδα κόσμο να στέκεται στις γωνίες κάτω απ’ το σπίτι και να μην αποφασίζει να προχωρήσει. Όλοι κοιτάζανε ψηλά στο τρίτο πάτωμα. Οι Γερμανοί, γυναίκες-άντρες, βρίσκονταν στα παράθυρα και γέλαγαν χοντρά, μολονότι δε φαινόταν τίποτε το αστείο. Μα, για τους κατακτητές εκείνους δεν ήταν ανάγκη να είναι κάτι αστείο για να γελούνε εις βάρος μας. Μήπως την άλλη φορά, όταν περνούσαμε απογευματάκι χιλιάδες λαός, γυρίζοντας τον Επιτάφιο του Αγίου Μηνά στους δρόμους, με χορωδίες, μουσικές και τον δεσπότη, δεν είχαν βγει όλοι τους απ’ τα γύρω σπίτια και δεν κρατούσαν την κοιλιά τους απ’ τα γέλια; Εμείς τότε κάναμε πως δε βλέπαμε και δεν ακούγαμε. Περάσαμε με σκυφτό το κεφάλι, ενώ η χορωδία έψελνε τα εγκώμια. Εδώ όμως δεν μπορούσες να περάσεις ούτε με σκυφτό το κεφάλι, κάτι το πολύ σοβαρό συνέβαινε. Κάποια στιγμή ένας πιτσιρίκος έτρεξε. Οι Γερμανοί αμέσως του πετάξανε με φόρα δυο τρία λεμόνια. Λεμόνια λοιπόν έριχναν στον κόσμο. Όμως ο μικρός ήτανε γρήγορος κι οι φαντάροι δεν ήθελαν για τέτοιο ασήμαντο στόχο να χαραμίσουν τα λεμόνια τους. Τα λεμόνια κύλησαν στο απέναντι πεζοδρόμιο, όπου βρίσκονταν μερικά ακόμα. Ο κόσμος κοίταζε μια τα λεμόνια μια τους Γερμανούς και δεν κινιόταν. Το πράγμα ήταν περίεργο σχεδόν˙ δεν έμοιαζαν τα λεμόνια αυτά για σάπια. Ύστερα, αποκλείεται να έχουν τη συνήθεια να πετούν αυτοί λεμόνια, όταν, όπως είναι γνωστό, στη χώρα τους τα εσπεριδοειδή τα βλέπουνε με το τηλεσκόπιο. Και μόνο τα εσπεριδοειδή; μήπως τα λαχανικά; Είχανε θεαθεί να τρων ωμές μελιτζάνες, αγγουρομάνες και σποριάρικα κολοκυθάκια. Μάλλον κανένα καΐκι με λεμόνια θα ’χαν κατασχέσει και κάποιος δικός μας χαφιές θα τους είχε δώσει την έμπνευση.

 

Να ερμηνεύσεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωα στο Κείμενο 3 για τη στάση των Γερμανών απέναντι στους Έλληνες. Με ποια εκφραστικά μέσα και στοιχεία της αφήγησης αποδίδονται; (τρεις τεκμηριωμένες αναφορές αρκούν) Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σού προκάλεσε η αφήγηση; (150-200 λέξεις)

 

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

 

Σκέψεις και συναισθήματα:

  • μελαγχολική αναπόληση αντικρίζοντας το σπίτι
  • απέχθεια, αποστροφή, μίσος για τους Γερμανούς
  • ενόχληση, αντιπάθεια για τις στρατιωτίνες
  • θυμός, οργή, δυσφορία για τα αναίτια γέλια των Γερμανών
  • αδυναμία ψυχική, φόβος, απογοήτευση, αποθάρρυνση στην εικόνα με την περιφορά του Επιταφίου
  • απορία, αμηχανία και ξάφνιασμα για το πέταγμα των λεμονιών κ.ά.

Εκφραστικά μέσα: χρήση εικόνων, εναλλαγή παροντικού και παρελθοντικού χρόνου, μικροπερίοδος λόγος, χρήση ερώτησης κ.ά. 

Περαιτέρω, η προσωπική άποψη των μαθητών / μαθητριών διατυπώνεται ελεύθερα, ανάλογα με τον παραστατικό κύκλο και τα βιώματά τους.

 

Η Κυρία Ντορεμί

Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της Λιλίκας Νάκου «Η Κυρία Ντορεμί», εκδόσεις Δωρικός. Στη σκηνική ενότητα πρωταγωνιστές είναι ο διευθυντής του Γυμνασίου (με καταγωγή από τη Ζάκυνθο) και η νεαρή καθηγήτρια (Ντορεμί).

  • Λοιπόν, δεσποινίς Κατερίνα, η δουλειά σας στο Γυμνάσιο είναι μπόλικη και φοβάμαιμήπως δεν τα βγάλετε πέρα. Καθώς βλέπετε, σας μιλώ καθαρά… Αρκεί να σας πω ένα μόνο: Κάθε τάξη έχει περίπου 150 μαθητές, όλο απείθαρχα αγόρια. Πρέπει να ξέρετε πως το Γυμνάσιό μας είναι αρρένων. Λοιπόν βάλτε με το νου σας τι γίνεται. Υπάρχουν έξι τάξεις, από 150 αγόρια η κάθε μια, γίνονται απάνω από χίλιοι μαθητές!… Θα έπρεπε να ‘χαμε χωροφύλακες να τα φυλάνε. Α, μου κάνει γελώντας ο κύριος Ρώμας[1]. Στις τελευταίες τάξεις θα έχετε μαθητές πιο μεγάλους όχι μόνο στο ανάστημα αλλά και στην ηλικία από σας!
  • Και πώς γίνεται αυτό, κύριε διευθυντά; ρώτησα με έκπληξη.
  • Θα σας εξηγήσω το γιατί, δεσποινίς, μη βιάζεστε… Τα παιδιά της έκτης, πολλές φορέςπαρά τη θέλησή τους, φτάνουν στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου την εποχή που τους παίρνουν στρατιώτες… Πάνε λοιπόν στο στρατό, τελειώνουνε τη θητεία τους, κι έπειτα έρχονται πίσω και ξαναμελετάνε, για να πάρουν αυτό το πολυπόθητο χαρτί του Γυμνασίου… Νομίζουν πως μ’ αυτό το απολυτήριο θα πετύχουν κανένα διορισμό στο Δημόσιο, να εξασφαλιστούν. Ενώ θα έπρεπε να υπάρχουν άλλες σχολές, πρακτικές, που να τους βοηθούν πολύ περισσότερο στη ζωή και να τους μαθαίνουν τέχνες. Αφήνουν λοιπόν τα κτήματά τους, τα χωράφια τους, για να κολλήσουν σε καμιά θεσούλα, είτε στην επαρχία είτε στην Αθήνα. Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι Κρητικοί, κι αν φύγουν για τις πολιτείες, στενοχωριούνται τόσο πολύ, που ξαναγυρίζουν στα χωριά τους, στα κτήματά τους… Αγαπούν, βλέπετε, πάνω απ’ όλα την ελευθερία τους, τα όπλα, τα τσακώματα, το κυνήγι στα βουνά, κι έτσι δε βαστάνε κλεισμένοι μέσα στα γραφεία. Γι’ αυτό εγώ τους αγαπώ μ’ όλα τα στραβά τους. Είναι σαν αγρίμια… Είδα με τα μάτια μου έναν πρώην μαθητή μου να γυρίζει από την Αθήνα, όπου τον είχαν διορίσει σε γραφείο. Μόλις ξαναπάτησε το πόδι του στο Ρέθυμνο, άρχισε να τρέχει σαν τρελός για να φτάσει στο χωριό του που ήταν απάνω στο βουνό! Μου φώναξε τρέχοντας: «Ίντα θαρρείς, δάσκαλέ μου; Βαστά τα’ αγρίμι μέσα στο κλουβί; Κάλλιο σαράντα μέρες νηστικός παρά να καλοτρώς και να ‘σαι στα δεσμά!…», μου έκανε. Αλλά για να ξανάρθουμε στην κουβέντα μας, δεσποινίς Κατερίνα, σας λέω πως δεν υπάρχουν στον κόσμο μαθητές πιο ατίθασοι, πιο άτακτοι από τους Κρητικούς. Όλο φασαρία και καζούρα κάνουν. Αλίμονο στο δάσκαλο που δε θα μπορέσει με το πρώτο να τους επιβληθεί… πάει, χάθηκε!…

 

Πώς ερμηνεύει ο διευθυντής του σχολείου τη συμπεριφορά των μαθητών, με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται στο Κείμενο 3 η ερμηνεία του και ποια η δική σου θέση για τον ρόλο του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς σου. (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Πώς ερμηνεύει ο διευθυντής του σχολείου τη συμπεριφορά των μαθητών: θεωρεί πως είναι εκ φύσεως παρορμητικοί, ανυπότακτοι και ζωηροί. Η επιρροή του περιβάλλοντος είναι καταλυτική επάνω τους.

Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδεται στο Κείμενο 3 η ερμηνεία του: παρομοίωση: Είναι σαν αγρίμια…, άρχισε να τρέχει σαν τρελός. Ασύνδετο σχήμα: Αγαπούν, βλέπετε, πάνω απ’ όλα την ελευθερία τους, τα όπλα, τα τσακώματα, το κυνήγι στα βουνά… Μεταφορά: Βαστά τ’ αγρίμι μέσα στο κλουβί;

Ο/Η μαθητής/-τρια καλείται να πάρει προσωπική θέση ανάλογα με τα βιώματα που συγκροτούν τον παραστατικό του κύκλο.

 

 

Μια νύχτα με τον Σπύρο Λούη

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το διήγημα της Έλενας Χουζούρη «Μια νύχτα με τον Σπύρο Λούη», στο βιβλίο «Κότινοι και στέφανοι, έντεκα διηγήματα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα: 2004.

Γύρισε ψόφια από την προπόνηση, αλλά ευχαριστημένη. Κάθε μέρα και οι επιδόσεις της ανέβαιναν. Κάθε μέρα και ο τελικός στόχος λες και της έκλεινε το μάτι: «Σου ‘ρχομαι, χρυσό μου, σου ‘ρχομαι», μουρμούριζε πριν τεντώσει το σώμα της και το αφήσει να τιναχτεί μπροστά. Τα μετάλλια και τα κύπελλα που είχε κερδίσει μέχρι σήμερα δεν της έφταναν. Ήθελε εκείνο το άλλο, το χρυσό. Ν’ ανέβει στο βάθρο, ψηλότερα απ’ όλες, και να το φορέσει. «Θα τα καταφέρω. Θα το πάρω. Πού θα μου πάει;», έλεγε και ξανάλεγε με τέτοια ένταση που ένιωθε να πονάει πίσω ο αυχένας της. Ο προπονητής της το ‘χε πάρει είδηση. «Χαλάρωσε», της είπε προχθές. «Δε χρειάζεται τόσο άγχος. Σε χαλάει. Το ‘χεις σίγουρο το χρυσό. Αλλά, αν είσαι έτσι στην τσίτα, τα βραχυκυκλώνεις τα πράγματα. Κουλ και αυτοπεποίθηση. Έλα μπράβο». Είχε δίκιο. Δεν έμενε πολύς καιρός μέχρι τον Αύγουστο κι έπρεπε να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της μέχρι το ακέραιο. Τα άγχη και τα τέτοια είναι σπατάλη. Σήμερα όμως τα πήγε τέλεια. Ενθουσίασε τους πάντες. Ο προπονητής τρελαμένος… «Είσαι και η πρώτη, κούκλα μου», σχεδόν ούρλιαζε. «Θα μας μείνει αυτός έτσι όπως κάνει», σκέφτηκε. Τον αντιμετώπισε σαν παιδί κι ας ήταν γέρος για τα γούστα της. «Χαλάρωσε», του είπε με τη σειρά της, σχεδόν στοργικά αλλά σίγουρα αφ’ υψηλού.

Αυτό το αφ’ υψηλού το ‘νιωθε έντονα σήμερα. Υπέροχο συναίσθημα. Πετάς κι οι άλλοι σε κοιτάνε σαν το όγδοο θαύμα. Έτσι ακριβώς ήθελε να πετάξει μέσα στο στάδιο τον Αύγουστο. Όχι απλώς να τρέξει. ΝΑ ΠΕΤΑΞΕΙ. Τελεία και παύλα. Όπως πέταξε κι εκείνος ο χωριάταρος ο φουστανελάς και τους κούφανε όλους. Κι έγινε θρύλος, ανέκδοτο, παροιμία, ό,τι θες τέλος πάντων, ποτέ δεν τα πήγαινε καλά με τη γραμματική. Ο Σπύρος Λούης. Τι κόλλημα έχει τέλος πάντων μ’ αυτόν;

Πώς να μην είχε. Σχεδόν απ’ τα μπουσουλίσματα άκουγε γι’ αυτόν στο σπίτι. Ούτε της οικογένειας να ‘ταν. Όταν μεγάλωσε κάπως, ρώτησε κι έμαθε. Εντυπωσιάστηκε. Άσε που ζήλεψε κιόλας. Τον σκεφτόταν να μπαίνει στο Στάδιο και να το σηκώνει όλο στο πόδι κι ανατρίχιαζε.

Στο Κείμενο 3 αποκαλύπτεται μια ανθρώπινη κατάσταση. Να την παρουσιάσεις και να την ερμηνεύσεις με βάση τρεις κειμενικούς δείκτες. Παράλληλα, να εκφράσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις που σου προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου. Η έκταση του ερμηνευτικού σχολίου σου να είναι 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Η ανθρώπινη κατάσταση που παρουσιάζεται στο Κείμενο 3 είναι η αγωνία και ο αγώνας μιας αθλήτριας να κατακτήσει την πρωτιά στο άθλημά της.

Η ενασχόληση με τον πρωταθλητισμό ενέχει στο στοιχείο του ανταγωνισμού και της διεκδίκησης τίτλων που τεκμηριώνουν την εναγώνια και κοπιαστική προσπάθεια του αθλητή. Η ύπαρξη προτύπων αποτελεί κίνητρο για τους νέους αθλητές να κατακτήσουν τη δόξα. Η αθλήτρια του κειμένου έχει ως πρότυπο τον Σπύρο Λούη.

Κειμενικοί δείκτες (εκφραστικά μέσα)

  • Η αντίθεση «Γύρισε ψόφια από την προπόνηση, αλλά ευχαριστημένη.»
  • Η προσωποποίηση και μεταφορά «Κάθε μέρα και ο τελικός στόχος λες και της έκλεινε το μάτι»
  • Η ιστορική αναδρομή στα παιδικά της χρόνια και τα οικογενειακά ερεθίσματα για τον Σπύρο Λούη κ.ά.

 

 

Κείμενο

Απόσπασμα από το βιβλίο του πανεπιστημιακού και συγγραφέα Σπύρου Τζόκα Ο Κύκλος των «Μάταιων Πράξεων», εκδ. Εύμαρος, Αθήνα, 2015. Αναφέρεται στην εκτέλεση 200 πατριωτών στο Σκοπευτήριο Καισαριανής την 1η Μάη 1944.

Από το Αστυνομικό Τμήμα Καισαριανής ειδοποίησαν ότι έχουν κάποια πράγματα των εκτελεσμένων. Τα μετέφεραν με ένα φορτηγό σε μια πρόχειρη αποθήκη. Από αυτά προσπάθησαν να ανακαλύψουν λίγα ονόματα…… από ταυτότητες και σημειώματα.         Ζωντάνευαν όλοι εκείνοι οι πεθαμένοι. Και οι διακόσιοι ήταν εκεί…… σαν να ήταν παρόντες….. με τα παλιωμένα παπούτσια τους, τα τριμμένα μανίκια τους, με την αγωνία τους στα πρόχειρα σημειώματα.

       Διαδόθηκε αστραπιαία η όλη υπόθεση. Ο κόσμος άρχισε να εισβάλλει στην αποθηκούλα.  Ονόματα γινόταν  γνωστά από τα διάφορα χαρτιά και ταυτότητες που είχαν βρει μέσα στις τσέπες των νεκρών.

       Οι συγγενείς των αγνώστων έπρεπε ν’ αναγνωρίσουν μόνοι τους κάποιο ρούχο και οι γυναίκες των χαμένων ανθρώπων αναστάτωναν ό,τι έβρισκαν εκεί μέσα με αλλοφροσύνη.

Ξεφώνιζαν, μοιρολογούσαν, έκλαιγαν σιωπηλά.

       Σύγχυση, πανικός, υστερία θλίψη…… και φωνές, πολλές φωνές. Σπαρακτικές φωνές. Χορός αρχαίας τραγωδίας έμοιαζε η συγκέντρωση των ανθρώπων εκεί. Χορός που οδύρεται για την τραγικότητα των ηρώων.

       Κορυφαία του χορού μια μητέρα από την Πεντέλη. Ανακατεμένη με τα διάφορα πράγματα τραβάει κάτι με δύναμη. Αναγνωρίζει  το σακάκι του γιού της. Το αγκαλιάζει σαν να έχει ζωή. Το χαϊδεύει. Το κρατάει σφικτά…. πολύ σφικτά, σαν να φοβάται μήπως το πάρει κάποιος. Δεν θα το επιτρέψει….. Δεν θα το επιτρέψει. Δεν θα της φέρουν τώρα μπαμπέσικα. Τώρα είναι μπροστά…. είναι εδώ. Δεν απουσιάζει. Αρκετά…. αρκετά έλειψε από τα παιδιά της. 

       Δεν θα της πάρουν το σακάκι. Κοιτάζει γύρω – γύρω…. με φόβο και σφίγγει το σακάκι. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Σαν ποτάμι τρέχουν. Δεν μπορεί να διακρίνει τα πράγματα. Κάτι βλέπει όμως…. κάτι που την τρομάζει ακόμα περισσότερο…. ένα ακόμα ρούχο. Του άλλου παιδιού της… του μικρότερου. Χάνει προς το παρόν τον κόσμο. Συνέρχεται όμως. Πρέπει να συνέλθει. Αρπάζει το ρούχο και κρύβεται σε μια γωνιά….. Πρέπει να φυλάξει καλά τα παιδιά της. Μην της τα πάρουν πάλι… αρκετά… αρκετά.        Δεν θα μου τα πάρει κανείς….. Θα πάρω τα παιδιά μου στο σπίτι. Θα τους ετοιμάσω ζεστό φαί…. όπως παλιά. Θα μου κάνουν τα αστεία τους. Θα γελάμε όλοι μαζί. Μπορεί να τραγουδήσουμε κιόλας.

 

Στο Κείμενο 3 αποτυπώνεται μια ανθρώπινη κατάσταση βαθύτατου πόνου. Να την ερμηνεύσεις αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες και να εκφράσεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα που σου προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου. (150-200 λέξεις).

Απάντηση

Ο βαθύτατος πόνος πηγάζει από την άδικη και μαζική εξόντωση, την οδύνη των συγγενών, αλλά κυρίως για την τραγική μάνα.

  • «Σύγχυση, πανικός, υστερία θλίψη…… και φωνές, πολλές φωνές. Σπαρακτικές φωνές. Χορός αρχαίας τραγωδίας έμοιαζε η συγκέντρωση των ανθρώπων εκεί.» μια έντονη εικόνα με κίνηση και ήχο που αντηχεί την απόγνωση των τραγικών συγγενών των νεκρών.
  • «Αναγνωρίζει το σακάκι του γιού της. Το αγκαλιάζει σαν να έχει ζωή. Το χαϊδεύει. Το κρατάει σφικτά…. πολύ σφικτά, σαν να φοβάται μήπως το πάρει κάποιος.» Τραγική είναι η περίπτωση της μητέρας που αναγνωρίζει το σακάκι του γιου της και οι αντιδράσεις της δείχνουν πως βρίσκεται μετέωρη ανάμεσα στη λογική και στον παραλογισμό. Ο πόνος της μητέρας που χάνει το παιδί της είναι ανείπωτος.
  • «Δεν θα μου τα πάρει κανείς….. Θα πάρω τα παιδιά μου στο σπίτι. Θα τους ετοιμάσω ζεστό φαί…. όπως παλιά. Θα μου κάνουν τα αστεία τους. Θα γελάμε όλοι μαζί. Μπορεί να τραγουδήσουμε κιόλας.» Η μητέρα διαπιστώνει πως έχει σκοτωθεί και το δεύτερο παιδί της. Η αντίδρασή της έχει αγγίξει τα όρια του παραλόγου, έχει χάσει τα λογικά της. Ο ευθύς λόγος αποδίδει την τραγικότητά της με κορύφωση του δράματος την επιθυμία της να επιστρέψει στο σπίτι ανακαλώντας σκηνές από το χαρούμενο παρελθόν με τα παιδιά.

Ανάλογα με τα προσωπικά βιώματα, τις ιστορικές γνώσεις και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/-τρια καλείται να εκφράσει την προσωπική του τοποθέτηση.

 

Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες

Το ποίημα που ακολουθεί είναι του Γιώργου Γεραλή (1917-1996) από το βιβλίο Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία και Γραμματολογία, τόμος Ε΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα.

 

Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες

ωραίες το βράδυ,

μέσα σε λάμψεις πολύχρωμες

κανένα φως,

στο βουητό το αδιάκοπο

ήχος κανένας,

σε αναρίθμητα πρόσωπα

μορφή καμιά.

Ωραίες το βράδυ,

με την απέραντη μοναξιά

στο κινούμενο πλήθος,

πόση ξεκούραση,

μιλάς δε σ’ ακούνε,

γνέφεις κι εκείνοι ονειρεύονται,

το ποτάμι κυλά

καθρεφτίζοντας άστρα διαλυμένα,

προσωπεία από τη μια

κι από την άλλη όχθη.

Ωραίο μέσα στην πολυάνθρωπη

ερημιά να ξεχνιέσαι,

να μη θυμάσαι αν άκουσες «πνίγομαι»

ή «αγάπη μου, ήρθες αργά»,

ή κάτι ακόμα πιο αδιάφορο:

«να βρεθούμε μια μέρα».

Χέρια που δέρνονται μεθυσμένα,

μάτια ανεξερεύνητα, δεν τα προφταίνεις

και οι συναντήσεις συμπτωματικές και δίχως

μιαν οποιαδήποτε συνέχεια, όπως

οι γνωριμίες στις κλινικές.

 

Ποια χαρακτηριστικά των πολυάνθρωπων πολιτειών παρουσιάζονται στο Κείμενο 3 και πώς αποτυπώνονται εκφραστικά; (τρεις αναφορές σε σχετικούς κειμενικούς δείκτες κρίνονται επαρκείς). Παράλληλα, να εκφράσεις τα συναισθήματα και τις σκέψεις που σου προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου. Η έκταση του ερμηνευτικού σχολίου σου να είναι 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Χαρακτηριστικά των πολυάνθρωπων πολιτειών: σκοτάδι, σιωπή, μοναξιά, έλλειψη επικοινωνίας, αποξένωση, υποκρισία, ερημιά, επιφανειακές – τυπικές- απρόσωπες σχέσεις, αδιαφορία κ.λπ.

Κειμενικοί δείκτες (ενδεικτικά)

  • επανάληψη επιθέτου ωραίες, ωραίο σε αντίθεση με την ασχήμια που κρύβουν οι μεγαλουπόλεις, ειρωνική διάθεση ποιητικού υποκειμένου
  • αντιθέσεις: «μέσα σε λάμψεις πολύχρωμες κανένα φως», «στο βουητό το αδιάκοπο ήχος κανένας» για να δοθούν τα αντιφατικά χαρακτηριστικά των πολυάνθρωπων πολιτειών
  • β΄ενικό ρηματικό πρόσωπο : οικειότητα, αμεσότητα, διαλογικός τόνος
  • ευθύς λόγος «πνίγομαι» ή «αγάπη μου, ήρθες αργά» : ζωντάνια, παραστατικότητα
  • εικόνα : «το ποτάμι κυλά…την άλλη όχθη» παραστατική απόδοση της υποκρισίας ή και της έλλειψης κοινωνικής συνοχής

Ανάλογα με τα βιώματα του/της και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

 

 

Τα όπλα

Το ποίημα  του Νικηφόρου Βρεττάκου προέρχεται από τη συλλογή Ηλιακός λύχνος, 1984 (Τα Ποιήματα, τ. Γ΄, Τα Τρία Φύλλα, Αθήνα 1991).

Δεν εγκατέλειψα ούτε στιγμή

το εργαστήρι μου όπου φτιάχνω τα όπλα,

εκτελώντας παραγγελιές που λαβαίνω

από την ειρήνη. Συλλογιέμαι πως όλα

τα μυρμήγκια της γης έχουν καρδιά

και φτιάχνω εφτά χρωμάτων λουλούδια.

 

Καταξίωσε, Κύριε, τα χέρια μου, ευλόγησε

ν’ αυξαίνουν τα όπλα μου. Ο στρατός μου.

 

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, τα όπλα για τα οποία κάνει λόγο το ποιητικό υποκείμενο στο Κείμενο 3 και να στηρίξεις την απάντησή σου σε στοιχεία του ποιήματος (3 κειμενικούς δείκτες). Θα ήθελες να συνδράμεις κι εσύ στο έργο του ποιητικού υποκειμένου;  Να αναπτύξεις  την ερμηνεία σου σε 150 περίπου λέξεις.

Απάντηση

Όπλα ποιητικού υποκειμένου: πανανθρώπινα ιδανικά, ισότητα, αλληλεγγύη, ειρηνική διάθεση, αλληλοκατανόηση, σεβασμός, αντιρατσιστικά αισθήματα κ.λπ.

Κειμενικοί δείκτες (ενδεικτικά)

  • προσωποποίηση ειρήνης
  • αποστροφή στον Κύριο σε β΄ενικό πρόσωπο
  • μεταφορά «όλα τα μυρμήγκια της γης έχουν καρδιά»
  • εικόνα «φτιάχνω εφτά χρωμάτων λουλούδια»
  • χρήση α΄ ενικού προσώπου και της κτητικής αντωνυμίας (όπλα μου)

Ανάλογα με τα βιώματά του/της και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

 

ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ

Το ποίημα του Χάρη Μελιτά ανήκει στη συλλογή «4 ενοχές»  από τις εκδόσεις Μανδραγόρας, 2021.

Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι.

 

Έξω οι άστεγοι

οι άνεργοι

οι πρόσφυγες

οι διψασμένοι

στα μπαλκόνια της βροχής

οι κλειδωμένοι

στα βαγόνια της ψυχής

οι διμοιρίες των γυμνών

οι μάνες απορρίμματα

οι κόρες εργαλεία.

 

Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι.

 

Έξω οι ξεχασμένοι

στον λαβύρινθο

οι χωνεμένοι

σε καλούπια ατελή

οι στερημένοι

ενυπόθηκο φιλί

οι ιχνηλάτες των βυθών

οι φέροντες

το περιβραχιόνιο

του έρποντος θανάτου.

 

Κατά τα άλλα

προφανώς είμαστε όλοι ίσοι.

Τι μαστορεύει

στο μυαλό μου ο Προκρούστης[2];

 

Να ερμηνεύσεις την στάση απέναντι στην ισότητα που εκφράζει το ποιητικό υποκείμενο στο Κείμενο 3 αξιοποιώντας στην ερμηνεία σου τρεις σχετικούς  κειμενικούς δείκτες. Συμφωνείς ή διαφωνείς με τη θέση του ποιητικού υποκειμένου (150-200 λέξεις).

Απάντηση

To ποιητικό υποκείμενο με ειρωνική διάθεση διακηρύσσει εμφατικά την ισότητα όλων των ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα αποκλείει από την «καθολικότητα» αυτή διάφορες κατηγορίες ανθρώπων. Καταγγέλλει τη σύγχρονη στάση πολλών που, ενώ τάσσονται υπέρ της ισότητας όλων, την ίδια στιγμή εκδηλώνουν την υποτιμητική τους στάση προς διάφορες ομάδες ατόμων.

Κειμενικοί δείκτες (ενδεικτικά)

  • επανάληψη «όλοι οι άνθρωποι είμαστε ίσοι» και «Έξω..»
  • χρήση α΄ πληθυντικού προσώπου
  • απουσία σημείων στίξης κατά την παράθεση των ομάδων που εξαιρούνται
  • συσσώρευση ουσιαστικών, μετοχών ή επιθέτων για προσδιορισμό ομάδων: οι άστεγοι, οι άνεργοι , οι διψασμένοι, οι μάνες κ.α
  • χρήση ερώτησης στο τέλος του ποιήματος με αναφορά στον Προκρούστη

Ανάλογα με τα βιώματα του/της και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

 

Μαύρο νερό (διασκευή)

Ο Μιχάλης Μακρόπουλος είναι μεταφραστής και συγγραφέας. Στη νουβέλα του «Μαύρο νερό» («Κίχλη», 2019) ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, ο Χριστόφορος, παλεύουν να επιβιώσουν σ’ ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου.

Σαν μάτι στον δασωμένο τόπο πρόβαλλε πιο κάτω η λίμνη Ζαραβίνα. Παλιά είχε την καθαρότητα και τη στιλπνάδα γυαλιού, όμως τώρα κοιτούσε θολή, τυφλά, τον χαμηλό ουρανό. Θυμόταν που πήγαινε μικρός για κολύμπι με τον πατέρα του – τα μεγάλα ψάρια γλιστρούσαν σαν σκιές από κάτω του και τα ’βλεπε με δέος, δίνοντάς τους διαστάσεις τεράτων του νερού. Τώρα η λίμνη ήταν νεκρή.

Ωστόσο ο τόπος έδινε μια γενική εντύπωση αναγέννησης μετά την αποψίλωση. Το δάσος είχε θεριέψει παντού, πνίγοντας κάθε σπιθαμή, και το έκοβαν μονάχα οι πλατιοί νέοι δρόμοι που ανοίχτηκαν για τα φορτηγά και τα βυτία κι έπειτα εγκαταλείφθηκαν. […]

Το νερό που έτρεχε απ’ τη βρύση έδειχνε καθαρό πια, αλλά δεν ήταν ούτε θα ’ταν ξανά καθαρό για πολλά χρόνια.[…]

Στάθηκαν εκεί που τέλειωναν τα δέντρα, στο χείλος της μεγάλης ουλής που ανοιγόταν στο δασωμένο τοπίο. Στο μέσον της δέσποζε η σκουριασμένη αντλία της γεώτρησης. Παραδίπλα το ξωκκλήσι της Αγια-Σωτήρας, χωρίς τις βαλανιδιές που άλλοτε το κύκλωναν και το προστάτευαν, στεκόταν παράταιρο στην ουλώδη γη πλάι στο χαλύβδινο είδωλο. Σαν ποίμνιο από πιστούς αυτής της θεότητας, όμοια σκουριασμένο, παλιά φορτηγά και βυτία ήταν αραδιασμένα παραπέρα, εκεί που ξανάρχιζε το δάσος· και με τα σπασμένα τους τζάμια, τις γυμνές τους ζάντες, τα ξεκοιλιασμένα τους καθίσματα, ανέπεμπαν δεήσεις στην Αντλία. Για την εξόρυξη, είχαν σπάσει το πέτρωμα με εκατομμύρια τόνους νερού, μαζί μ’ ένα μείγμα που η σύνθεσή του ήταν βιομηχανικό απόρρητο, και με άμμο για να μένουν τα ρήγματα ανοιχτά. Δηλητηριώδη συρίγγια ανοίχτηκαν έτσι στη γη κι εκατοντάδες στρέμματα απογυμνώθηκαν. Όταν όμως εγκαταλείφθηκαν οι γεωτρήσεις, το δάσος διεκδίκησε ξανά τον τόπο κι έμειναν μονάχα ουλές σαν αυτή στην Αγια-Σωτήρα, οι χαρακιές των νέων αλλά κιόλας ραγισμένων δρόμων, και σκουριασμένοι αγωγοί και δεξαμενές λυμάτων, που πολλές είχαν πέσει και πια φώλιαζαν ζώα μέσα, κι από τις τρύπες που είχαν ανοιχτεί στους αγωγούς φύτρωναν βάτα.

 

Ποια χαρακτηριστικά στο Κείμενο 3 διακρίνουν τη λίμνη του χθες και του σήμερα σύμφωνα με την αφήγηση και πώς αποτυπώνονται εκφραστικά; (τρεις αναφορές σε κειμενικούς δείκτες). Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σού προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου; Να αναπτύξεις την ερμηνεία σου σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Παλιά :

είχε την καθαρότητα και τη στιλπνάδα γυαλιού  

πήγαινε μικρός για κολύμπι με τον πατέρα του

τα μεγάλα ψάρια γλιστρούσαν σαν σκιές …και τα ’βλεπε με δέος

…χωρίς τις βαλανιδιές που άλλοτε το κύκλωναν και το προστάτευαν

όμως τώρα:

κοιτούσε θολή, τυφλά,

Τώρα η λίμνη ήταν νεκρή

Το νερό που έτρεχε απ’ τη βρύση έδειχνε καθαρό πια, αλλά δεν ήταν ούτε θα ’ταν ξανά καθαρό για πολλά χρόνια

…έμειναν μονάχα ουλές σαν αυτή στην Αγια-Σωτήρα, οι χαρακιές των νέων αλλά κιόλας ραγισμένων δρόμων, και σκουριασμένοι αγωγοί και δεξαμενές λυμάτων

 

Κειμενικοί δείκτες (ενδεικτικά)

  • αντιθέσεις
  • παρομοιώσεις, εικόνες, μεταφορές
  • μικροπερίοδος λόγος
  • συσσώρευση επιθέτων που αποδίδουν την αποτρόπαιη εικόνα του περιβάλλοντος: σκουριασμένη, χαλύβδινο, σπασμένα, γυμνές, ξεκοιλιασμένα κ.λπ
  • εικόνες του παρελθόντος και του παρόντος

Ανάλογα με τα βιώματα του/της και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

[1] Ο διευθυντής του σχολείου.

[2] Προκρούστης : ήταν μυθικός ληστής. Προσκαλούσε κάθε διαβάτη να ξαπλώσει σε ένα σιδερένιο κρεβάτι, γνωστό ως Προκρούστειος κλίνη. Αν το θύμα ήταν ψηλό κι εξείχε από το κρεβάτι, ο Προκρούστης έκοβε το περίσσιο τμήμα του σώματός του. Αντιθέτως, αν το θύμα ήταν πιο κοντό, τότε τραβούσε τα άκρα του μέχρι να φτάσουν στο μήκος του κρεβατιού.

 

Ο ιππότης

Το ποίημα του Μίνωα Ζώτου (1905-1932) έχει αντληθεί από το βιβλίο «Η Ελληνική Ποίηση» (Ανθολογία – Γραμματολογία), τόμος Γ΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα: 1990.

 

Ήταν ιππότης· κάτι έπρεπε να ‘ναι

κι ήταν ιππότης· ελαμποκοπούσε

χρυσό σπαθί στο πλάι του κι εφορούσε

λευκό στο καπελίνο του φτερό.

 

Αμίλητος καβάλα στ’ άλογό του

χώρες περνούσε κι άφηνε, ζητώντας

τον κίνδυνο, που αντίκρυζε γελώντας,

ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό.

 

Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του,

κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε,

ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε,

πλατύτερος, να πάει στον ουρανό…

 

Ωστόσο, ευγενικά κι αντρειωμένα,

με το ληστή παλεύοντας, που εκράτει

στον πύργο την κυρία τη ντελικάτη

ή την αρχοντοπούλα τη μικρή,

 

αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη

την ένδοξη παράδοση ετιμούσε,

κι εγύμνωνε το ξίφος κι εχτυπούσε

και λευτεριά τους χάριζε ιερή…

 

Μα εκείνες, που δεν ήξεραν, του εκαίγαν

θυμίαμα θαυμασμού τον έρωτά τους,

κι έταζαν την αχρείαστη ομορφιά τους

στην τόλμη του για δώρο προσφερτή.

 

Δεν το χωρούσε ο νους των, δε μπορούσαν

να νιώσουν μια θυσία τόσον ωραία

για της ευγένειας μόνο την ιδέα

και για της ιπποσύνης την τιμή.

 

Ποια η στάση του ήρωα στο ποίημα και πώς αυτή καταγράφεται; Να αναφέρετε τρεις κειμενικούς δείκτες που στηρίζουν την απάντησή σας. Ποιες σκέψεις σας δημιουργεί η συμπεριφορά του; Να απαντήσετε σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Η στάση του ήρωα στο ποίημα είναι η στάση της αξιοπρέπειας, της τιμής, της ευθύνης και της ελευθερίας. Ο ήρωας αγωνίζεται για τα ιδανικά της εποχής του τιμώντας την ιπποσύνη του.

Παραδείγματα: «ευγενικά και αντρειωμένα», «και αυτός ανυστερόβουλα, με πίστη την ένδοξη παράδοση τιμούσε», «για της ευγένειας μόνο την ιδέα» κτλ

Κειμενικοί δείκτες: Η εικόνα (1η στροφή), η αντίθεση («τον κίνδυνο, που αντίκρυζε γελώντας»), επιρρήματα που αποδίδουν εσωτερικά κίνητρα (ευγενικά κι αντρειωμένα, ανυστερόβουλα…), η αντίθεση του νοήματος των δύο τελευταίων στροφών του ποιήματος με τις υπόλοιπες κ.ά.

Η συμπεριφορά του ταιριάζει απόλυτα με το ιπποτικό πνεύμα της εποχής του, αλλά είναι ασυνήθιστη για την εποχή μας («ο ιππότης μια φορά κι έναν καιρό»).

 

 

Αστραδενή

Στο μυθιστόρημα της Ευγενία Φακίνου, Αστραδενή (Εκδόσεις Κέδρος1982)  η έφηβη ηρωίδα αφηγείται την εμπειρία της μετά την οριστική εγκατάστασή μαζί με την οικογένειά της από τη Σύμη στην Αθήνα.

Αύριο είναι του Λαζάρου.  Τελευταία μέρα στο σχολείο. Θα κλείσουμε για δεκαπέντε μέρες. Δε μου κάνει ούτε ζέστη ούτε κρύο που θα κλείσουμε.

Παρέα για να περπατάω πάνω κάτω στην αυλή του σχολείου δεν έχω.  Μόνο ο Γιώργος κι η Κατερίνα μου λένε καμιά κουβέντα.  Εγώ όμως, με την Κατερίνα δε θέλω πολλά πολλά…[…] Κι έπειτα θα ΄χουμε πολλές δουλειές τη Μεγαλοβδομάδα στο σπίτι μας και δε θα βαρεθώ.  Να φτιάξουμε κουλούρια, αβδοκούλες, να βάψουμε αυγά. Άσε, πόσες ώρες θα΄ μαστε στην εκκλησία. Στη Σύμη, η πιο καλή μας γιορτή είναι το Πάσχα.  Έχει η κάθε μέρα το δικό της πρόγραμμα. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις τη Μεγαλοδευτέρα ή τη Μεγάλη Πέμπτη ή το Μεγάλο Σάββατο.  Αυτό πολύ μ΄ αρέσει, δεν ξέρω γιατί…

Μίλησα με τη μάνα μου.  Αύριο θα πάω να πω τα Λαζαράκια.  Θα πάω μόνη μου, αφού δεν ξέρω άλλα παιδιά να πάμε μαζί.  Και θα πάω μόνο εδώ μέσα στην πολυκατοικία.  Βρήκα και καλαθάκι.

Στη Σύμη βγαίνουμε παρέες παρέες. Έναν τον ντύνουμε με σεντόνι Λάζαρο. Κάνει, δηλαδή, τον Αναστημένο Λάζαρο. Κι εμείς πάμε στα σπίτια, λέμε το τροπάριο και μας δίνουν αυγά, που τα βάζουμε στα καλαθάκια μας.  Μας δίνουν και Λαζαράκια. Κάτι ψωμάκια, δηλαδή, με καρύδια και μύγδαλα και σουσάμι και μπαχάρια διάφορα.  Κι όπως είμαστε απ΄ τη νηστεία του σαραντάμερου…μας φαίνονται σπουδαία!…Γι αυτό και σήμερα ζυμώσαμε με τη μάνα μου Λαζαράκια.  Για τα παιδάκια που θα ΄ρθουν αύριο να μας τα πούνε.

 

Πώς επιδρά στη ψυχολογία της αφηγήτριας η ανάμνηση των εθίμων από την ιδιαίτερη πατρίδα της, τη Σύμη; Να στηρίξεις την απάντησή σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες. Έχουν και για σένα σημασία τα έθιμα της πατρίδας σου ή σε αφήνουν αδιάφορο/η (150-200 λέξεις);

Απάντηση

Η ηρωίδα φαίνεται να μην αντλεί κάποια χαρά από τη σχολική της ζωή, καθώς μοιάζει αποστασιοποιημένη και χωρίς φίλους «Δε μου κάνει ούτε ζέστη ούτε κρύο που θα κλείσουμε» «Παρέα για να περπατάω πάνω κάτω στην αυλή του σχολείου δεν έχω». Μέσω της πρόληψης «κι έπειτα θα ́χουμε πολλές δουλειές τη Μεγαλοβδομάδα στο σπίτι μας και δε θα βαρεθώ» αναδεικνύεται η προσμονή με την οποία αντιμετωπίζει την έλευση της Μεγάλης Εβδομάδας ως ευκαιρία να δραπετεύσει από τη μίζερη σχολική πραγματικότητα και να αναβιώσει στιγμές ευτυχίας που, όπως φαίνεται, ζούσε στο νησί. Η αναλυτική περιγραφή των εθίμων και η ζωντανή ανάκληση στη μνήμη της αφηγήτριας μέσω και του δραματικού ενεστώτα «Στη Σύμη βγαίνουμε παρέες παρέες. Έναν τον ντύνουμε …Κι εμείς πάμε κτλ» φανερώνει την εναγώνια προσπάθεια της Αστραδενής να διατηρήσει ζωντανά στη μνήμη της όλα εκείνα τα στοιχεία που τη διαφοροποιούν από την πραγματικότητα της Αθήνας και της προσδίδουν μια ξεχωριστή και οικεία ταυτότητα. Τέλος η εικονοπλασία «Στη Σύμη βγαίνουμε παρέες παρέες. Έναν τον ντύνουμε με σεντόνι Λάζαρο…και μας δίνουν αυγά, που τα βάζουμε στα καλαθάκια μας» και η ζωηρή περιγραφή για τα Λαζαράκια «Κάτι ψωμάκια, δηλαδή, με καρύδια και μύγδαλα και σουσάμι και μπαχάρια διάφορα» αισθητοποιούν την τεράστια αξία που έχουν όλα αυτά για την ψυχική της υγεία.

Στο δεύτερο ζητούμενο ο/η μαθητής/-τρια μπορεί να απαντήσει ελεύθερα βάσει της προσωπικής του/της εμπειρίας και γνώσης.

 

 

 

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ

Το ποίημα είναι του Νικηφόρου Βρεττάκου: Τα ποιήματα, τόμος πρώτος, Αθήνα, Τρία φύλλα, 1999

 

… Κοιτάχτε αυτή τη θάλασσα, που δίχως

αχτή λαμποκοπά· κι αυτού του δέντρου

το λύγισμα· με πόση εμπιστοσύνη

δεν κρέμεται στον άνεμο! Κοιτάχτε

τα ράμφη των πουλιών που ακινητούνε

το μεσημέρι, τους σχισμένους βράχους…

 

Ασύγκριτη είναι η μέρα, που απ’ το βάθος

με κυκλικές ψηλώνει παρελάσεις,

κι απέραντος ο κόσμος!… Σηκωθήτε!

Η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας

κ’ οι ορίζοντες χτυπούν τις πόρτες μας!

 

Πάνω απ’ το δροσερό κ’ ήσυχο κύμα

ξαναγυρίζει η άνοιξη! Τ’ αγέρι

πηδά απ’ της χαραυγής τη ρόδινη άχνα

σ’ όλη τη γη! Τα μέτωπα αναπνέουν

κι ανθίζουν τα χαμόγελα που πλέκουν

το μέλλον της ζωής! Αγαπηθήτε!…

 

Γιατί αδελφοί, να κάνουμε τις νύχτες

στοχαστικές, τις μέρες να βαραίνουν

απ’ τη μελαγχολία τους, τραβηγμένες

στων θαλασσών τις άκρες; Τι στοιχίζει

στ’ αηδόνι το τραγούδι κ’ η ευγένεια

στην πρωινή βροχή; Αγαπηθήτε!…

 

Ας κλείσουμε και μεις τον προορισμό μας

καθώς αυτός ο ήλιος εκεί πάνω.

Ας φεύγουμε ανεβαίνοντας και, τέλος,

ας κάμψουμε τα σύνορα του Κόσμου,

καθώς εκείνος, μ΄ αναμένα ρόδα!…

 

 

Πιστεύεις ότι ταιριάζει ο τίτλος με το ποίημα στο Κείμενο 3; Στήριξε την απάντησή σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες τεκμηριώνοντας τη θέση σου. Ποιες σκέψεις σου δημιουργεί η συμπεριφορά του ποιητικού υποκειμένου; Να απαντήσεις σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Ο τίτλος του ποιήματος ταιριάζει απόλυτα με το ποίημα το οποίο αποτελεί ένα προσκλητήριο ζωής. Μέσα από τις προστακτικές, τις οπτικές και ηχητικές εικόνες καθώς και τις θετικές σκέψεις που κάνει το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να παρακινήσει τους άλλους να γευτούν κάθε στιγμή της ζωής. «Κοιτάχτε …λαμποκοπά», «οι ορίζοντες χτυπούν τις πόρτες μας». Το ποίημα με κάνει να δω αισιόδοξα και ελπιδοφόρα το μέλλον και με προσκαλεί να απολαύσω όσα μου προσφέρονται καθημερινά.

 

 

Μια ερμηνεία μοναξιάς

Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991), από τη συλλογή «Απογευματινό Ηλιοτρόπιο», 1976, στο βιβλίο Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία και Γραμματολογία, τόμος Δ΄, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα.

 

Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσε κι έμεινε

τόσο μόνος στον κόσμο. Σηκώνεται έπειτα

κι ανοίγει ένα – ένα τα παράθυρα. (Βλέπει

προς όλα τα σημεία το σπίτι):

Σύννεφα

             Σύννεφα

                          Σύννεφα –

 

Ίσως, λέει, να κατάλαβα τι θα ειπεί

μόνος. Σε μια άκρη της γης που είναι όλη,

απ’ τη μι’ άκρη ως την άλλη της

λασπωμένη, εσύ να διστάζεις

να ενδώσεις. Να μη θέλεις εσύ

να λερώσεις την  Ύπαρξη.

 

Ποια ερμηνεία δίνεται στην μοναξιά στο Κείμενο 3, με ποια εκφραστικά μέσα αυτή αποτυπώνεται (τρεις αναφορές είναι επαρκείς) και ποια είναι η δική σου θέση στο θέμα του κειμένου; Να οργανώσεις την απάντησή σου σε 120-150 λέξεις.

Απάντηση

 

Η μοναξιά στο Κείμενο 3 ερμηνεύεται ως πράξη αντίστασης σε έναν κόσμο που στο σύνολό του βρίσκεται στη «λάσπη» (βούρκος), δηλαδή στη διαφθορά, ανηθικότητα και κάθε ανάλογη κατάσταση που εκφράζει την εποχή με μελανά χρώματα. Η μοναξιά παίρνει τη διάσταση της διαφορετικής προσέγγισης του κόσμου και της ζωής που τον περιβάλλει, της προσπάθειας του ανθρώπου να κρατήσει αλώβητο τον χαρακτήρα, την Ύπαρξή του.

Κειμενικοί δείκτες: τα παράθυρα (η έξοδος προς τον κόσμο), η επανάληψη της λέξης «Σύννεφα» (η θέα αμφιθεατρικά του σπιτιού που βλέπει προς όλα τα σημεία του ορίζοντα), το β ́ ενικό ρηματικό πρόσωπο (προβληματισμός, διάλογος με τον αναγνώστη, έναυσμα εσωτερικού διαλόγου), η πρόταξη του «εσύ» στο ρήμα, οι μεταφορές (λασπωμένη κ.ά.), η υποτακτική έγκλιση («να μη θέλεις»: επιθυμία, επιλογή, προτροπή), η λέξη «Ύπαρξη» με αρχικό κεφαλαίο γράμμα (τονίζεται η λέξη ως αξία, με ιδιαίτερο ηθικό βάρος) κ.ά.

Ο/Η μαθητής/-τρια απαντά ελεύθερα στην ερώτηση προσωπικής ανταπόκρισης ανάλογα με τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης του κειμένου.

 

 

ΦΩΝΕΣ

Το ποίημα είναι του Νικηφόρου Βρεττάκου, ανήκει στη συλλογή «Τα ποιήματα», τόμος τρίτος, εκδ. Τρία Φύλλα, Αθήνα: 1991.

 

Φτάνουνε κάποτε κάποιες φωνές

που νομίζει κανείς πως έχουνε χέρια

και χαϊδεύουνε την ψυχή. Περνούν

μες στο σώμα, το διατρέχουν ολόκληρο,

κατεβαίνουν τις σκάλες της καρδιάς σου

σαν άγγελοι, κυνηγούν, αποδιώχνουν

τα παρείσαχτα σύννεφα, σβήνουν

με σπόγγους χρυσούς

τις σκιές.

                  Σηκώνουν το πνεύμα

όπως ένα στεφάνι πρωτομαγιάς που έχει

πέσει απ’ τ’ ανώφλι της πόρτας

και το βάζουν στη θέση του.

 

 

Να ερμηνεύσεις τα αποτελέσματα που δημιουργούν οι Φωνές στο Κείμενο 3, με αναφορά σε τρεις κειμενικούς δείκτες που τα αναδεικνύουν. Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σου δημιουργεί η ανάγνωση του ποιήματος; (150-200 λέξεις).

Απάντηση

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία τον τρόπο που οι Φωνές επιδρούν ευεργετικά:

  • Ως φωνές αγαπημένων προσώπων, που πέρασαν από τη ζωή μας, έχουν μείνει στη συνείδησή μας και μας καθοδηγούν στις δύσκολες στιγμές (φωνές που νομίζει κανείς πως έχουνε χέρια και χαϊδεύουνε την ψυχή).
  • Ως φωνές των προγόνων, οι οποίοι αποτελούν τις «ρίζες» μας και νοηματοδοτούν την ύπαρξη του σύγχρονου ανθρώπου, που αναζητεί το παρελθόν για να στηριχθεί (Περνούν μες στο σώμα, το διατρέχουν ολόκληρο, κατεβαίνουν τις σκάλες της καρδιάς σου)
  • Ως ευχάριστες αναμνήσεις και βιώματα που τα ανασύρουμε, όταν υπάρχουν πολλά προβλήματα. Καταφεύγουμε σε αυτές τις μνήμες για να αισθανθούμε ανακούφιση (σαν άγγελοι, κυνηγούν, αποδιώχνουν τα παρείσαχτα σύννεφα, σβήνουν με σπόγγους χρυσούς τις σκιές).
  • Ως άνθρωποι της καθημερινής μας ζωής που μας συντροφεύουν και η συνύπαρξη με αυτούς οδηγεί σε αγαλλίαση και πνευματική ανάταση (Σηκώνουν το πνεύμα όπως ένα στεφάνι πρωτομαγιάς που έχει πέσει απ’ τ’ ανώφλι της πόρτας)

Εκφραστικοί τρόποι (αρκούν συνολικά τρεις):

  • Η προβολή εικόνων (οπτικών, οσφρητικών, κινητικών), που αποτυπώνουν τη μεταμορφωτική δύναμη των φωνών (το διατρέχουν ολόκληρο, κατεβαίνουν τις σκάλες της καρδιάς, σηκώνουν το πνεύμα), οι οποίες προσωποποιούνται δημιουργώντας ένταση στην απόδοση του νοήματος.
  • Την παρομοίωση (σαν άγγελοι, κυνηγούν, αποδιώχνουν τα σύννεφα)→ αναδεικνύεται η προστατευτική δύναμη των φωνών
  • Τη χρήση επιθέτων (τα παρείσαχτα σύννεφα, σβήνουν με σπόγγους χρυσούς) που βρίσκονται σε αντίθεση και φανερώνουν πως οι φωνές αλλάζουν το κλίμα, λειτουργούν καταπραϋντικά για τον άνθρωπο, δημιουργούν κλίμα αισιοδοξίας.

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/ της κύκλο, μπορεί να τοποθετηθεί ως προς το θέμα του Κειμένου 3, αλλά και ως προς το ότι ο σύγχρονος άνθρωπος αναζητεί ψυχικά στηρίγματα, για να επιτύχει την ψυχοπνευματική του ανάταση.

 

Ποιητικό Υστερόγραφο

 

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, από την ποιητική συλλογή Η Ανορεξία τηςΎπαρξης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2011

 

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια

να ’ναι ωραία

αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.

Η πείρα είναι τώρα

το μόνο σώμα των ποιημάτων

κι όσο η πείρα πλουταίνει

τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.

Πονάν τα γόνατά μου

και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,

μόνο τις έμπειρες πληγές μου

μπορώ να της χαρίσω.

Τα επίθετα μαράθηκαν·

μόνο με τις φαντασιώσεις μου

μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.

Όμως πάντα θα την υπηρετώ

όσο βέβαια εκείνη με θέλει

γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ

τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

 

Ποια η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την ποίηση; Να αναφέρεις τρεις κειμενικούς δείκτες που στηρίζουν την απάντησή σου. Συμμερίζεσαι την άποψη του ποιητικού υποκειμένου; Να απαντήσεις σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο έχει άρρηκτη, ζωογόνα και μακροχρόνια σχέση με την ποίηση την οποία θεωρεί στήριγμά της και ελπίδα της. «Πονάν τα γόνατά μου…προσκυνήσω», «Τα επίθετα….διανθίσω», «Όμως πάντα θα την υπηρετώ …μέλλοντός μου».

Ο μαθητής/-τρια μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την άποψη της ποιήτριας, αρκεί να τεκμηριώσει τη θέση του/της

 

«Το παράπονο»

 

Το ποίημα είναι του Οδυσσέα Ελύτη, από τη συλλογή «Τα Ρω του έρωτα», εκδόσεις Αστερίας, 1972.

 

Εδώ στου δρόμου τα μισά

έφτασε η ώρα να το πω

Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ

γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα

 

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα

το λέω και τ’ ομολογώ

 

σαν να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ

μες στη ζωή πορεύτηκα

 

Όσο κι αν κανείς προσέχει

όσο κι αν τα κυνηγά

πάντα πάντα θα ‘ναι αργά

δεύτερη ζωή δεν έχει.

 

Ποιο είναι, κατά την άποψή σου, το αδιέξοδο στο οποίο φαίνεται να βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο; Να στηρίξεις την ερμηνεία σου σε τρεις (3) τουλάχιστον κειμενικούς δείκτες και να δηλώσεις αν εσύ προσωπικά έχεις βρεθεί σε παρόμοια κατάσταση. (120-150 λέξεις)

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται πως βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που προκύπτει από τις λανθασμένες επιλογές που έκανε στη ζωή του και τους δρόμους στους οποίους το οδήγησαν. Φαίνεται πως υπάρχουν στόχοι / όνειρα που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ και το ίδιο νιώθει πως τα πρόδωσε. Γενικότερα αξιοποιείται:

  • ο ποιητικός και εικονοπλαστικός λόγος(«εδώ στου δρόμου τα μισά, μες στη ζωή πορεύτηκα»)

και ο συμβολισμός της ζωής ως ένας δρόμος με αρχή, μέση και τέλος

  • το α ́ ενικό («έφτασε η ώρα να το πω, γι αλλού ξεκίνησα»)
  • η επανάληψη («γι ́αλλού γι ́αλλού, το λέω και τ ́ομολογώ, πάντα πάντα»)
  • η αντίθεση («στ ́ αληθινά στα ψεύτικα, σαν να ́μουν άλλος κι όχι εγώ»)

Στο δεύτερο ζητούμενο ο/η μαθητής/-τρια μπορεί να απαντήσει ελεύθερα βάσει της προσωπικής του/της εμπειρίας και γνώσης.

 

 

Όμορφη ζωή

 

Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου, Μουσική: Nicola Piovani, Ερμηνεία: Θοδωρής Βουτσικάκης, 2019.

 

Βγες τραγούδα τη ζωή

πες θα ‘ρθει ξανά πρωί

Δες τον ήλιο με άλλα μάτια

με ενός παιδιού χαρά

γιατί και εσύ παιδί ήσουν μια φορά

 

Ναι το ξέρει ο ουρανός

Ναι ο τόσο μακρινός

Αχ και η νύχτα με όλα τα άστρα

πως κάθε εδώ στη γη

πολλές καρδιές βαθιά έχουν μια πληγή

 

Να μια ρόδα που γυρνά

Να του λούνα παρκ η ρόδα

σου γνέφει ανέβα

τον κόσμο δες ξανά

 

Μα ίσως δεν πιστεύεις πια

Και αν σου λέω η ζωή

πως είναι απέραντη ομορφιά

 

Δες είμαι δίπλα σου εγώ

το σκοτάδι θα τελειώσει

θα περάσει η συννεφιά

 

Πάει και δεν γυρίζει πιά

πάει στου χρόνου τα κουπιά

Πάει γοργά κυλάνε οι ώρες

Μα αν βρέξει μια βροχή

Λευκό γυμνό το λουλουδάκι ανθεί

 

Πάει και δεν γυρίζει πια

πάει και απάντηση καμιά

Πάει μα όπου και να ρωτάμε

μας λένε ό,τι αγαπάμε ζωντανό θα μείνει στην καρδιά

μας λένε ό,τι αγαπάμε ζωντανό πως μένει στην καρδιά

 

Είν’ όμορφη η ζωή, τραγούδα το και εσύ

 

Είν’ όμορφη η ζωή

 

Ποια στάση ζωής προτείνει, κατά την άποψή σου, η φωνή που ηχεί στους στίχους του τραγουδιού; Να τεκμηριώσεις την απάντησή σου βασισμένος/-η σε 3 τουλάχιστον κειμενικούς δείκτες. Εσύ προσωπικά συμφωνείς ή διαφωνείς με τη συγκεκριμένη πρόταση;

Απάντηση

Η φωνή που ηχεί στους στίχους του τραγουδιού προτείνει ως στάση ζωή τη χαρά και τον ενθουσιασμό απέναντι σε ό,τι μπορεί να μας προβληματίζει και να μας στενοχωρεί. Ενδεικτικά αξιοποιεί:

  • το β ́ ενικό προστακτικής («βγες, τραγούδα, δες»)
  • την επανάληψη της φράσης «ειν ́ όμορφη η ζωή»
  • τον ποιητικό και εικονοπλαστικό λόγο («πολλές καρδιές βαθιά έχουν μια πληγή, του λούνα παρκ η ρόδα σου γνέφει ανέβα, θα περάσει η συννεφιά»)
  • λεξιλόγιο που είναι συνδεδεμένο με ένα αίσθημα ευφορίας και αισιοδοξίας: «πρωί, ήλιος, παιδιού χαρά, ουρανός, λευκό λουλουδάκι»

Στο δεύτερο ζητούμενο ο/η μαθητής/-τρια μπορεί να απαντήσει ελεύθερα βάσει της προσωπικής του/της εμπειρίας και γνώσης.

 

 

Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού

 

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το πρώτο (1ο) κατά σειρά απόσπασμα-«διάλογο» με το οποίο ο Νίκος Καρούζος ξεκινά το ποίημα του «Τα πουλιά δέλεαρ του Θεού», που δημοσιεύτηκε το 1961.

 

Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα —

με κουρελιασμένα μάτια

με φλογωμένους κροτάφους απ ̓ την πτώση

να γυρίζεις

στην καλή πλευρά σου.

Πεσμένος αισθάνεσαι

την κόλαση που είναι η αιτιότητα

το στήθος ωσάν συστατικό του αέρα

τα βήματα χωρίς προοπτική.

Κι όμως στη χειμωνιάτικη γωνία ο καστανάς

περιβάλλεται από σένα.

Κόψε ένα τραγούδι απ ̓ τ ̓ άνθη

με δάχτυλα νοσταλγικά.

Να γυρίζεις — αυτό είναι το θαύμα.

 

Ποιο «θαύμα» περιγράφει το ποιητικό υποκείμενο στο Κείμενο 3; Να καταγράψεις τις απόψεις σου σχολιάζοντας τουλάχιστον τρεις (3) κειμενικούς δείκτες. Θα ήθελες να βιώσεις και εσύ ένα τέτοιο «θαύμα»; Να αιτιολογήσεις τη θέση σου. Η συνολική απάντησή σου να εκτείνεται σε 150-200 λέξεις.

 

Απάντηση 

Το ποίημα αναδεικνύει την αξία που έχει το να ξεπερνά ο άνθρωπος τις δυσκολίες που βιώνει, κάνοντας μία στροφή στη ζωή του και γυρίζοντας σε μία προγενέστερη υγιή κατάσταση. Το ποιητικό υποκείμενο, επηρεασμένο ίσως από τον χώρο της Εκκλησίας, προσδίδει σε αυτήν τη «στροφή» έναν ιερό και ταυτόχρονα παράδοξο χαρακτήρα: πρόκειται για ένα «θαύμα». Το θαυμαστό αυτό γύρισμα δεν το παρουσιάζει απρόσωπα. Ουσιαστικά το συνδέει με τον αναγνώστη του, τον οποίο οπτικοποιεί με εικόνες και γλαφυρές μεταφορές: είναι ένας άνθρωπος «πεσμένος», με μάτια «κουρελιασμένα», ίσως από την ταλαιπωρία ή την εξαθλίωση, με μια «κόλαση» στο μέσα του και «χωρίς προοπτική» στο έξω του. «Να γυρίζεις», θα του πει και θα του ξαναπεί κυκλικά το ποιητικό υποκείμενο. «Αυτό είναι το θαύμα». Αξιοποιώντας το β ́ ενικό ρηματικό πρόσωπο και συνοδεύοντάς το με μια μάλλον διφορούμενη υποτακτική, δυνητική ή προτρεπτική, ανοίγει μια γέφυρα επικοινωνίας με τον δέκτη του, για να του τονίσει: «Μέσα σου έχεις τη δύναμη να κάνεις το θαύμα. ΜΠΟΡΕΙΣ να γυρίσεις στην καλή σου πλευρά». Ή, ακόμα καλύτερα, «ΚΑΝΕ το προσωπικό σου θαύμα! ΓΥΡΝΑ τη ζωή σου! ΣΗΚΩ πάνω και στάσου στα πόδια σου».

Κατά την προσωπική τους τοποθέτηση απέναντι στο «θαύμα» του ποιήματος, οι μαθητές/μαθήτριες αναμένεται να δηλώσουν ότι θα ήθελαν να το βιώσουν. Ίσως βέβαια κάποιος/κάποια ισχυριστεί ότι δεν έχει ζήσει μία έντονα δυσάρεστη κατάσταση ώστε να έχει ανάγκη από ένα τέτοιο θαύμα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, κάθε τεκμηριωμένη απάντηση θα πρέπει να είναι αποδεκτή.

 

 

[Η μοίρα της Πολυξένης]

 

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Το τρίτο στεφάνι» (Αθήνα: Εξάντας 1987) του Κώστα Ταχτσή (1927-1988), το οποίο αναφέρεται στη ζωή δύο μικροαστών γυναικών στην Ελλάδα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

 

Όπως έλεγα τις προάλλες στην κυρία Ροσσοπούλου, δεν πρέπει να προεξοφλεί κανείς τίποτα σ’ αυτή τη ζωή, ούτε να μακαρίζει κανέναν πριν δει το τέλος του. Οι αρχαίοι είχαν δίκιο. Αυτός για τον οποίο δε στενοχωριόταν καθόλου η κυρα- Εκάβη, τον γαμπρό της, επειδή ήξερε πώς ήταν μακριά απ’ τη φωτιά, αυτός πού φθονούσε ή θεία Κατίγκω, αυτός ακριβώς σκοτώθηκε απ’ τούς πρώτους. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος[1], επιστρατεύτηκε αμέσως, δυο ημερών γαμπρός, κι εστάλη ως ανθυπίατρος σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο των Πατρών. Κατά τη διάρκεια μιας αεροπορικής επιδρομής, τον πήρε ένα βλήμα τη στιγμή πού ’τρεχε μ’ έναν τραυματιοφορέα να φέρει μέσα έναν πληγιασμένο, και τού ’κόψε, έξω από μάς, την καρωτίδα πέρα για πέρα.

Όταν τον έθαψε και γύρισε στην Αθήνα, μάζεψε η καημένη ή Πολυξένη τα ρούχα της και γύρισε στο σπίτι της κυρα- Εκάβης. Τα πεθερικά της δεν τής πρότειναν καν να μείνει μαζί τους. Ακόμα κι όταν έμαθαν ότι ήταν έγκυος, δε ζήτησαν ούτε μια φορά να τη δουν. Ως τότε την είχαν ανεχθεί προς χάριν του Αλέξανδρου, έναν γιο τον είχαν, δεν ήθελαν να τον κακοκαρδίσουν. Μα όταν έλειψε εκείνος απ’ τη μέση, άρχισαν να της κάνουν μούτρα. Ποιος ξέρει; Ίσως, στα βάθη της καρδιάς τους, να τη θεωρούσαν υπεύθυνη για τον θάνατό του. Οι άνθρωποι είναι καμιά φορά τρομερά παράλογοι. Και βρέθηκε, το καημένο το κορίτσι, όχι μόνο στον ίδιο παρονομαστή, αλλά σε πολύ χειρότερο. Γιατί την άφησε μεν με μερικά λεφτά και μια μικρή σύνταξη πού της επέτρεπαν στο εξής να ζει χωρίς να παλεύει για ένα ψωρομεροκάματο, αλλά και μ’ ένα μωρό στην κοιλιά και με την καρδιά, όπως λένε, κομμάτια. Αλλ’ ή Πολυξένη, αντίθετ’ απ’ τη μάνα της, ήταν από κείνους τούς στωικούς τύπους ανθρώπων πού δε διαμαρτύρονται ποτέ φωναχτά για τη μοίρα τους, που δεν μιλάνε ποτέ για τον εαυτό τους, που δεν σ’ ανοίγουν εύκολα την καρδιά τους. Αν και την εποχή εκείνη, μ’ όλο που ήρθε κάμποσες φορές στο σπίτι και με την κυρά-Εκάβη και μόνη της, δε μου δόθηκε βέβαια αρκετός καιρός να τη γνωρίσω. Όταν έκανε, στα τέλη Φεβρουάριου, την αποβολή, αν πιστέψουμε πώς ήταν αποβολή, ο γιατρός διέταξε αλλαγή κλίματος. Αποφάσισε να πάει να μείνει με την Ελένη — η Ελένη είχε εγκατασταθεί εν τω μεταξύ στην Καλαμάτα, για να ’ναι κοντά στο «λεγάμενο» — κι έκανα σχεδόν τρία χρόνια να την ξαναδώ.

 

Πώς αντιμετωπίζει την Πολυξένη η οικογένεια του άντρα της μετά τον θάνατό του και γιατί; Εσύ δικαιολογείς την αντιμετώπισή αυτή ή όχι και γιατί; (150-200 λέξεις).

Απάντηση

Η Πολυξένη, μετά τον θάνατο του άντρα της, αναγκάζεται να γυρίσει στο πατρικό της στην Αθήνα («η καημένη η Πολυξένη»: προσοχή στον κειμενικό δείκτη του χαρακτηρισμού). Η οικογένεια του συζύγου της δεν ενδιαφέρεται σε καμία περίπτωση για την τύχη της, ακόμη κι όταν πληροφορούνται ότι η Πολυξένη κυοφορεί («δεν της πρότειναν καν … μαζί τους» // «δεν ζήτησαν καν να τη δουν»: οι αλυσιδωτές αρνήσεις περιγράφουν με ενάργεια τη στάση των πεθερικών). Από την αρχή, έθρεφαν μία αντιπάθεια για το πρόσωπό της, την οποία δεν εκδήλωναν μόνο και μόνο για να μην στενοχωρήσουν τον γιο τους («ως τότε την είχαν ανεχτεί»: το λεξιλόγιο, στο σημείο αυτό, ως κειμενικός δείκτης, υποδεικνύει την υφέρπουσα περιφρόνηση προς την Πολυξένη). Μετά τον θάνατό του όμως, δεν είχαν κανένα λόγο να μη φανερώσουν τα πραγματικά τους συναισθήματα («άρχισαν να της κάνουν μούτρα»: στερεότυπη ιδιωματική έκφραση του καθημερινού λεξιλογίου που αισθητοποιεί τη στάση τους). Η αφηγήτρια ισχυρίζεται ότι φτάνουν ίσως στο σημείο να τη θεωρήσουν υπεύθυνη για τον θάνατό του, πράγμα το οποίο η ίδια (η αφηγήτρια) κρίνει ως παράλογο («Ίσως στα βάθη … παράλογοι»). Η Πολυξένη βρίσκεται ολομόναχη στον κόσμο με μία ισχνή οικονομική στήριξη λόγω χηρείας αλλά και με ένα μωρό στην κοιλιά («Και βρέθηκε, το καημένο το κορίτσι, … κομμάτια»: προσοχή στην επανάληψη του χαρακτηρισμού που δίνει έμφαση στη μοίρα της ηρωίδας). Η αφηγήτρια αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο η αποβολή, που είχε σε λίγο καιρό, να ήταν εκούσια διακοπή κύησης (ο υποθετικός λόγος: «αν πιστέψουμε πώς ήταν αποβολή»), ως αντίδραση στις συμφορές που την έπληξαν.

O κυριότερος λόγος, για τον οποίο η οικογένεια του νεκρού συζύγου έχει αυτή την αντιμετώπιση απέναντι στην Πολυξένη, είναι η αντίληψή τους ότι η γυναίκα αυτή είναι κατώτερη, άρα «δεν αξίζει» στον μοναχογιό τους – είτε για λόγους οικονομικούς και κοινωνικούς είτε λόγω της στερεοτυπικής πεποίθησης ότι η γυναίκα δεν είναι ίση με τον άντρα είτε, το πιθανότερο, και για τους δύο αυτούς λόγους: η Πολυξένη υπάρχει μόνο για να εξυπηρετεί τις σωματικές και ψυχικές ανάγκες ενός άντρα. Από τη στιγμή που ο άντρας αυτός, εν προκειμένω ο γιος τους, δεν βρίσκεται στη ζωή, η Πολυξένη διώχνεται και μάλιστα με τρόπο περιφρονητικό.

Στο δεύτερο ζητούμενο οι μαθητές απαντούν ελεύθερα, βασισμένοι στις δικές τους αντιλήψεις, παραστάσεις και βιώματα. Κάθε άποψη θεωρείται σωστή αρκεί να είναι συνεκτική, σαφής και τεκμηριωμένη.

 

 

[1] Ο Ελληνοϊταλικός, το 1940

 

Έθιμα ταφής

ΧΑΝΑ ΚΕΝΤ (1985 – )

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το ομώνυμο βιβλίο της Κεντ, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, εκδόσεις Ίκαρος, 2013. Πρωταγωνίστρια του βιβλίου είναι η Άγνες Μάγκνουσντότιρ, η τελευταία γυναίκα στην οποία επιβλήθηκε η θανατική ποινή στην Ισλανδία, το 1829.

 

Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία της κάμαρας ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται, έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μία γκρίζα τολύπα[1] καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλο, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Πού θα είμαι τότε εγώ;

Ώρες ώρες μου φαίνεται πως το ξαναβλέπω το αγρόκτημα να καίγεται μέσα στο σκοτάδι. Ώρες ώρες νιώθω τον πόνο του χειμώνα βαθιά στα πνευμόνια μου, μου φαίνεται πως βλέπω τις φλόγες να καθρεφτίζονται στον ωκεανό, το παράξενο το νερό, πως τρέμει το στο φως. Υπήρχε μία στιγμή εκείνη τη νύχτα που γύρισα και κοίταξα πίσω. Κοίταξα πίσω και είδα τη φωτιά, κι αν γλείφω το δέρμα μου, γεύομαι ακόμα το αλάτι. Τον καπνό.

Δεν έκανε πάντα τόσο κρύο.

Ακούω βήματα.

 

Αξιοποιώντας τρία στοιχεία του Κειμένου 3 να αναφερθείς στη συναισθηματική κατάσταση στην οποία, κατά τη γνώμη σου, βρίσκεται η ηρωίδα του Κειμένου 3. Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σου δημιουργούνται σε σχέση με αυτήν; (150-200 λέξεις).

Απάντηση

Οι μαθητές/-τριες θα μπορούσαν, ανάλογα με τον παραστατικό τους κύκλο, να αναγνωρίσουν ως κυρίαρχα συναισθήματα τον φόβο, την οργή, τη ματαίωση, την υπαρξιακή αγωνία για το άγνωστο/τον θάνατο που επέρχεται σύντομα.

Στοιχεία του κειμένου που μπορούν να αξιοποιηθούν, για να υποστηρίξουν τη θέση τους, είναι (αρκούν τρία για να θεωρηθεί πλήρης η απάντηση):

  • Η χρήση α´ προσώπου, η οποία υπογραμμίζει την άμεση πρόσβαση στις σκέψεις και στα συναισθήματα της ηρωίδας.
  • Η αντίθεση ανάμεσα σε αυτούς που την καταδίκασαν, μάλιστα δεν τους κατονομάζει (π.χ. «είπαν», «αυτοί») και στην ίδια, αλλά και σε όσους θα ακολουθήσουν τη δική της πορεία (Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλο…».
  • Το ερώτημα «Πού θα είμαι τότε εγώ;» που δηλώνει τη βαθύτερη υπαρξιακή αγωνία/απορία της ηρωίδας, αλλά και κατ’ επέκταση όλων των ανθρώπων μπροστά στον θάνατο.
  • Η εναλλαγή ρηματικών χρόνων παρόν («φαντάζομαι», «νιώθω») μέλλον («θα χαθώ», «θα σκορπίσω») και παρελθόν («υπήρχε», «κοίταξα») με την οποία δηλώνεται η σύγχυση της ηρωίδας, υπογραμμίζεται ο σχεδόν παραληρηματικός τόνος της.
  • Η εκτενής χρήση συνυποδηλωτικού λόγου, μεταφορών (π.χ. «έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων», «είμαστε όλοι φλόγες κεριών») με τις οποίες επιδιώκεται να αποτυπωθούν εναργέστερα για τον αναγνώστη οι συναισθηματικές διακυμάνσεις της ηρωίδας.
  • Ο συνδυασμός μικροπερίοδου λόγου (π.χ. «Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω.») και ασύνδετου σχήματος (π.χ. «Ώρες ώρες νιώθω τον πόνο … , πως τρέμει το στο φως») με τον οποίο το κείμενο καθίσταται πιο γοργό και υπογραμμίζεται η αίσθηση του επείγοντος που βιώνει η ηρωίδα (για να ακουστεί ή για να προλάβει).
  • Οι επαναλήψεις λέξεων – κλειδιών: «είπαν – είπαν» για τους μη κατονομαζόμενους δικαστές της, «έκλεψα – έκλεψαν» για το φόνο και την εκτέλεσή της, «βήματα, βήματα» για τους εκτελεστές της, «ώρες ώρες … ώρες ώρες») για την υπογράμμιση της παρούσας κατάστασης/σκέψεων αλλά και για το γεγονός ότι τελειώνουν οι δικές της «ώρες».

Στο β’ σκέλος η εκφώνηση του ερωτήματος επιτρέπει την διατύπωση των προσωπικών θέσεων των μαθητών/-τριών.

Σε κάθε περίπτωση θετικά αξιολογούνται η σαφήνεια στην έκφραση και η κατάλληλη σύνδεση α’ και β ́ σκέλους της απάντησης.

 

 

 

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ

Απόσπασμα από το διήγημα του Γιάννη Μουτάφη, στα «Ανέκδοτα διηγήματα», ΑΠΑΝΤΑ (ΠΕΖΑ), εκδ. Δωδώνη, Αθήνα: 1996.

 

[…] Μια Κυριακή πρωί ο Γιώργης Ντόμπρος διάβαζε την «Καθημερινή» κι έλυνε το σταυρόλεξο. Ξαφνικά μπήκε στο γραφείο ο ανθυπασπιστής, είδε την εφημερίδα κι είπε:

– Καθημερινή διαβάζεις;

– Τι να διαβάσω;

– Γιατί δεν παίρνεις το Βήμα;

– Μ’ αρέσει η Καθημερινή, που έχει κι ωραίο σταυρόλεξο.

– Είδες λοιπόν γιατρέ; Παληκάρι αυτός που έρριξε το όχι! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ!

    Ο Ντόμπρας ένιωσε στη φωνή του ανθυπασπιστή την απόχρωση της φωνής του τσακαλιού. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα.

    Αυτός που κυνηγούσε τους δύο αριστερούς φαντάρους και διάταξε να τους κλείσουν στην απομόνωση για ανάκριση μ’ αφορμή το «όχι» το δικό του; Σαν απορία πετάχτηκε μια λέξη από το στόμα του:

– Εσύ;

– Ναι, εγώ! Εγώ είμαι δημοκρατικός, μα ανάθεμά την για πειθαρχία. Έχω βλέπεις και οικογένεια, ενώ εσύ …

– Κι εγώ έχω οικογένεια. Έχω λεύτερες αδελφές.

– Και ψήφισες και συ «ναι»;

– «Ψήφισα, όπως όλοι», είπε τονίζοντας τις λέξεις ο Γιώργης. Είχε αντιληφθεί την παγίδα του πονηρού ανθυπασπιστή. Και συμπλήρωσε:

– Και τώρα άσε με να λύσω το σταυρόλεξο. Κι όταν βρεις ποιος έρριξε το «όχι» να τον προτείνεις για παράσημο, αφού θαυμάζεις τόσο τους γενναίους.

    Ο ανθυπασπιστής έφυγε απαρηγόρητος.

 

Να ερμηνεύσεις στο Κείμενο 3 την αντίδραση του γιατρού Ντόμπρα στην προσπάθεια του ανθυπασπιστή να μάθει τι ψήφισε στο δημοψήφισμα. Να στηρίξεις την ερμηνεία σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες. Ποιες σκέψεις σού δημιουργεί η ανάγνωση του κειμένου σχετικά με τον βαθμό ελευθερίας εκείνη την εποχή;

Απάντηση

Ο γιατρός ξαφνιάζεται με τις ερωτήσεις-παγίδα του ανθυπασπιστή, γιατί νιώθει πως οι διαθέσεις του δεν συνάδουν με την ιδεολογία του. Ο ανθυπασπιστής υποκρίνεται τον δημοκράτη, τη στιγμή που επιδίωκε την τιμωρία των αριστερών φαντάρων, γεγονός που δείχνει αντιδημοκρατικά αισθήματα. Προσπαθεί να παγιδεύσει τον γιατρό, για να μάθει ποιος ψήφισε «όχι» στο δημοψήφισμα, αλλά ο γιατρός δεν του απαντά, διότι προφανώς φοβάται να αποκαλύψει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο φόβος και η καχυποψία δεν συνάδουν με την Δημοκρατία. Είναι φανερό ότι στο απόσπασμα στήνεται ένα σκηνικό που ταιριάζει σε ανελεύθερες και καταπιεστικές για τους ανθρώπους πολιτικές συνθήκες.

«Ο Ντόμπρας ένιωσε στη φωνή του ανθυπασπιστή την απόχρωση της φωνής του τσακαλιού. Έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα.» Ο μεταφορικός λόγος δείχνει τον αιφνιδιασμό, αλλά και τον φόβο του ήρωα.

«Κι εγώ έχω οικογένεια. Έχω λεύτερες αδελφές.» Η επανάληψη του ρήματος «έχω» δείχνει την αγωνία του ήρωα. Η αναφορά στις ανύπαντρες (μεταφορά) αδελφές αποτελεί ένα ισχυρό άλλοθι για τον ήρωα ότι δεν είναι αυτός που ψήφισε όχι, διότι έχει οικογενειακές υποχρεώσεις (να αποκαταστήσει τις αδελφές του), φαίνεται να θέλει να απολογηθεί στον ανθυπασπιστή.

«Ψήφισα, όπως όλοι», είπε τονίζοντας τις λέξεις ο Γιώργης. Ο ευθύς λόγος επιτονίζει το σκεπτικό με το οποίο ψήφισε ο ήρωας, ότι δηλαδή κριτήριό του είναι η συμπόρευση με την κοινή πρακτική. 

Ανάλογα με τις ιστορικές του/της γνώσεις, τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό στον οποίο το τραγούδι του/της προκάλεσε αισθητική συγκίνηση ο/η μαθητής/-τρια καλείται να απαντήσει στο γ΄υποερώτημα.

 

 

 

Ελληνική Επαρχία μ.Χ.

 

Πάνος Θασίτης (1923-2008), από τη συλλογή «Εκατόνησος», 1971, στο βιβλίο Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία και Γραμματολογία, τόμος Ε ́, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα.

 

Έφριξε σαν πήγε ο ίδιος, με τα ίδια του τα μάτια και τα είδε.

Τόση ρεμούλα, τέτοιο χάλι, πού να το φανταστεί.

Έβγαλε ευθύς διαταγές τη μια πάνω στην άλλη,

ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε, κάτι να διορθώσει,

κάτι να περισώσει απ’ την καταστροφή.

 

Οι άλλοι, οι από πάνω, μάθαιναν ταχτικά τα νέα.

Τον ζήλο του λαμπρού νέου επάρχου

την ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή

φιλόπτωχο διοίκηση κ.τ.λ.

Μα δεν ανησυχήσαν. «Θα του περάσει», είπαν,

«κι άμα δεν του περάσει

και κάνει τώρα πως δεν ξέρει,

τον αντικαθιστούμε, τον διαγράφουμε,

τον εξαφανίζουμε στο κάτω – κάτω.

 

Το ίδιο μας κάνει συνεπώς κι αν του περάσει

κι αν δεν του περάσει».

 

Η αλήθεια είναι πως του πέρασε και του παραπέρασε.

Ούτε να τον παραμερίσουμε χρειάστηκε

ούτε βέβαια – τον άνθρωπο! – να τον εξαφανίσουν.

 

Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον.

 

Να διερευνήσεις το θέμα που, κατά τη γνώμη σου, πραγματεύεται το Κείμενο 3, να στηρίξεις την ερμηνεία σου σε τρεις κειμενικούς δείκτες και να εκφράσεις την προσωπική σου άποψη για το ζήτημα που θίγεται (150-200 λέξεις).

Απάντηση

Οποιαδήποτε άποψη διατυπώνεται από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Θετικά αξιολογείται η προσπάθεια του/της μαθητή/-τριας να προσδιορίσει με σαφήνεια και συντομία το θέμα σχετικά:

  • με τον πολιτικό αμοραλισμό
  • την αλλοίωση των ηθικών αξιών και καταπάτηση των πολιτικών ιδεωδών, προκειμένου να επιτευχθεί η κοινωνική ανέλιξη
  • την ανάγκη για διατήρηση της πολιτικής εξουσίας με κάθε κόστος

 

Εκφραστικοί τρόποι (αρκούν τρεις συνολικά):

  • Χρόνος Αόριστος και γ ́ πρόσωπο → αντικειμενική προβολή της ιστορίας → ο Αόριστος συνάδει με την περιορισμένη διάρκεια των χρηστών ηθών του επίδοξου πολιτικού (ήλεγξε, καυτηρίασε, τιμώρησε)
  • έντονα σαρκαστικός τόνος → στις προτάσεις σε ευθύ λόγο (που βρίσκονται εντός εισαγωγικών),
  • χρήση αξιολογικών επιθέτων με ειρωνική χροιά, π.χ. ακάθεκτη έφεσή του για ευποιία, χρηστή φιλόπτωχο διοίκηση
  • βραχυπερίοδος λόγος → Λειτουργεί σχολιαστικά (Η αλήθεια είναι πως του πέρασε και του παραπέρασε)
  • Χρήση μεταφορών στον τελευταίο στίχο (Ήδη, γοργά ανέρχεται κι έχει λαμπρό το μέλλον), με πρόταξη του χρονικού επιρρήματος, για να φανεί η γρήγορη πολιτική μεταστροφή του έπαρχου.

Τέλος, ο μαθητής/ η μαθήτρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/ της κύκλο, μπορεί να τοποθετηθεί ως προς την επικαιρική διάσταση του θέματος του Κειμένου 3, αλλά και ως προς το ότι η πολιτική ανηθικότητα ως στάση ζωής είναι καταδικαστέα και σε κάθε εποχή επιφέρει αρνητικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις.

 

Η μονοσήμαντη φύση

Το ποίημα είναι της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ (1939-2020) και περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποίηση 1963-2011» (Αθήνα 2014: Εκδόσεις Καστανιώτη).

 

H φύση με ρομαντική μονοτονία                                           1

σχεδιάζει την άνοιξη της ζωής μας

αντιγράφοντας τα δικά της εφηβικά όνειρα.

Λουλούδια, λουλούδια με λίγες διαφορές

στο χρώμα, τη στιγμή άνθισης                                               5

που με την κίνησή τους σημαίνουν

την ευγενική καταγωγή κάποιου κήπου

ή την αγριάδα της βλάστησης.

Αέρηδες ταξιδεύουν

μαλλιά ανεμίζουνε                                                                  10

στήθη ξανοίγονται στον ήλιο

κι αμέσως στεγνώνουν τα χνάρια απ’ τα φιλιά.

Άνοιξη, τόσο κοντά στην αρχή

πράσινο, μέλισσες

νεανική πάντα του σύμπαντος η φωνή.                                  15

Αλλ’ όμως τι μονοτονία, τι πλήξη

όλο αυτό το ακατάσχετο φως της ζωής

που να κόβεται ποτέ σου δεν θα δεις

κι όσο επαναλαμβάνεται

τόσο το ευγνωμονείς.                                                             20

 

 

Ποια επίδραση ασκεί η φύση στον άνθρωπο και ποια η ανταπόκριση του ανθρώπου, σύμφωνα με το Κείμενο 3; Ποια η προσωπική σου άποψη; Να απαντήσεις με στοιχεία από το κείμενο σε 150-200 λέξεις.

Απάντηση

Το ποιητικό υποκείμενο αποδίδει λυρικά και με ποικίλα εκφραστικά μέσα την επίδραση της φύσης στον άνθρωπο:

  • η φύση διαμορφώνει τον άνθρωπο, τον εξελίσσει, τον κάνει «ν’ ανθίζει» (στ. 1-3 μεταφορά και προσωποποίηση) ·
  • η φύση προσδιορίζει τις ομοιότητες, εφόσον όλοι είμαστε όμορφοι τη στιγμή της άνθισης (όλοι οι άνθρωποι είναι λουλούδια στον κήπο της φύσης, με «λίγες διαφορές στο χρώμα», στ. 4-5 μεταφορές), αλλά και τις διαφορές (οι χαρακτήρες εκδηλώνονται είτε με ευγένεια και διακριτικότητα – στ. 6-7 – είτε με αμεσότητα και με ένταση – στ. 8, αλυσιδωτές μεταφορές)·
  • η φύση εκθέτει τον άνθρωπο σε ερεθίσματα (στ. 9-11, μεταφορικές εικόνες και σύμβολα) και αλλαγές / δεν του αφήνει περιθώριο για πολλούς συναισθηματισμούς (στ. 12, οπτική εικόνα) ·
  • η φύση / ολόκληρος ο περιβάλλων κόσμος μένει πάντα νέος (στ. 13-14 συμβολικός λόγος, αλληγορία) και πάντα ανανεώνεται (στ. 15, προσωποποίηση).

Η ανταπόκριση του ανθρώπου στην επίδραση της φύσης αισθητοποιείται από το ποιητικό υποκείμενο ως αντιφατική:

  • από τη μία το σταθερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο της φύσης (στ. 17-18 με τη βασική μεταφορά «το ακατάσχετο φως της ζωής») θεωρείται από τον άνθρωπο δεδομένο και τυπικό μέχρις αδιαφορίας (στ. 16, υπερβολή: «τι μονοτονία, τι πλήξη»)
  • από την άλλη όμως ο άνθρωπος αυτό ακριβώς το επαναλαμβανόμενο στοιχείο ευγνωμονεί, διότι αυτό σημαίνει ζωή (στ.19-20).

Οπωσδήποτε στην απάντηση των μαθητών / μαθητριών δεν αναμένονται οπωσδήποτε τα παραπάνω στοιχεία, και μάλιστα στο σύνολό τους. Ο καθένας / η καθεμία, ανάλογα με τον παραστατικό του / της κύκλο, διαμορφώνει προσωπική ερμηνεία του ποιήματος και προσωπική θέση.

 

[Προσπάθεια παρηγορίας]

Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Τυφλόμυγα», εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα: 1999.

 

Ο Ιάσονας σκεφτόταν ποια απ’ όσες ιστορίες είχε ακούσει το χειμώνα στο καφενείο θα ταίριαζε με την περίσταση. Έπρεπε να είναι μια ανώδυνη και κατευναστική, που θα κατάφερνε όμως να παρασύρει τον πόνο του Σίμου. Δίσταζε ανάμεσα σε μια διήγηση με φαντάσματα και σε μια άλλη, που ήταν σκαμπρόζικα ανέκδοτα απ’ τη ζωή του τοπικού δημάρχου.

Τον πρόλαβε ο Αλέξης, που άρχισε να λέει για το φοβερό καύσωνα που είχε πλήξει τις προηγούμενες ημέρες τη Δυτική Ευρώπη.

«Στη Βαρκελώνη», άρχισε να λέει, «το θερμόμετρο είχε δείξει 48 βαθμούς Κελσίου και τα οστά της Αγίας Ευλαλίας, της προστάτιδας της πόλης, είχαν αρχίσει να κονιορτοποιούνται, πράγμα που οδήγησε σε απόγνωση μοναχούς και πιστούς. Και καλά οι Ισπανοί, που, όσο να πεις, είναι μαθημένοι στη ζέστη, αλλά οι Εγγλέζοι τα βρήκαν σκούρα. Στο Λονδίνο, εξαιτίας του καύσωνα, χάλασε ο μηχανισμός της γέφυρας στον Τάμεση και στα Χάιλαντς της Σκωτίας νέφη αφρικανικής άμμου γέμισαν τις πεδιάδες. Άνθρωποι ασυνήθιστοι στη ζέστη έτρεξαν να βρουν δροσιά στις παραλίες, μ’ αποτέλεσμα να πνιγούν πολλοί στο Μπράιτον και το Σκάρμπορο».

Η σιωπή του Σίμου σήμαινε ότι ο Αλέξης είχε βρει το σωστό στυλ διήγησης. Αληθοφανείς ακρότητες, που όμως σε παρασύρουν και δε νοιάζεσαι ποιο απ’ όλα είναι αλήθεια και ποιο υπερβολή. Σου νανουρίζουν τους πόνους, τους όποιους πόνους, ψυχικούς και σωματικούς.

«Κι εγώ είδα προχτές στην τηλεόραση, σε μια ανταπόκριση απ’ τη Νέα Υόρκη», πήρε τη σκυτάλη του λόγου ο Ιάσονας, αποφασισμένος να συνεχίσει στο ίδιο ύφος, «ότι πολλοί προσπάθησαν ν’ αυτοκτονήσουν τρώγοντας χώμα απ’ τις γλάστρες των φυτών εσωτερικού χώρου. Τέτοια απελπισία και απόγνωση. Εκεί όχι εξαιτίας της ζέστης, αλλά λόγω μιας τρομερής υγρασίας και ταυτόχρονης άπνοιας, που τους βασάνισε μέρες. Τα κλιματιστικά είχαν βγει εκτός λειτουργίας και ορισμένοι υστερικοί προτίμησαν να πεθάνουν στη σκοτεινιά των διαμερισμάτων τους. Άκου να φάνε χώμα! Απίστευτο μου φαίνεται. Τελικά οι άνθρωποι των πόλεων έχουν μειωμένες αντοχές. Έχουν καλομάθει με τα συστήματα και τον πολιτισμό και μόλις στραβώσει κάτι, πάει χάνονται. Το λέω αυτό» (ο Ιάσονας είχε πάρει φόρα, βλέποντας το μισονυσταγμένο βλέμμα του Σίμου, που σήμαινε ότι όντως τον χαλάρωνε ο μαγικός ρεαλισμός των διηγήσεών του) «διότι αντίθετα απ’ τους Νεοϋορκέζους, δεκάδες κάτοικοι της Βομβάης έστησαν ένα τεράστιο γλέντι – το είδα κι αυτό στην ίδια εκπομπή, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τότε που βάζουν τα καλύτερα – για να δείξουν ότι δεν φοβούνται τις φήμες που έλεγαν ότι η νέα πανσέληνος θα έφερνε μεγάλο σεισμό…»

 

Να διερευνήσεις στο Κείμενο 3, αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες, πώς επιδρούν στον Σίμο οι ιστορίες του Ιάσονα και του Αλέξη. Στη θέση τους πώς θα λειτουργούσες; (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οι ιστορίες του Ιάσονα και του Αλέξη ηρεμούν τον Σίμο και τον κάνουν να χαλαρώσει, να ξεχάσει το πρόβλημά του.

«ανώδυνη και κατευναστική»: Με τις μεταφορές αποδίδεται η πρόθεση του Ιάσονα να κατευνάσει τον πόνο του Σίμου. (να παρασύρει τον πόνο του Σίμου)

«Σου νανουρίζουν τους πόνους, τους όποιους πόνους, ψυχικούς και σωματικούς»: Με την προσωποποίηση, το β΄ ενικό πρόσωπο και τον μεταφορικό λόγο προβάλλεται η κατευναστική επίδραση που μπορούν να έχουν παρόμοιες ιστορίες στην ψυχολογία ενός ατόμου.

(ο Ιάσονας είχε πάρει φόρα, βλέποντας το μισονυσταγμένο βλέμμα του Σίμου, που σήμαινε ότι όντως τον χαλάρωνε ο μαγικός ρεαλισμός των διηγήσεών του): Η πληροφορία που δίνει η παρένθεση ως επιμέρους πληροφορία της αφήγησης αποδίδει με τρόπο διακριτό το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Ιάσονα (… πήρε τη σκυτάλη του λόγου ο Ιάσονας, αποφασισμένος να συνεχίσει στο ίδιο ύφος)

Ανάλογα με τα βιώματα που συνιστούν τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης ο/η μαθητής/-τρια καλείται να διατυπώσει την προσωπική του/της άποψη.

[1] Το μικρό κομματάκι καπνού που ταξιδεύει στον αέρα.

 

ΑΟΥΤΕΛ – ΑΟΥΤΟ ΕΛΕΚΤΡΙΚΑ

Το ακόλουθο απόσπασμα προέρχεται από το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χατζή (1913-1981), Το διπλό βιβλίο (δεύτερη έκδοση ξανακοιταγμένη, Αθήνα: «Κείμενα», 1977, σ. 27-28).

 

Αυτό είναι, λοιπόν, το ΑΟΥΤΕΛ.[1] Αυτός είμαι και γω μέσα σ’ αυτό. Τέσσερα χρόνια και πάω για το πέμπτο –και, βλέπεις, δεν ξέρω περισσότερα να σου πω. Σκέφτομαι μόνο πως δεν είναι κανένα πράμα παράξενο και που να γίνεται μονάχα με μένα –επειδής τυχαίνει κ’ είμαι και λίγο κουτός. Κι άλλους να ρωτήσεις, που δεν είναι, δε θα ξέρουν κι αυτοί να σου πουν περισσότερα. Θέλω να πω πως χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα, σε χιλιάδες και χιλιάδες τέτοια μεγαθήρια, μπαίνουμε-βγαίνουμε και δουλειά δεν έχουμε μ’ αυτό που γίνεται μέσα, δουλειά δεν έχουμε με τους άλλους που βρίσκονται δίπλα μας. Όπως το ’πα κιόλας, μια τζαμαρία με χωρίζει απ’ όλα, τα μηχανήματα, την παραγωγή, το μηχανισμό της, το σύστημα. Όλα μέσα απ’ αυτήν την τζαμαρία τα βλέπω –όσα βλέπω. Και τα πρόσωπα που ’ναι γύρω μου, μέσ’ απ’ αυτήν τα βλέπω κι αυτά. Δεν την καλοβλέπω τη μορφή τους, είναι κάπως σα να μην έχουνε πρόσωπο. Οι άλλοι, λέω, από την άλλη μεριά της, δεν θα με βλέπουνε καν.

Και λέω, λοιπόν, πως στο ξυλάδικο τότε του Βόλου τα ξέραμε όλοι μας όλα. Εξαιτίας εκεί το χαμηλό μας επίπεδο. Εδώ δεν ξέρουμε τίποτα –εξαιτίας βέβαια το ψηλό μας επίπεδο. Και ψηλό επίπεδο, λοιπόν, αυτό θα πει –να ξέρουμε μόνο την πληρωμή που θα πάρουμε- και τους άλλους που στέκονται γύρω μας να τους βλέπουμε σαν να μην έχουνε πρόσωπο. Έπρεπε να ’ρθω, τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα από τη Σούρπη[2] ίσαμε δω, για να το μάθω. Να μάθω πως αυτός είναι ο δικός μας ο κόσμος, ο σημερινός ο κόσμος, που λένε.

 

Να ερμηνεύσεις τη συναισθηματική στάση του αφηγητή απέναντι στον χώρο και στη φύση της εργασίας του στο Κείμενο 3, αξιοποιώντας τρεις κειμενικούς δείκτες. Πιστεύεις ότι είναι δικαιολογημένη ή όχι και γιατί; Να απαντήσεις σ’ ένα κείμενο 150-200 λέξεων.

Απάντηση 

Ενδεικτικοί άξονες της απάντησης:

Ο αφηγητής νιώθει αποξενωμένος από τον χώρο και τη φύση της εργασίας του. Με έναν λόγο άμεσο, ευθύ και έντονα προφορικό («που να γίνεται μονάχα με μένα», «επειδής τυχαίνει»), δηλωτικό της ταπεινής κοινωνικής του προέλευσης, εξομολογείται σε α’ ενικό πρόσωπο την εργασιακή αλλοτρίωση που βιώνει. Εργάζεται σε ένα γερμανικό εργοστάσιο- μεγαθήριο, αλλά δεν γνωρίζει ουσιαστικά ούτε το αντικείμενο της δουλειάς του ούτε τους συν-εργάτες του: η επανάληψη της πρότασης «δουλειά δεν έχουμε» υπογραμμίζει εμφατικά, μέσω της λανθάνουσας εναντίωσης, αυτή την αναπάντεχη και παράδοξη άγνοια. Βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τα μηχανήματα, τους ανθρώπους, την παραγωγή, αλλά ουσιαστικά και ψυχικά είναι μόνος του, καθώς το όλο σύστημα στο οποίο εργάζεται είναι απρόσωπο και απάνθρωπο. Η αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στο επαναλαμβανόμενο ρήμα «βλέπω» και στην άρνησή του («Δεν την καλοβλέπω τη μορφή τους», «δεν θα με βλέπουνε καν») τονίζει την απομόνωση και τη μοναξιά του. Ο σύγχρονος ευρωπαϊκός, αλλοτριωμένος κόσμος της εργασίας του, με το υποτιθέμενο υψηλό του επίπεδο, αντιπαρατίθεται ειρωνικά στο «ξυλάδικο του Βόλου», όπου η εργασία και η συν-εργασία είχε ανθρώπινο πρόσωπο, παρά το υποτιθέμενο χαμηλό της επίπεδο. Η πληρωμή, όμως, υπαρκτή στο γερμανικό μεγαθήριο, αλλά ανύπαρκτη στο ελληνικό ξυλάδικο είναι τελικά αυτή που υποσκελίζει τα πάντα και κάνει ανεκτή την αλλοτρίωση που υφίσταται ο αφηγητής.

Ο μαθητής/η μαθήτρια διατυπώνει ελεύθερα την άποψή του για τη συναισθηματική στάση του αφηγητή, ανάλογα με τον παραστατικό του/της κύκλο και τις προσλαμβάνουσες που έχει. Οποιαδήποτε διαπίστωση από τους/τις μαθητές/μαθήτριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον μπορεί να τεκμηριωθεί με στοιχεία/χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

 

 

Το ελάχιστο

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953 -), Μικροδιήγημα από τη συλλογή «Νοέμβριος», Πατάκης, Αθήνα: 2014.

 

Διάβαζα ένα τεράστιο μυθιστόρημα που δεν διαβάζεται. Κουράστηκα. Μπάφιασα. Πόθησα την απόλαυση του συμπυκνωμένου ελάχιστου-θυμήθηκα τον παππού μου τον Θόδωρο, που στην Αρετσού της πόλης, κάποτε, επί ώρες έπινε μιαν ολόκληρη νταμιτζάνα ούζο χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, παρά γλείφοντας μόνο το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου.

 

Να ερμηνεύσεις στο Κείμενο 3 τη στάση του αφηγητή προς την ανάγνωση αξιοποιώντας τρεις σχετικούς κειμενικούς δείκτες. Να εκφράσεις την προσωπική σου σχέση με την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων. (150-200 λέξεις)

Απάντηση

Οποιαδήποτε διαπίστωση από τους/τις μαθητές/-τριες θεωρείται αποδεκτή, εφόσον

μπορεί να συσχετιστεί/ τεκμηριωθεί με στοιχεία/ χωρία του κειμένου, χωρίς να δίνεται με τρόπο αυθαίρετο.

Ενδεικτικοί άξονες της απάντησης:

 

Ο αφηγητής θεωρεί το «ελάχιστο», το κεφάλι ενός παστωμένου τσίρου ως πηγή γευστικής απόλαυσης, σε αντίθεση με ένα εκτενές και κουραστικό μυθιστόρημα, που αποτυγχάνει να του δώσει αισθητική απόλαυση για την οποία κανονικά προορίζεται ως έργο τέχνης. Με αυτή την αναλογία και την ανάμνηση του παππού επιδιώκει να τονίσει την προτίμησή του σε σύντομα («απόλαυση συμπυκωμένου ελάχιστου») λογοτεχνικά κείμενα και όχι εκτενή μυθιστορήματα που κουράζουν («Κουράστηκα. Μπάφιασα») με τις αναλυτικές και λεπτομερείς (για κάποιους ανούσιες) περιγραφές και αφηγήσεις.

Κειμενικοί δείκτες που αξιοποιούνται:

  • Αντιθετική χρήση επιθέτων: τεράστιο μυθιστόρημα – συμπυκνωμένου ελάχιστου
  • Πρωτοπρόσωπη αφήγηση ως αληθοφανής αποτύπωση του προσωπικού βιώματος και της ανάμνησης, ως κατάθεσης της προσωπικής μαρτυρίας.
  • Επανάληψη και κλιμάκωση: χωρίς ψωμί, χωρίς μεζέ, χωρίς τίποτε, κ.λπ.
  • Η λιτότητα της αφήγησης για ένα ζήτημα θεμελιώδες, όπως η απλότητα (δημιουργείται έτσι εμφατική αντίθεση).

Η απάντηση στο τρίτο ζητούμενο είναι ελεύθερη, ανάλογα με τις προσωπικές επιλογές των μαθητών/-τριών.

 

 

Οικο-λογική εν-συναίσθηση

Χάρης Μελιτάς, ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΑΚΟΥ, από τη συλλογή Εξαιρέσεις, Μανδραγόρας, 2018.

 

Ξεχείλιζε το θέρος στο νησί

η θάλασσα σπινθήριζε στο βάθος.

Στην παραλία πλήθος ετερόκλητο

πάλι καλά που βρήκαμε τραπέζι.

Ένα κορίτσι σαν το γάλα μες στις μύγες

παρέδωσε τη λίστα με τα ψάρια.

Σηκώθηκα να ρίξω μια ματιά.

Ευρύχωρο το μαγαζί, στους τοίχους 

αρμένιζαν καράβια αραγμένα.

Και τότε πρόσεξα στο γυάλινο κουτί

το βλέμμα του αστακού που μου μιλούσε.

«Αυτόν», υπέδειξε ένα άγνωστο παχύδερμο

με ανοικτό πουκάμισο και δασωμένο στήθος.

Προβλέψιμο το τέλος της παράστασης

απ’ το περίοπτο γυαλί στην κατσαρόλα.

Χίλιες φορές τινάχτηκε ψηλά.

Χίλιες φορές σπαρτάρησε πριν φύγει.

 

Ο ήλιος κατηφόριζε στη θάλασσα.

Τρεμόσβηνε το βαλς των πιρουνιών

ήταν η ώρα η καλή των οδοντογλυφίδων.

Φόρεσα τα γυαλιά μην προδοθώ

πως έκρυβα στο βλέμμα μου βαθιά

το βλέμμα του αστακού, το ραγισμένο.

 

Ποια είναι η συναισθηματική αντίδραση του ποιητικού υποκειμένου στο σκηνικό που στήνεται στο Κείμενο 3, πώς αυτή αποδίδεται εκφραστικά (τρεις αναφορές αρκούν) και πώς εσύ κρίνεις την αντίδρασή του; Η απάντησή σου να εκτείνεται σε 150-200 λέξεις.

 

Απάντηση 

Επισημαίνεται ότι ο/η μαθητής/-τρια εκφράζει την προσωπική του/της τοποθέτηση με αφόρμηση το λογοτεχνικό κείμενο και ότι οποιαδήποτε απάντηση, κατάλληλα τεκμηριωμένη, είναι αποδεκτή.

Στην αρχή του ποιήματος δίνονται οι χωροχρονικές συντεταγμένες της «ιστορίας»: παραθαλάσσια τοποθεσία, φαροταβέρνα κάποιο καλοκαίρι. Η αρχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου χαρακτηρίζεται από ευδιαθεσία και αίσθημα καλοτυχίας: «Ξεχείλιζε το θέρος στο νησί/η θάλασσα σπινθήριζε στο βάθος./Στην παραλία πλήθος …/πάλι καλά που βρήκαμε τραπέζι.», η οποία αποδίδεται με πρωτότυπους συνδυασμούς λέξεων με μεταφορική χροιά «Ξεχείλιζε το θέρος στο νησί» και αναστροφή/ανατροπή παροιμιακών εκφράσεων/γνωμικών: «Ένα κορίτσι σαν το γάλα μες στις μύγες/παρέδωσε τη λίστα με τα ψάρια». Η μετέπειτα δέση/εξέλιξη της ιστορίας επιφέρει μετασχηματισμό της κατάστασης’ η πρόκλησή της οφείλεται στην «τύχη» του αστακού: «Προβλέψιμο το τέλος της παράστασης/απ’ το περίοπτο γυαλί στην κατσαρόλα./Χίλιες φορές τινάχτηκε ψηλά./Χίλιες φορές σπαρτάρησε πριν φύγει.». Το ποιητικό υποκείμενο δεν μένει ασυγκίνητο στο «βλέμμα του αστακού που μου μιλούσε». Την περιγραφή και την αφήγηση των -συνηθισμένων σε μια ταβέρνα- γεγονότων διαδέχεται ο καυτηριασμός τους από τους -με ειρωνικό, περιπαικτικό ύφος- διατυπωμένους στίχους: «Τρεμόσβηνε το βαλς των πιρουνιών/ήταν η ώρα η καλή των οδοντογλυφίδων.» Το τέλος επέρχεται και η λύση αφορά τις αναδυόμενες ενοχές που «τύπτουν» τη συνείδηση του ποιητικού υποκείμενου σχετικά με τη μοίρα μιας έμβιας οντότητας που είναι βρώσιμη και κατ-αναλώσιμη, εκφρασμένη σε α’ ενικό και με κτητική αντωνυμία α’ προσώπου: «Φόρεσα τα γυαλιά μην προδοθώ/πως έκρυβα στο βλέμμα μου βαθιά/το βλέμμα του αστακού, το ραγισμένο». Οι καταληκτικοί αυτοί στίχοι μάλλον συνιστούν έναν απολογητικό εσωτερικό μονόλογο για τη σχέση μας με τα ζώα.

Ο/Η μαθητής/-τρια, ανάλογα με τον παραστατικό του/της κύκλο και τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης, κρίνει την αντίδραση του ποιητικού υποκειμένου. Να σημειωθεί ότι η κρίση πρέπει να είναι τεκμηριωμένη.

 

Προφητεία

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή  του Αργύρη Χιόνη «Η φωνή της σιωπής», Ποιήματα 1966-2000,εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2019.

 

 «Θα ‘ρθεί καιρός

που θα στερέψει η θάλασσα

και θα γενούν τα πλοία

καραβάνια

και θα γενεί η ψυχή μας

έρημος

κι οι γλάροι

κατοικίδια όνειρα.

Θα ‘ρθεί καιρός

που θάνατος

δεν θα ‘ναι πια ο βυθός

αλλά ο ήλιος

και νοσταλγία

όχι η στεριά

μα το νερό.

Τότε

και τ’ όνειρο

θ’ αλλάξει χρώμα˙

δεν θα ‘ναι πια γαλάζιο

αλλά κίτρινο.»

 

Να ερμηνεύσεις βασισμένος/η σε τρεις κειμενικούς δείκτες γιατί το ποιητικό κείμενο προφητεύει στους τελευταίους στίχους του Κειμένου 3 ότι το όνειρο από γαλάζιο θα γίνει κίτρινο. Ποια συναισθήματα και σκέψεις σου προκάλεσε η ανάγνωση του κειμένου; (150-200  λέξεις)

Απάντηση

Ο Α. Χιόνης προφητεύει απολύτως δυσοίωνα το μέλλον. Για τον ποιητή κάθε ομορφιά του παρόντος εξελίσσεται σε ένα μελλοντικό «κακό» όνειρο/εφιάλτη. Ως εκ τούτου, το ποιητικό υποκείμενο προφητεύει ότι θα επέλθει οικολογική καταστροφή και το υπέροχο γαλάζιο χρώμα της θάλασσας θα γίνει π.χ. από τη μόλυνση, τη σκουριά κλπ. κίτρινο. Ο/Ημαθητής/τρια,γιανααπαντήσειστηνερώτησηαυτή,μπορεί,επίσης,νααναφερθείσεκάποιους από τους ακόλουθους κειμενικούς δείκτες και στον λειτουργικό τους ρόλο, καθώς και να αιτιολογήσει πώς αυτοί συμβάλλουν ως κατάλληλο «υλικό» στη διαμόρφωση του ύφους του ποιήματος (Ενδεικτικά):

  • Τίτλος: Προφητεία
  • Εικόνες: Οι ποιητικές/οπτικές, κατά κύριο λόγο, εικόνες μεταδίδουν με κατάλληλο λόγο και

ύφος όλες τις σκέψεις/απόψεις του ποιητή, ενώ αισθητοποιούν τις ιδέες και τα έντονα συναισθήματάτου,μέσωφανταστικών(μελλοντικών)παραστάσεωνθαστερέψει ηθάλασσα / θα γενούν τα πλοία καραβάνια / κι οι γλάροι κατοικίδια / τ’ όνειρο θ’ αλλάξει χρώμα ̇ δεν θα ’ναι πια γαλάζιο αλλά κίτρινο

  • Περιγραφή: μέσω της ζωντανής εικονοποιίας, καθώς εξάπτεται η φαντασία του/της αναγνώστη/-στριας, συνδέεται στο ποίημα, χρονικά, το παρόν με το μέλλον και, ιδεολογικά, (σε ατομικό-συλλογικό επίπεδο) οι προβληματισμοί για την καταστροφή-προστασία του περιβάλλοντος
  • Μεταφορές: προσδίδουν στο ποίημα πλούτο, δύναμη, εκφραστικότητα και παραστατικότητα

Οι ποιητικές εικόνες μπορεί εδώ να εκληφθούν, αναλογικά με τη σκληρή πραγματικότητα, και ως μεταφορές θα γενεί η ψυχή μας έρημος / κι οι γλάροι κατοικίδια όνειρα / θάνατος δεν θα ’ναι πια ο βυθός αλλά ο ήλιος και νοσταλγία όχι η στεριά μα το νερό / τ’ όνειρο θ’ αλλάξει χρώμα ̇ δεν θα ’ναι πια γαλάζιο αλλά κίτρινο

  • Χρόνοι ρημάτων: Μέλλοντας, για να αποδοθούν οι τύποι του πότε θα επέλθει η καταστροφή, αλλά και πώς συντελείται αυτή σήμερα. Ο στιγμιαίος ή εξακολουθητικός μέλλοντας φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα θα γίνεται συνέχεια/αδιάλειπτα θα γίνω/γινώ/γενώ,Θα ‘ρθεί καιρός που θα στερέψει η θάλασσα /και θα γενούν τα πλοία/καραβάνια/και θα γενεί
  • Επιρρήματα: Τότε (χρονικό επίρρημα-σε εκείνη την εποχή)
  • Επανάληψη: Θα ‘ρθεί καιρός
  • Αντίθεση: που θάνατος/δεν θα ‘ναι πια ο βυθός/αλλά ο ήλιος/και νοσταλγία/όχι η στεριά/μα το νερό.

Ο/Η μαθητής/-τρια, ανάλογα με τον βαθμό αναγνωστικής ανταπόκρισης και τον παραστατικό του/της κύκλο εκφράζει τεκμηριωμένα τις σκέψεις και τα συναισθήματα που του/της προκάλεσε η ανάγνωση του ποιήματος.

 

[1] ΑΟΥΤΕΛ: γερμανικό εργοστάσιο κατασκευής φώτων για τ’ αυτοκίνητα, στο οποίο εργάζεται ο Έλληνας αφηγητής.

[2] Σούρπη: χωριό του Δήμου Αλμυρού, στο Νομό Μαγνησίας, στη Θεσσαλία.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.