Τα «μυστικά» των φετινών Πανελληνίων

Θέματα 2022 – Αρχαία Ελληνικά – Ημερήσιο Λύκειο – Εσπερινό Λύκειο

Σχολιασμός Θεμάτων

 

Οι εκφωνήσεις του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών Προσανατολισμού ήταν σαφείς και καλά διατυπωμένες, εντός των αντιληπτικών και γνωσιακών δυνατοτήτων των επαρκώς προετοιμασμένων υποψηφίων. Τα θέματα του διδαγμένου κειμένου αξιοποιούσαν συνθετικά τα ερμηνευτικά σχόλια του σχολικού βιβλίου, επιτρέποντας όμως παράλληλα και τον, κατά το δοκούν, εμπλουτισμό τους από προσωπικές γνώσεις ή κρίσεις. Οι εκφωνήσεις της εισαγωγής και των ετυμολογικών δεν προβλημάτισαν, ενώ η επιλογή του παράλληλου κειμένου υπήρξε επιτυχής, διότι «έδεσε» αρμονικά με το συγκρινόμενο διδαγμένο απόσπασμα. Τέλος, το αδίδακτο κείμενο και ειδικά οι εκφωνήσεις του βοήθησαν περισσότερο τους υποψηφίους που αντιλαμβάνονται τον αρχαίο λόγο περισσότερο κριτικά/νοηματικά παρά γλωσσικά/λεξιλογικά.

 

………………………………………………………………..

 

Ενδεικτικές Απαντήσεις

 

Θέμα Α1α

 

  1. Σωστό
  2. Λάθος
  3. Λάθος

 

Θέμα Α1β

 

α. 2

β. 1

γ. 2

δ. 1

 

Θέμα Β1

 

Ο Αριστοτέλης συγκρίνει τον άνθρωπο με τα άλλα αγελαία ζώα, αυτά δηλαδή που συμβιώνουν σχηματίζοντας αγέλες («Διότι δὲ πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον πάσης μελίττης καὶ παντὸς ἀγελαίου ζῴου μᾶλλον, δῆλον»). Η σύγκριση αυτή έχει ως βάση μια ιδιότητα κοινή ανάμεσα στα συγκρινόμενα μέρη: την ιδιότητα του πολιτικού (= κοινωνικού), τη συγκρότηση κοινωνιών. Σε ένα ζωολογικό του έργο ο Αριστοτέλης γράφει ότι πολιτικά (με μεταφορική, βέβαια, σημασία) είναι τα ζώα που αναλαμβάνουν και διεκπεραιώνουν όλα μαζί μια κοινή δραστηριότητα. Ως πολιτικά ζώα μνημονεύει, εκτός από τον άνθρωπο, τη μέλισσα, τη σφήκα, το μυρμήγκι και τον γερανό. Ωστόσο, η σύγκριση ανάμεσα στα άλλα αγελαία ζώα και στον άνθρωπο είναι σύγκριση υπεροχής. Ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αγελαίο ζώο. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από ανώτερο βαθμό κοινωνικότητας. Η ποιοτική διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα αγελαία ζώα θα γίνει φανερή στη συνέχεια, μέσα από τη σύγκριση του τρόπου επικοινωνίας των ανθρώπων με αυτόν της επικοινωνίας των άλλων αγελαίων ζώων. Μάλιστα, πρέπει να προσέξουμε τη φράση «δῆλον (ἐστί)», με την οποία ο Αριστοτέλης προσπαθεί να προσδώσει ένα χαρακτήρα βεβαιότητας και αναμφισβήτητου κύρους σε όσα λέει. Βέβαια, δεν θα αρκεστεί στη φράση αυτή, αλλά στη συνέχεια θα προσπαθήσει να τεκμηριώσει τη θέση του και να εξηγήσει γιατί ο άνθρωπος είναι «πολιτικόν ζῷον» περισσότερο από άλλα ζώα. Χάρη λοιπόν σ’ αυτές τις αφηρημένες έννοιες ο άνθρωπος δεν καταφέρνει μόνο να επιβιώσει, αλλά και να επιτύχει ανώτερους στόχους, όπως να συγκροτήσει κοινωνίες (οικογένεια και πόλη) και να δημιουργήσει πολιτισμό (να αναπτύξει τα γράμματα, τις τέχνες, να θεσπίσει νόμους κ.λπ). Οι έννοιες αυτές, που μας θυμίζουν την «αἰδῶ» και τη «δίκη» του Πρωταγόρα («ἵν’ εἶεν πόλεων κόσμοι τε καὶ δεσμοὶ φιλίας συναγωγοί»), αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις, για να μπορεί ο άνθρωπος να συμβιώνει αρμονικά με άλλους ανθρώπους και να διατηρεί την ισορροπία στις μεταξύ τους σχέσεις.

 

Η φύση δεν κάνει τίποτε χωρίς σκοπό («Οὐθὲν γάρ μάτην ἡ φύσις ποιεῖ»)· όλες οι φυσικές διεργασίες κάπου αποβλέπουν. Πρόκειται για φράση που επαναλαμβάνει ο Αριστοτέλης σε πολλές πραγματείες του. Υποστηρίζει ότι στη φύση τίποτε δεν γίνεται μάταια, τα πάντα εξυπηρετούν ορισμένη σκοπιμότητα, από την οποία και νοηματοδοτούνται: «εἰ μηθὲν μάτην ποιεῖ ἡ φύσις. Ἕνεκά του γὰρ πάντα ὑπάρχει τὰ φύσει, ἢ συμπτώματα ἔσται τῶν ἕνεκά του» (αν είναι αλήθεια ότι η φύση τίποτε δεν κάνει στην τύχη. Όλα, αλήθεια, τα φυσικά όντα υπάρχουν για κάποιο σκοπό, ή είναι τυχαία παραστρατήματα εκείνων που υπάρχουν για κάποιο σκοπό). Στην ανάπτυξή της η θεωρία αυτή ονομάστηκε αριστοτελική τελολογία. Προνομιακός χώρος της τελολογίας είναι η βιολογία. Σχεδόν όλα τα παραδείγματα που φέρνει ο φιλόσοφος αντλούνται από την έμβια φύση· γίνεται αναφορά στα σχήματα των δοντιών, που είναι όπως είναι για να εξυπηρετούν την πρόσληψη και επεξεργασία των τροφών, στις στοχευμένες ενέργειες μυρμηγκιών και μελισσών για την επιβίωση της κοινότητάς τους, στην ύπαρξη και λειτουργία των φύλλων χάριν των καρπών. Βασίζεται, λοιπόν, ο Αριστοτέλης στη βιολογία και επεκτείνει το τελολογικό ερμηνευτικό μοντέλο του και σε άλλα πεδία των φυσικών επιστημών.

 

Από την άλλη, η λέξη «λόγος» χρησιμοποιείται συχνά για να δηλωθούν αξεχώριστες μεταξύ τους η λογική (ως ιδιαίτερο γνώρισμα του ανθρώπου και ως διανοητική δραστηριότητα) και η γλώσσα (ως σύστημα σημείων και ως συγκεκριμένη έκφραση). Στο συγκεκριμένο χωρίο ο λόγος αντιδιαστέλλεται προς την «φωνήν», και, συνεπώς, έχει ενισχυμένη τη σημασία της γλώσσας (χωρίς να χάνεται βέβαια η σημασία της ανθρώπινης λογικής). Ως «φωνή» ορίζεται ο ήχος που παράγεται από τον λάρυγγα, τις φωνητικές χορδές και τη στοματική κοιλότητα είτε των ανθρώπων είτε των ζώων. Η «φωνή» είναι άναρθρος ήχος, ενώ ο λόγος είναι έναρθρος (αρθρωμένος), απαρτισμένος δηλαδή από διακριτά στοιχεία, τα οποία μπορεί να έχουν το δικό τους νόημα. Ο έναρθρος λόγος παράγεται από σύνολα λέξεων (π.χ. προτάσεις), μεμονωμένες λέξεις (διακριτά στοιχεία του, με δικό τους νόημα), ενώ οι λέξεις από φθόγγους (διακριτούς ήχους χωρίς αυτόνομο νόημα).

 

Η φύση λοιπόν εφοδίασε μόνο τον άνθρωπο από τα αγελαία ζώα με την ικανότητα του λόγου («λόγον δὲ μόνον ἄνθρωπος ἔχει τῶν ζ ῴων»). Στο συγκεκριμένο χωρίο ο λόγος αντιδιαστέλλεται προς την απλή φωνή και συνεπώς έχει ενισχυμένη τη σημασία της γλώσσας (χωρίς να χάνεται βέβαια η σημασία της ανθρώπινης λογικής). Άρα, κατά τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος εντάσσεται στο σύνολο των αγελαίων ζώων (έννοια γένους) και η πιο ουσιαστική διαφορά του από τα υπόλοιπα αγελαία ζώα είναι ότι έχει λογική και ικανότητα ομιλίας (ειδοποιός διαφορά). Θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι αριστοτελικοί ορισμοί αποτελούνται: α) από μία ή περισσότερες επάλληλες έννοιες γένους, εντάσσοντας έτσι την οριζόμενη έννοια σε μία ή περισσότερες ευρύτερες κατηγορίες και β) από την ειδοποιό διαφορά, η οποία διακρίνει την οριζόμενη έννοια από άλλες ομοειδείς (αυτές που ανήκουν στο ίδιο γένος). Επομένως, ο άνθρωπος είναι «ζῷον» (έννοια γένους) και έχει ως αποκλειστικά δικό του γνώρισμα (ίδιον, ειδοποιό διαφορά) τον λόγον, δηλαδή τη λογική και γλώσσα. Σε αυτό το σημείο η σκέψη του Αριστοτέλη συμβαδίζει με τις θεωρίες των γλωσσολόγων του 20ού αιώνα όσον αφορά τη γλώσσα και τις λειτουργίες της. Σύμφωνα με αυτές, η γλώσσα είναι ο κύριος φορέας της σκέψης του ανθρώπου. Νοήματα και έννοιες, αισθήματα και συναισθήματα, ψυχοσύνθεση, νοοτροπία και στάση ατόμων και ομάδων απέναντι στον κόσμο ενσωματώνονται, μορφοποιούνται και εκφράζονται με τη γλώσσα. Ό,τι ονομάζουμε νόηση, σκέψη, υπάρχει μέσω της γλώσσας. Σκέψη και γλώσσα δεν νοούνται χωριστά η μία από την άλλη. Γι’ αυτό κάθε γλώσσα συνιστά μια ιδιαίτερη οργάνωση και έκφραση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Εναλλακτικά, κατά τη γνωστή ρήση του φιλοσόφου L. Wittgenstein: «Τα όρια της γλώσσας μου ορίζουν τα όρια του κόσμου μου». Στην ουσία η φύση ορίζει τον σκοπό και ο λόγος ορίζει το περιεχόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης ως όντος πολιτικού.

 

Θέμα Β2

 

Δίνοντας απάντηση στο ερώτημα που έθεσε στην πρώτη περίοδο του κειμένου («τίς εἶ») ο Επίκτητος προχωρά στον ορισμό της ανθρώπινης φύσης, ξεκινώντας από το πρώτο γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης που προσδιορίζει και την ταυτότητα του ανθρώπου: «είσαι άνθρωπος» («Τὸ πρῶτον ἄνθρωπος»). Ο Επίκτητος καλεί τον άνθρωπο να ενδοσκοπήσει, να σκεφτεί την ιδιαιτερότητα, τη μοναδικότητα της ανθρώπινης φύσης. Κάτι τέτοιο δεν είναι αυτονόητο ούτε απλοϊκό, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν αφιλοσόφητα και μηχανικά, χωρίς να στοχάζονται την ειδοποιό διαφορά του ανθρώπινου όντος από τα υπόλοιπα όντα και όσα απορρέουν από αυτή. Αδυνατούν να αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους και της θέσης τους μέσα στον κόσμο και να συντονίσουν τις πράξεις τους προς τη συνείδηση αυτή. Αυτός ο βαθμός αυτογνωσίας δίνει στον ανθρώπινο βίο ορθή κατεύθυνση και τον οδηγεί στην ευτυχία. Ο Επίκτητος πιστεύει ότι ένα από τα πλέον ουσιώδη στοιχεία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η «προαίρεσις» («τοῦτο δ’ ἔστιν οὐδὲν ἔχων κυριώτερον προαιρέσεως»), την οποία θεωρεί ως το «κράτιστον», το «κυριώτερον» και το «ἰσχυρότερον» στοιχείο του ανθρώπου, καθώς είναι σύμφυτη με την ελευθερία του. Η «προαίρεσις» είναι ένας σημαντικός όρος της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας, κεντρικός στον Αριστοτέλη και σε Στωικούς όπως ο Επίκτητος. Εκτός από τη γενική σημασία της προτίμησης, στον Επίκτητο σημαίνει την ελεύθερη βούληση, την ελεύθερη στοχαστική επιλογή ενεργειών που συγκροτεί τον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Είναι κυρίως μια κρίση, η έλλογη ικανότητα να επιλέγουμε και να αποβλέπουμε στα αποτελέσματα των πράξεών μας. Προϋπόθεση για την «προαίρεσιν» είναι η διαίρεσις των πραγμάτων σε αυτά που εξαρτώνται από εμάς («τὰ ἐφ’ ἡμῖν») και σε αυτά που βρίσκονται πέρα από τις δυνάμεις μας («τὰ ἀπροαίρετα, τὰ οὐκ ἐφ’ ἡμῖν») και είναι «ἀδιάφορα» για εμάς και την επίτευξη της ευδαιμονίας». Επομένως, η έννοια της «προαιρέσεως» καλύπτει τόσο την ηθική θέληση, τη βούληση («τὸ βούλεσθαι») όσο και τη διάνοια («τὸ διανοεῖσθαι»), τον νου, τη λογική δύναμη. Ενώ τα ζώα ενεργούν απαρέγκλιτα σύμφωνα με τη φύση τους, ο άνθρωπος, πριν πράξει, σκέπτεται και αποφασίζει τι θα πράξει και συνειδητά επιλέγει και απορρίπτει. Προαίρεση λοιπόν είναι η βούληση που συνδέεται με την έννοια της επιλογής, η οποία ενυπάρχει στον άνθρωπο ως έλλογο ον. Η προαίρεση λοιπόν συνδέεται με τον λόγο (ικανότητα λογικής σκέψης και ομιλίας), τη βασική ιδιότητα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα. Ο άνθρωπος, χάρη στην ικανότητα της λογικής σκέψης και ανάλυσης, της σύλληψης εννοιών και της διαμόρφωσης ηθικών αποφάσεων, επιλογών που συναρτώνται με τις αξίες και τις προτεραιότητες που θέτει στη ζωή του, καταξιώνεται ως ηθικό ον, διότι μπορεί να διακρίνει το καλό και το κακό και να πράττει, να αποφασίζει αυτόβουλα. Η θεωρία του Επίκτητου για την προαίρεση προέρχεται ασφαλώς από την προηγούμενη φιλοσοφία και είναι συγγενής με τη θέση του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρεί την «προαίρεσιν» κύριο στοιχείο της αρετής και του ήθους. Τα βασικά στοιχεία της «προαιρέσεως» στη σκέψη του Επίκτητου, δηλαδή η ελεύθερη βούληση και η συνειδητή-έλλογη επιλογή, έχουν ασφαλώς αριστοτελική προέλευση. Η «προαίρεσις» είναι το μόνο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν υποτάσσεται σε κάποιο άλλο («ἀδούλευτον καὶ ἀνυπότακτον»)· όλα τα άλλα στοιχεία της είναι «ὑποτεταγμένα» σε αυτή, δηλαδή είναι αξιολογικά κατώτερα και εξαρτώμενα από αυτήν. Επομένως, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει στην «προαίρεσιν» ηγετικό, καθοδηγητικό ρόλο στον ανθρώπινο βίο και τη συνδέει με την ελευθερία, τη βασική ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Από μια άλλη οπτική γωνία, ο Επίκτητος έδωσε έμφαση σε εκείνο το στοιχείο του ανθρώπου το οποίο παραμένει αδούλωτο και ανυπότακτο, έχοντας ο ίδιος την εμπειρία της δουλείας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον ρόλο της προαίρεσης στον ανθρώπινο βίο, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Επίκτητος αναγνωρίζει πως η προαίρεση δίνει ηθικό περιεχόμενο στις πράξεις μας («ἕξω τῆς προαιρέσεως οὐδέν ἐστιν ἀγαθὸν οὔτε κακόν»). Επίσης, αυτή δεν παραχωρείται από κάποια εξωτερική προς τον άνθρωπο δύναμη, ώστε να μπορεί κάποιος παράγοντας να την εμποδίσει και να την αφαιρέσει. Με άλλα λόγια, οι επιλογές μας είναι πάντα υπό τον έλεγχό μας, καθώς κανείς δεν μπορεί να τις αλλάξει, αν εμείς δεν το επιτρέψουμε.

 

Ο Επίκτητος δέχεται την υπάρχουσα σε όλους τους προγενέστερους φιλοσόφους αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα θνητό ζώο, το οποίο όμως διαθέτει τον λόγο (την ικανότητα της λογικής σκέψης και της ομιλίας). Ο λόγος είναι, κατά τον Επίκτητο, όπως άλλωστε και για όλη τη στωική φιλοσοφία, το διακριτικό γνώρισμα, η ειδοποιός διαφορά, του ανθρώπινου είδους τα άλλα έμβια από όντα. Αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, όπως και η προαίρεση, και αποτελεί έννοια πολυσήμαντη: ομιλία, προφορική έκφραση, διήγηση, λογική ιδιότητα, σκέψη, ορισμός, επιχείρημα, αναλογία. Ωστόσο, ειδικά στη φιλοσοφία του Επίκτητου ο λόγος έχει βαθύτερη έννοια και λειτουργία. «Οι Στωικοί εκκινούν από τη θεωρία του προσωκρατικού Ηράκλειτου για τον λόγο ως ρυθμιστική αρχή που διέπει την πραγματικότητα και συνδέει με σχέσεις αναλογίας όλα τα όντα. Ο λόγος εδώ είναι θεϊκός, μια αιώνια ενεργητική δύναμη του σύμπαντος, υλική και παραγωγική, όπως ένα σπέρμα· είναι ταυτόσημη με το «πῦρ» και τη «φύση». Ως μέρος αυτής της φύσης ο άνθρωπος μοιράζεται τον λόγο· και οφείλει να ζει «ακολουθώντας τον λόγο και τη φύση». Έτσι, το να ζει κανείς σύμφωνα με τον «λόγον» («ζῆν κατὰ λόγον») ταυτίζεται με το να ζει κανείς εναρμονιζόμενος με τη φύση («ζῆν κατὰ φύσιν»). Επομένως, ο λόγος συνδέεται με τη φύση και η προνομιακή κατοχή του από τον άνθρωπο επιβεβαιώνει την ιδιαιτερότητά του ως όντος, την ηγετική του θέση ανάμεσα στα άλλα όντα, καθώς και τη δυνατότητα που έχει να συντονίζει την ύπαρξη και τη δράση του με τους νόμους (τους «ρυθμούς») που διέπουν τον κόσμο, το σύμπαν.

 

Το τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, μετά την «προαίρεσιν» και τον «λόγον», είναι η ιδιότητά του να είναι πολίτης του κόσμου («πολίτης εἶ τοῦ κόσμου καὶ μέρος αὐτοῦ»). Οι Στωικοί θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος από τη φύση του είναι «πολίτης του κόσμου». Η αντίληψη αυτή συμβάδιζε με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής της ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας. Επιπλέον, η θέση αυτή ανταποκρινόταν στη θεωρία τους ότι η ανθρώπινη ψυχή διέπεται από το «ἡγεμονικόν» και τον «λόγο», που είναι μέρος του πνεύματος της φύσης, δηλαδή του κοσμικού λόγου. Έτσι, ο άνθρωπος δεν νοείται ξεκομμένος από το ευρύτερο «ὅλον» της φύσης, της οποίας είναι λειτουργικό μέλος. Από την συμμετοχή των ανθρώπων στον κοινό Λόγο απορρέει και η υποχρέωσή τους για αλληλεγγύη και αλληλοσεβασμό. Για τους Στωικούς όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξία ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, κ.λπ. Γεγονός που συνεπάγεται την υποχρέωσή τους για απόδοση σεβασμού στα άλλα πρόσωπα. Η ηθική, σύμφωνα με τον Χρύσιππο, θεμελιώνεται στην «καθολική φύση». Πιο συγκεκριμένα, με τη φράση «πολίτης εἶ τοῦ κόσμου καὶ μέρος αὐτοῦ» ο Επίκτητος δεν εννοεί ότι ο άνθρωπος της εποχής του είναι μέλος ενός παγκόσμιου κράτους, διότι δεν υπήρχε κάποιο παγκόσμιο κράτος, ώστε η έννοια του πολίτη να έχει κυριολεκτική σημασία· και ο κόσμος εννοείται με στωική σημασία, ως ένα ενιαίο σύνολο που διέπεται από τον φυσικό νόμο και τη λογικότητα. Η θέση που εκφράζεται στο απόσπασμα δεν έχει πολιτικό χαρακτήρα ούτε πρέπει να κατανοηθεί ως πρόταση πολιτικής ενοποίησης των πόλεων ή των κρατών. Ο Επίκτητος, ακολουθώντας την παράδοση του στωικισμού, θεωρεί ότι ο άνθρωπος ακολουθεί τον παγκόσμιο νόμο της φύσης, ο οποίος είναι ταυτόσημος με τον λόγο και με τον θεό. Για τους Στωικούς, «το σύμπαν το ίδιο είναι μια πόλη, η κατοικία θεών και ανθρώπων, με κοινό συνδετικό στοιχείο τη λογικότητα που διέπει το σύνολο και τα μέρη του. Η κοσμική πόλη έχει ως νόμο της τον φυσικό ηθικό νόμο, τον ορθό λόγο» (δηλαδή τη λογικότητα που ενυπάρχει στον κόσμο). Η αναφορά στον άνθρωπο ως πολίτη του κόσμου συνιστά μια αποδέσμευση από τα πλαίσια που όριζε η πόλη-κράτος. Αυτή η διεύρυνση των πλαισίων αναφοράς του ανθρώπου διαμορφώνει σταδιακά ένα ιδεώδες, το οποίο ονομάζεται κοσμοπολιτισμός. Κοσμοπολίτικες ιδέες ανιχνεύονται σποραδικά από τις απαρχές σχεδόν της φιλοσοφικής παράδοσης, ήδη στον Ηράκλειτο. Παρά την επικράτηση του θεσμού της πόλης-κράτους και τη σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους, δεν έλειψαν στην ελληνική αρχαιότητα φωνές υπέρ μιας πανανθρώπινης κοινωνίας. Εισηγητές τέτοιων απόψεων υπήρξαν κυρίως οι σοφιστές. Ο Ιππίας, όπως γνωρίζουμε από τον Πλάτωνα, κήρυττε ότι «φύσει» (και όχι «νόμῳ») οι άνθρωποι είναι μεταξύ τους οικείοι και συγγενείς. Τη θέση αυτή συμμεριζόταν και ο Αντιφώντας, στηρίζοντάς τη στην ομοιότητα των ανθρώπων. Επίσης, ανιχνεύουμε αναφορές στο φυσικό δίκαιο τόσο στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη όσο και στους τραγικούς ποιητές. Ωστόσο, ήταν οι Στωικοί φιλόσοφοι αυτοί που θεμελίωσαν θεωρητικά το ιδεώδες του κοσμοπολιτισμού και το διακήρυξαν με συνέπεια επί πέντε αιώνες και κατά τις τρεις περιόδους της ακαδημαϊκής ζωής της Στοάς, από τον ιδρυτή της, τον Ζήνωνα τον Κιτιέα, μέχρι τον Επίκτητο και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Με τους φιλοσόφους της Στοάς το δίκαιο, ο νόμος, επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο και έγινε ο δεσμός που ενοποιεί το σύμπαν. Η φιλοσοφία λοιπόν, από την ελληνιστική εποχή, έβλεπε ότι ο άνθρωπος δεν είναι πλέον πολίτης μιας συγκεκριμένης πόλης αλλά υπήκοος ενός μεγάλου βασιλείου ή, αργότερα, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αν οι βεβαιότητες του ανθρώπου αρχίζουν να κλονίζονται μέσα σε αυτό το καινούριο και ανοίκειο περιβάλλον, αν νιώθει ότι οι δεσμοί του με τη γενέθλια πόλη διαρρηγνύονται, είναι πιθανό να στραφεί στον εαυτό του και να νιώσει ότι δεν έχει πατρίδα ή ότι όλος ο κόσμος είναι η πατρίδα του. Ο άνθρωπος της ελληνιστικής εποχής ζητάει καταφύγιο στον εαυτό και συγχρόνως προσανατολισμό και ηθική στέγη σε κάτι το οποίο υπερέβαινε τα παλαιότερα όρια που σφράγιζαν τα τείχη της πόλης του· στρέφει το βλέμμα του στον κόσμο, στο σύμπαν, για να προσανατολίσει το πνεύμα του, να δικαιώσει την ύπαρξή του και να ανταποκριθεί στα σημεία των καιρών. Αυτή η προτροπή του Επίκτητου να νιώσει ο άνθρωπος ότι είναι πολίτης του κόσμου λειτουργεί θεραπευτικά, ως τρόπος να αντιμετωπίσει το βίωμα της αγωνίας και της ανασφάλειας που γεννούν η ηθική διαφθορά, η πολιτική αποσύνθεση και η συναισθηματική σκληρότητα που αντικρίζει καθημερινά. Μια τέτοια πίστη θα λειτουργήσει ως δύναμη ενότητας, με αποτέλεσμα η ζωή να γίνει καλύτερη και ασφαλέστερη. Βέβαια, θα πρέπει να προσέξουμε ότι ο Επίκτητος δεν θεωρεί τον άνθρωπο ως ένα απλό μέρος του κόσμου, αλλά ένα από τα ηγεμονικά μέρη του («ἕν τῶν προηγουμένων»). Με αυτό εννοεί ότι η θέση του στον κόσμο είναι ιεραρχικά η ανώτατη. Είναι ηγέτης, αρχηγός και όχι υπηρέτης, κάποιος που υποτάσσεται στο θέλημα άλλων. Ο άνθρωπος, επειδή διαθέτει τον λόγο, δηλαδή μπορεί να σκέπτεται με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί το σύμπαν, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Η λογική φύση του ανθρώπου, δηλαδή η ικανότητά του να κρίνει και να αξιολογεί, να συντονίζεται προς τον σκοπό και το θέλημα του λόγου, που διέπει τον κόσμο, τον καθιστά ηγετικό μέρος του σύμπαντος. Στο χωρίο ο λόγος ταυτίζεται με τον θεό και προβάλλεται η αισιόδοξη άποψη ότι ο κόσμος κυβερνάται, καθοδηγείται από τη θεϊκή πρόνοια («θείᾳ διοικήσει»). Είναι η απαραβίαστη τάξη του κόσμου, μια λογική και συνεκτική δύναμη, ο ίδιος ο λόγος. Όλα γίνονται σύμφωνα με αυτήν, που κάνει όλα τα πράγματα να είναι ενωμένα σε μια παγκόσμια «συμπάθεια». Οι στωικοί την ονομάζουν θεό ή και Δία: η διακυβέρνηση του κόσμου είναι η έκφραση ενός θείου, έλλογου νόμου. Άρα, κατά τον Επίκτητο, ο θεός, που είναι ένα υπέρτατο λογικό ον, συνέχει τον κόσμο και διευθύνει όλα τα συμβάντα για την εκπλήρωση σκοπών που είναι αναγκαία καλοί. Αυτή όμως η νομοτέλεια της «εἰμαρμένης», που κατά τους Στωικούς ορίζει μια απαραβίαστη τάξη αιτίων και αιτιατών, δεν ανατρέπει την ανθρώπινη ελευθερία. Διότι από την «εἰμαρμένη» δίνονται ορισμένες δυνατότητες, ανάμεσα στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να επιλέξει. Η ανθρώπινη ζωή παρομοιάζεται από τον Επίκτητο με ένα θεατρικό έργο: αν και δεν επιλέγουμε ρόλο, επιλέγουμε το πόσο καλά θα τον υποδυθούμε. Η δυνατότητα αυτή επιλογής, η «προαίρεση» οφείλεται στον λόγο, ο οποίος διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα.

 

Επιχειρώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα «Τίς οὖν ἐπαγγελία πολίτου;» ο Επίκτητος διατυπώνει την άποψη ότι ο άνθρωπος οφείλει να μην προτάσσει το προσωπικό του συμφέρον και να μην αποφασίζει για τίποτε σαν να ήταν αποκομμένος από την ολότητα. Πρέπει να συνειδητοποιήσει πως δεν είναι ανεξάρτητος και αυτόνομος, αλλά αντίθετα εντάσσεται, υπάγεται σε ένα σύνολο, σε μια παγκόσμια κοινότητα, αποτελώντας οργανικό τμήμα της. Ο Επίκτητος προτρέπει τον άνθρωπο να μη ζει ατομοκεντρικά, αλλά να συλλαμβάνει τον εαυτό του ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου. Στο γεγονός αυτό εντοπίζεται ο συνδετικός κρίκος μεταξύ των ανθρώπων, η υπεροχή τους, αλλά και η υποχρέωσή τους για ηθική συμπεριφορά. Για να ενισχύσει την προτροπή του αυτή, κάνει έναν παραλληλισμό παρομοιάζοντας τα μέλη του σώματος, που από τη φύση τους δεν δρουν χωριστά από το σώμα, με τον άνθρωπο. Παρόμοιες απόψεις εκφράζει και ο Μάρκος Αυρήλιος, άρα το επιχείρημα του Επίκτητου δεν διεκδικεί πρωτοτυπία. Αποτελούσε κοινό τόπο στον αρχαίο ελληνικό στοχασμό η παραδοχή ότι το σύνολο («ὅλον») προηγείται του μέρους. Για παράδειγμα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε την ιδέα αυτή για να τεκμηριώσει τη θέση του ότι η πολιτική κοινωνία έχει προτεραιότητα έναντι κάθε ατόμου χωριστά ή μιας μικρότερης κοινωνικής ομάδας: «Στην τάξη της φύσης η πόλη προηγείται από την οικογένεια κι απ’ τον καθένα μας ως άτομο· ο λόγος είναι ότι το όλο αναγκαστικά προηγείται του μέρους». Επίσης, στο έργο πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων απαντούν οι αντιλήψεις ότι η ατομική ευτυχία συνδέεται άρρηκτα με την ευημερία του συνόλου και, κατά συνέπεια, ότι το ατομικό συμφέρον πρέπει να υποτάσσεται στο συλλογικό, διότι, μόνο όταν το σύνολο ευημερεί, μπορεί να ευτυχήσει και το άτομο. Είναι σημαντικό, βέβαια, να κατανοήσουμε ότι ο Επίκτητος αντιλαμβάνεται διαφορετικά την υπαγωγή του ατόμου στο σύνολο από ό,τι οι στοχαστές του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Αυτοί τονίζουν την προτεραιότητα του συνόλου έναντι του μέρους, καθώς βιώνουν τον δεσμό που συνδέει τα μέλη μιας πολιτικής κοινωνίας με την πόλη-κράτος. Στόχος τους ήταν να ενισχύσουν το αίσθημα της κοινότητας και να υπογραμμίσουν την ιδέα πως την προσωπική του ατομική ευδαιμονία μπορεί να την πετύχει το άτομο μόνο όταν ως σύνολο η πόλη-κράτος ευδαιμονεί. Αντίθετα, στον Επίκτητο η αντίληψη αυτή συνδέεται με τη θέση ότι ο άνθρωπος αποτελεί μέρος του κοσμικού/θεϊκού λόγου. Συνέχεια και συνέπεια αυτής της ιδέας είναι η άποψη ότι χρέος του ατόμου (που είναι πολίτης του κόσμου) είναι να εναρμονίζεται η θέλησή του με τον λόγο.

 

Για να στηρίξει λογικά την άποψη/προτροπή που διατυπώνει στο χωρίο, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί μια παρομοίωση/αναλογία με το ανθρώπινο σώμα, το οποίο αποτελεί και αυτό ένα σύνολο («ὅλον») αποτελούμενο από μέρη (τα μέλη και τα όργανα του σώματος). Τα μέρη αυτά, αν και επιτελούν πολλές διαφορετικές μεταξύ τους λειτουργίες, αλληλεξαρτώνται και συνεργάζονται. Παρόμοια και ο άνθρωπος, αποκτώντας συνείδηση της θέσης του μέσα στον κόσμο, οφείλει να ενεργεί συντονίζοντας τις ορέξεις/επιθυμίες του και τις προτεραιότητές του με τον κοσμικό λόγο και ανάγοντας οτιδήποτε επιλέγει και πράττει στο σύνολο. Παρόμοια αναλογία με το ανθρώπινο σώμα χρησιμοποιεί και ο Αριστοτέλης, προκειμένου να υποστηρίξει τη θέση του για την προτεραιότητα της πόλης έναντι κάθε ατόμου χωριστά ή κάθε μεμονωμένης κοινωνικής ομάδας. Κοινό στοιχείο ανάμεσα στις δύο αναλογίες είναι ο συσχετισμός, η παρομοίωση του μεμονωμένου ατόμου με το χέρι ή το πόδι. Ο Αριστοτέλης από τη μια μεριά επισημαίνει ότι, αν δεν υφίσταται και δεν λειτουργεί το σώμα ως σύνολο, αν πεθάνει ή καταστραφεί, κάθε μέλος ή όργανο αυτού, όπως είναι το χέρι ή το πόδι, ουσιαστικά δεν υφίσταται ούτε αυτό, αφού σ’ αυτήν την περίπτωση δεν θα μπορεί πλέον να επιτελεί το έργο (τις λειτουργίες του) και δεν θα έχει τις ιδιότητες που είχε πριν. Ο Επίκτητος από την άλλη μεριά τονίζει ότι τα μέλη ενός οργανικού συνόλου, όπως το χέρι ή το πόδι, συντονίζονται με το σύνολο, επιτελούν τις λειτουργίες τους ακολουθώντας τη λογική του συνόλου στο οποίο ανήκουν ως μέλη. Επομένως, παρόμοια οφείλει να ενεργεί ο άνθρωπος είτε μέσα στην πόλη (Αριστοτέλης) είτε ως πολίτης του κόσμου (Επίκτητος). Το ρήμα «ὠρέχθησαν» (< ὀρέγομαι = ποθώ, επιθυμώ) παραπέμπει στο παλαιό φιλοσοφικό πρόβλημα των ανθρώπινων επιθυμιών και της ανάγκης να ελεγχθούν/τιθασευτούν για την αποφυγή ποικίλων συγκρούσεων και την εξασφάλιση της ευδαιμονίας. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Στωικών, συχνά οι επιθυμίες του ανθρώπου εξεγείρονται και απαιτούν μια διαφορετική τάξη πραγμάτων από αυτήν που υπάρχει στον κόσμο. Αυτές τις επιθυμίες καλείται να αντιπαλέψει το λογικό και ηγεμονικό μέρος της ψυχής και να τιθασεύσει τις άλογες επιθυμίες, που έρχονται σε αντίθεση με την κοσμική τάξη, όπως την καθόρισε ο παγκόσμιος λόγος.

 

Θέμα Β3

 

  1. δ
  2. α
  3. ε
  4. β
  5. στ

 

 

Θέμα Β4α

 

προβάτων – απόβαση (1ε)

διοικήσει – οικογένεια (2δ)

ποὺς – χταπόδι (3ζ)

χεὶρ – χειροποίητος (4β)

σκέψαι – σκόπιμος (5α)

συμφέρον – ανυπόφορος (6στ)

 

Θέμα Β4β

 

Η εργασία του μαθητή έχει ελλείψεις, διότι είναι αδούλευτη.

Την προηγούμενη χρονιά επισκεφτήκαμε τη Θεσσαλονίκη.

 

Θέμα Β5

 

Προαίρεση και βούληση έχουν σχέση αιτίου και αιτιατού κατά τον Παπανούτσο («Όπου προαίρεση, εκεί και βούληση. Όπου δεν υπάρχει προαίρεση, εκεί ούτε βούληση»). Η βούληση αποτελεί αποτέλεσμα της προαίρεσης και χωρίς την προαίρεση δεν υπάρχει ούτε βούληση. Αυτό συνεπάγεται μια βασική διαπίστωση κατά τον Παπανούτσο: «μόνο στον άνθρωπο υπάρχει βούληση, γιατί μόνο στον άνθρωπο έχομε προαίρεση». Προαίρεση και βούληση αποτελούν κατεξοχήν ανθρώπινα γνωρίσματα και διακρίνουν τον έλλογο άνθρωπο από τα άλογα ζώα, τα οποία κυριαρχούνται από την «όρεξη» («Στο ζώο υπάρχει όρεξη, όχι βούληση»), δηλαδή την επιθυμία. Αυτή η κυριαρχία της επιθυμίας στα άλογα όντα προφανώς και έχει άμεση σχέση με την απουσία του λόγου που κάνει τον άνθρωπο να διαθέτει τόσο προαίρεση όσο και βούληση. Όλα αυτά είναι που κάνουν την ηθική επιλογή. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιλέγει ανάμεσα στο δίκαιο και στο άδικο, ανάμεσα στο ηθικό και στο ανήθικο. Κάτι που βέβαια κανένα άλογο ον δεν μπορεί να κάνει, όπως επισημαίνεται και από τον ίδιο τον Παπανούτσο: «στο ζώο δεν έχομε ηθική προαίρεση». Ως εκ τούτων πηγάζει και η άλλη διαπίστωση του Παπανούτσου: η προαίρεση δεν αφορά όλες τις περιστάσεις της ζωής και κυρίως όσες σχετίζονται με τις συνήθειες της καθημερινότητας που δεν χρειάζονται σκέψη («προαίρεση ούτε χρειάζεται ούτε γίνεται σε όλες τις περιστάσεις της ζωής, αφού κάνομε άπειρα πράγματα από το πρωί έως το βράδυ χωρίς σκέψη και ζύγισμα, από συνήθεια, μηχανικά, όπως μας έμαθε ο κοινωνικός εθισμός»). Για τον Παπανούτσο προαίρεση, βούληση, λογική και ηθική επιλογή αποτελούν γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης που καταξιώνουν, ορίζουν και καθορίζουν τον άνθρωπο ως οντότητα πολιτική, κοινωνική και ηθική.

 

Από την άλλη πλευρά, ποια είναι η άποψη του Επίκτητου για τον άνθρωπο; Πρώτο και βασικότερο γνώρισμα του ανθρώπου είναι η αδούλωτη και ανυπότακτη προαίρεση («Τὸ πρῶτον ἄνθρωπος, τοῦτο δ’ ἔστιν οὐδὲν ἔχων κυριώτερον προαιρέσεως, ἀλλὰ ταύτ ῃ τὰ ἄλλα ὑποτεταγμένα, αὐτὴν δ’ ἀδούλευτον καὶ ἀνυπότακτον»), στην οποία υποτάσσονται όλα τα άλλα χαρακτηριστικά του. Δίπλα στην προαίρεση ο λόγος αποτελεί γνώρισμα που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλογα όντα («Σκόπει οὖν, τίνων κεχώρισαι κατὰ λόγον. Κεχώρισαι θηρίων, κεχώρισαι προβάτων»). Τρίτο γνώρισμα του ανθρώπου είναι η ιδιότητά του ως «πολίτη του κόσμου», και μάλιστα ηγετικό και όχι υπηρετικό μέρος αυτού, διότι ο άνθρωπος κατανοεί τη θεϊκή διακυβέρνηση του κόσμου και μπορεί να αξιολογεί τις συνέπειές της («πολίτης εἶ τοῦ κόσμου καὶ μέρος αὐτοῦ, οὐχ ἓν τῶν ὑπηρετικῶν, ἀλλὰ τῶν προηγουμένων· παρακολουθητικὸς γὰρ εἶ τῇ θείᾳ διοικήσει καὶ τοῦ ἑξῆς ἐπιλογιστικός»). Τέλος, για τον Επίκτητο αποστολή του ανθρώπου-πολίτη του κόσμου είναι να μην εξετάζει τίποτε με βάση το προσωπικό του συμφέρον, να μην αποφασίζει για τίποτε σαν να ήταν μεμονωμένο άτομο, αλλά να ενεργεί πάντα με κριτήριο το σύνολο («Μηδὲν ἔχειν ἰδίᾳ συμφέρον, περὶ μηδενὸς βουλεύεσθαι ὡς ἀπόλυτον, ἀλλ’ … ἐπανενεγκόντες ἐπὶ τὸ ὅλον»). Το προσωπικό συμφέρον, η επιθυμία (η όρεξη) πολλές φορές έρχεται σε άμεση σύγκρουση με το συλλογικό όφελος. Την ίδια στιγμή που ένα άλογο ον προκρίνει την προτεραιότητα της επιθυμίας ο έλλογος άνθρωπος ζυγίζει τις επιλογές του και προχωρά στην καλύτερη και ωφελιμότερη με κριτήρια συλλογικά και όχι ατομικά. Στο αρχαίο πνεύμα αυτή η επιλογή συνιστά και ορίζει ένα σημαντικό μέρος του ηθικού.

 

Κοινός τόπος λοιπόν μεταξύ Επίκτητου και Παπανούτσου αποτελεί η ιεραρχικά ανώτατη σημασία της προαίρεσης που σχετίζεται άμεσα με τον λόγο και διακρίνει ξεκάθαρα τον άνθρωπο από τα άλογα ζώα. Αυτή η προαίρεση είναι η δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής που αποτελεί έκφραση της ανθρώπινης βούλησης και (μπορεί να) καταξιώνει τον άνθρωπο ως ηθική οντότητα. Ακόμα και αν υπάρχουν άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν ή, ακόμα χειρότερα, δεσμεύουν τις επιλογές του ανθρώπου (κοινωνικές συνθήκες, μοίρα, θείο), ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να διαφοροποιηθεί και να επιλέξει το ηθικά ορθό, διότι μπορεί να γνωρίζει τις επιπτώσεις των εναλλακτικών επιλογών του. Αυτός είναι ο λόγος που ο Παπανούτσος ξεκινά τη συλλογιστική του από την έννοια της προαίρεσης («Όπου προαίρεση…»), ενώ ο Επίκτητος από την έννοια του ανθρώπου («Τὸ πρῶτον ἄνθρωπος»). Καθόλου άδικα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτές οι δύο έννοιες (άνθρωπος και προαίρεση) αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

 

Θέμα Γ1

 

Διότι αφού δανειστούμε χρήματα, μπορούμε να προσελκύσουμε με περισσότερα χρήματα τους ξένους πεζοναύτες αυτών.  Διότι η (στρατιωτική) δύναμη των Αθηναίων είναι περισσότερο εξαγορασμένη παρά δική τους. Αντίθετα, η δική μας (στρατιωτική δύναμη) θα το πάθαινε αυτό λιγότερο, διότι περισσότερο στηρίζεται στους ανθρώπους παρά στα χρήματα.

 

Θέμα Γ2

 

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα οι Κορίνθιοι εξηγούν τους λόγους, για τους οποίους προβλέπουν ότι οι Πελοποννήσιοι θα νικήσουν τους Αθηναίους. Αρχικά, ισχυρίζονται ότι η στρατιωτική δύναμη των Πελοποννησίων υπερέχει αυτής των Αθηναίων στο μέγεθος («πλήθει») και στην πολεμική πείρα («ἐμπειρίᾳ πολεμικῇ»). Δεύτερο γνώρισμα του πελοποννησιακού στρατού, που θα τον βοηθήσει στην κατάκτηση της νίκης, είναι η πειθαρχία που επιδεικνύουν όλοι ανεξαιρέτως στις διαταγές των ανωτέρων τους («ὁμοίως πάντας ἐς τὰ παραγγελλόμενα ἰόντας»). Έπειτα, αν και οι Αθηναίοι υπερτερούν στη ναυτική δύναμη («ᾧ ἰσχύουσιν»), οι ίδιοι θα καταφέρουν να δημιουργήσουν στόλο προσφέροντας κάθε σύμμαχος πόλη χρήματα από τον δικό της οικονομικό προϋπολογισμό («ναυτικόν … ἀπὸ τῆς ὑπαρχούσης τε ἑκάστοις οὐσίας ἐξαρτυσόμεθα»). Επιπλέον, για τη δημιουργία αποτελεσματικού ναυτικού στόλου θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και τα χρήματα που βρίσκονται στην Ολυμπία και στους Δελφούς («καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Δελφοῖς καὶ Ὀλυμπίᾳ χρημάτων»). Τέλος, αν συνάψουν δάνειο («δάνεισμα γὰρ ποιησάμενοι»), οι Κορίνθιοι υποστηρίζουν ότι οι Πελοποννήσιοι θα μπορούσαν, προσφέροντας περισσότερα χρήματα, να προσελκύσουν μισθοφόρους πεζοναύτες άλλων πόλεων που την στιγμή εκείνη υπηρετούσαν ως μισθοφόροι των Αθηναίων («ὑπολαβεῖν οἷοί τ᾽ ἐσμὲν μισθῷ μείζονι τοὺς ξένους αὐτῶν ναυβάτας»). Πρόκειται για μια ουσιώδη διαφορά μεταξύ του αθηναϊκού και του πελοποννησιακού στρατού, η οποία τονίζεται στο τέλος του χωρίου. Οι Πελοποννήσιοι διαθέτουν πολύ ισχυρό και ικανό έμψυχο δυναμικό που θα πολεμήσει με ανδρεία για την πατρίδα («τοῖς σώμασι τὸ πλέον ἰσχύουσα ἢ τοῖς χρήμασιν»), την ίδια ώρα που οι Αθηναίοι υστερούν σε αυτόν τον τομέα, εφόσον στηρίζονται περισσότερο στους μισθοφόρους. Αυτή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατιωτικών παρατάξεων προφανώς θεωρείται από τους Κορινθίους ως καταλυτική για την έκβαση του πολέμου. Όπως αποδείχθηκε από τα ίδια τα γεγονότα και τα αποτελέσματα του πολέμου, οι Κορίνθιοι δεν κατάφεραν μόνο να τεκμηριώσουν, με εξαιρετικά επιχειρήματα και ακρίβεια, την προβλεπόμενη νίκη της πελοποννησιακής συμμαχίας εναντίον των Αθηναίων. Κατάφεραν και να την προφητεύσουν. Η όποια «συμβολή» του ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος γράφοντας την Ιστορία του γνώριζε την τελική έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου, σε αυτή την επιτυχημένη πρόβλεψη των Κορινθίων θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο άλλου προβληματισμού.

 

Θέμα Γ3α

 

Ἐγώ δέ νῦν καί ἀδικούμενος τούς πολέμους ἐγείρω.

 

Θέμα Γ3β

 

ἀμυνώμεθα: ἂμυναι

καταθησόμεθα: κατάθου

ἐπικρατῆσαι: ἐπικράτησον

προύχοντας: πρόσχες

πολλά: πλείονα/πλείω

 

Θέμα Γ4α

 

ἔχοντες: επιρρηματική, αιτιολογική  μετοχή ως επιρρηματικός προσδιορισμός της αιτίας στο ρήμα «ἐγείρομεν», συνημμένη στο υποκείμενο του ρήματος «ἐγείρομεν» («ἡμεῖς»)

ἐπικρατῆσαι: τελικό απαρέμφατο και υποκείμενο στην απρόσωπη έκφραση «εἰκός (ἐστι)»

πλήθει: επιρρηματικός προσδιορισμός, δοτική της αναφοράς στη μετοχή «προύχοντας»

μισθῷ: επιρρηματικός προσδιορισμός, δοτική του μέσου/οργάνου στο απαρέμφατο «ὑπολαβεῖν»

ναυβάτας: αντικείμενο στο απαρέμφατο «ὑπολαβεῖν»

ἢ οἰκεία: β όρος σύγκρισης από το συγκριτικό «μᾶλλον» με α όρο τη λέξη «ὠνητή», εκφέρεται με «ἢ + ομοιόπτωτα με τον α όρο», λειτουργεί ως κατηγορούμενο στη λέξη «δύναμις» μέσω του εννοούμενου συνδετικού ρήματος «ἐστί»

 

Θέμα Γ4β

 

Οἱ Κορίνθιοι ἔλεγον σφᾶς δὲ τότε καὶ ἀδικουμένους τὸν πόλεμον ἐγείρειν.

 

………………………………………………………………..

 

Για κάθε διευκρίνιση είμαστε στη διάθεσή σας.

 

Καλή δύναμη και καλή συνέχεια σε όλα τα παιδιά που διαγωνίζονται στον επίπονο στίβο των εξετάσεων.

 

Δημήτρης Περβολιανάκης | Βασιλική Ανάγνου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.