Του Νίκου Τσούλια

     Οι Έλληνες δεν διαβάζουμε. Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει (;). Δεν μας απασχολεί. Δεν νιώθουμε καμιά έλλειψη. Δεν ανησυχούμε. Δεν αναρωτιόμαστε.

 

     Σκοτωνόμαστε να σπουδάσουμε, να εισαχθούμε όλοι και όλες στη καλύτερη πανεπιστημιακή Σχολή αλλά η σχέση μας με τη γνώση και τη μάθηση είναι σε εκκρεμότητα, είναι ασθενική, μάλλον ελαττωματική.

     Ίσως γιατί θεωρούμε τη γνώση μόνο ως στοιχείο για επαγγελματική αποκατάσταση (!), λιγότερο για κοινωνική ανεξέλιξη και μάλλον καθόλου ως πηγή πνευματικής ελευθερίας και ομορφιάς της ίδιας της ζωής. Η έννοια της παιδείας και της μόρφωσης έχει μετασχηματιστεί σε οικονομική – χρησιμοθηρική πρακτική, έχει χάσει το νόημά της.

     Η αναφορά που θα κάνω είναι ένα παράδειγμα αλλά κάποτε είχε γενικευμένη αξία. «Παιδιά μου, να μάθετε Γράμματα, για να γίνετε καλοί άνθρωποι»! Ναι ήταν η μόνιμη συμβουλή μιας μητέρας σε παλιότερους καιρούς στις κόρες της που πράγματι σπούδασαν και σπουδάζουν και διαβάζουν σε όλη τους τη ζωή και που διαπαιδαγωγήθηκαν και διαπαιδαγωγούνται από τον κόσμο των Γραμμάτων. Ναι, δεν τους μιλούσε να διαβάσουν για να βγάλουν χρήματα και να ζήσουν πλούσια… Ήταν μητέρα που είχε τελειώσει το εξατάξιο γυμνάσιο, που ο πατέρας της είχε τελειώσει το σχολαρχείο και το σπιτικό τους ήταν γεμάτο βιβλία, και το διάβασμα εικόνα κραταιά της οικογενειακής εστίας!

     Στη σχέση μας με τη Γνώση και με το διάβασμα έχουμε ηττηθεί ως ελληνική κοινωνία. Και αν αναγνωρίσουμε αυτή την πνευματική μας ήττα, έχουμε δυνατότητα αλλάξουμε στάσεις και συμπεριφορές και να ανοίξουμε τους ορίζοντές μας. Αλλά δεν θεωρούμε ότι υπάρχει καν πρόβλημα. Κανένας αέρας δεν φυσάει για να φέρει βιβλία στο σπίτι, για να τα ανοίξει, να τα ξεφυλλίσει. Άπνοια βιβλίων παντού: στο σπίτι μας, στα συγκοινωνιακά μέσα, στους δημόσιους χώρους. Μόνο το υποχρεωτικό σχολικό και πανεπιστημιακό διάβασμα και κάποιες μικρές νησίδες σε βιβλιοθήκες και σε κάποια σπιτικά φωτίζουν, ανησυχούν, ερευνούν.

     Ισχυρίζομαι ότι θα ήταν άλλη η Ελλάδα, πιο φωτεινή, πιο ορθολογική, πιο προοδευτική, αν είχαμε έρωτα με τη γνώση και με τα βιβλία.

     Καμαρώνουμε για την καταγωγή μας. Δεν έχω κατανοήσει σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η έπαρση. Στο ό,τι μιλάμε την ίδια γλώσσα και κατοικούμε στον ίδιο τόπο με τους αρχαίους Έλληνες; Μα αυτά είναι …φυσική συνέπεια. Έτυχε. Αλλά ποια είναι η δική μας αυτόνομη προσπάθεια, ο δικός μας αγώνας για ό,τι θεωρούμε σημαντικό και επαιρόμαστε γι’ αυτό;

     Γιατί το ερώτημα είναι απλό. Έχουμε ενστερνισθεί την κουλτούρα των αρχαίων Ελλήνων, που είχε ως πυρήνα την πνευματική καλλιέργεια, την αναζήτηση και την καταστατική σχέση με τη Γνώση;

     Αλλά τι λέω; Εδώ «καμαρώνουμε» ανέξοδα για τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, τον Σοφοκλή, τον Δημόκριτο, τον Πλάτωνα… και δεν έχουμε διαβάσει ούτε μια αράδα από τα έργα τους, παρά μόνο ό,τι υποχρεωθήκαμε από το σχολείο!

anthologio.wordpress.com