Γράφει η Νικολέτα Θάνου

Μιλώντας η κ. Κεραμέως στο 8ο αναπτυξιακό συνέδριο στην Πάτρα τόνισε ότι «η αξιολόγηση είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για να βελτιωθεί η απόδοση του εκπαιδευτικού συστήματος».  Η αξιολόγηση αυτή θα διεξαχθεί σε δύο βασικά  στάδια με τη μορφή της αξιολόγησης  και της αυτοαξιολόγησης από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς με στόχο την ανατροφοδότηση της μαθησιακής διαδικασίας και τον εντοπισμό εγγενών αδυναμιών, οι οποίοι στόχοι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται και να εξετάζονται τουλάχιστον ανά δίμηνο, και σε ένα δεύτερο στάδιο,  που αφορά την εξωτερική αξιολόγηση από την αρχή πιστοποίησης ποιότητας σχολείων, από στελέχη εκπαίδευσης και από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.

Ασφαλώς και υπήρξαν άμεσα οι πρώτες αντιδράσεις απέναντι στις συγκεκριμένες δηλώσεις,  μια και η όλη διαδικασία αποτελεί εφαλτήριο αλλαγών στην εκπαίδευση αφυπνιστικών των μηχανισμών της και του εκπαιδευτικού δυναμικού της,  που τα γρανάζια τους είχαν σκουριάσει από την παρατεταμένη ραστώνη της δημοσιοϋπαλληλικής ασφάλειας και συνακόλουθα μιας διαιωνιζόμενης νοοτροπίας,  που χρήζει ενός ριζικού ανασχηματισμού με όρους όμως ευγενείς.  Και θα εξηγηθώ.

             Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν πρέπει να θεωρηθεί πανάκεια για όλες τις παθογένειες  που ταλανίζουν την ελληνική εκπαίδευση εδώ και δεκαετίες. Σαφώς υπάρχουν προβλήματα που αφορούν την υλικοτεχνική υποδομή ή τον τεχνολογικό εξοπλισμό,  που απαιτούν αυξημένες δαπάνες  από την Πολιτεία προκειμένου το ελληνικό σχολείο να ανακάμψει και να συμβαδίζει με τις αυξημένες απατήσεις  της εποχής. Όμως  αυτές οι αλλαγές απαιτούν κι ένα εκπαιδευτικό δυναμικό αξιόλογο, με πάθος για την εκπαιδευτική διαδικασία, με γνώσεις κατάλληλες που θα συμβάλλουν στην ανάδειξη των μαθητικών δεξιοτήτων και κυρίως με ικανότητα αλληλεπίδρασης με το μαθητή σε επίπεδο όχι μόνο  μηχανικής μετάδοσης της γνώσης  αλλά σε επίπεδο μεταλαμπάδευσης της γνώσης, και μιας ουσιαστικής καλλιέργειας, ώστε να διαμορφωθούν  πνεύματα ελεύθερα με συλλογικό πνεύμα και οικουμενική συνείδηση. Υπό αυτό το πρίσμα οι πολιτικολογίες που αφορούν τη μείωση των μισθών των εκπαιδευτικών ή τη στοχευμένη  από κυβερνητικά κέντρα υποβάθμιση ή απόλυσή τους  φαντάζουν φτηνοί φανφαρονισμοί που υπονομεύουν τον εκπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο του δασκάλου.

            Ο Γ. Μπαμπινιώτης είχε επισημάνει ότι η ιδιότητα του αληθινού δασκάλου στην Ελλάδα υποβιβάζεται όλο και περισσότερο και τείνει να περάσει σε «είδος εν ανεπαρκεία». Έχει εκλείψει ο δάσκαλος – λειτουργός, ο δάσκαλος – ταγός και επικρατεί όλο και περισσότερο ο δάσκαλος – δημόσιος υπάλληλος, ο δάσκαλος – επαγγελματίας. Και αυτό συνιστά μια μεγάλη αλήθεια. Εάν το μέτρο της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών θα προάγει τον εκπαιδευτικό – δάσκαλο αντί του εκπαιδευτικού διδάσκοντα είναι καλοδεχούμενο. Δεν υφίσταται καμίας μορφής δουλικότητα, καμίας μορφής εξαθλίωσης της ζωής του εκπαιδευτικού.  Αυτοί οι ex ante χαρακτηρισμοί που επιχειρούν να προκαταλάβουν την κοινή  γνώμη αποτελούν μορφή προπαγάνδας που υποβαθμίζουν το εκπαιδευτικό έργο, αναπαράγουν παρωχημένες ιδεολογίες και οδηγούν στην οπισθοδρόμηση.

            Αναμφίβολα απέναντι σε καθετί καινούριο που έρχεται να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της κοινωνίας οφείλουμε να στεκόμαστε με επιφύλαξη μέχρι να εφαρμοστεί και να γίνουν ορατά  τα αποτελέσματα. Όμως  είναι κουραστικό και αποθαρρυντικό παράλληλα  να ακούς μορφωμένους ανθρώπους να αναπαράγουν τσιτάτα, εκπαιδευτικούς ναρκομανείς – ιδεολογίας να αντιδρούν, αντί να επιθυμούν να δοκιμαστούν. Ναι, γιατί υπάρχουν και αυτοί οι  λειτουργοί της εκπαίδευσης που επιθυμούν διακαώς να αξιολογηθούν, όχι γιατί εποφθαλμιούν σε αύξηση μισθού ή προνόμια , αλλά γιατί δεν μπορούν με άλλο τρόπο να διαρρήξουν ένα κατεστημένο νοσηρό, που υποθάλπει τις εκπαιδευτικές ανεπάρκειες. Εάν αυτές εντοπιστούν – που θα εντοπιστούν – ας διορθωθούν από τις αρμόδιες  επιτροπές και τους αρμόδιους  φορείς. Αυτός άλλωστε είναι και ο σκοπός της αξιολόγησης – αναφερόμαστε  σε μια  διορθωτική αξιολόγηση και όχι αρνητική ή απορριπτική. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι θεμιτό να μιλάμε και για όξυνση των  κοινωνικών ανισοτήτων εφόσον, υποθέτω, δεν είναι δυνατόν η αξιολόγηση να  γίνεται επί ίσοις όροις σε σχολεία απομακρυσμένων περιοχών που στερούνται βασικών υποδομών. Αυτό αποτελεί ύψιστη ευθύνη των αρμοδίων: Να ληφθούν υπόψη δηλαδή όλες εκείνες οι παράμετροι που καθιστούν μια σχολική μονάδα λιγότερο ας πούμε «καλή» ώστε  να επέλθουν διορθωτικές κινήσεις και οπωσδήποτε όχι τέτοιες που θα αμαυρώσουν το εκπαιδευτικό της έργο. Γιατί  η αξιολόγηση δεν είναι ταπείνωση, αλλά εξυγίανση  και, όπως θα εφαρμοστεί στην εκπαίδευση, μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους του δημόσιου τομέα  στους οποίους πρυτανεύει η διαφθορά και επιτήδειοι πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι τον ανθρώπινο πόνο ή την ανθρώπινη ανάγκη. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

           

            Κλείνοντας,  θέλω να πιστεύω ότι ο εκπαιδευτικός που σέβεται τον παιδαγωγικό του ρόλο, που έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και πάνω από όλα επενδύει στη γνώση και όχι στη μισθολογική και βαθμολογική  του εξέλιξη  ή τουλάχιστον δεν τα θέτει ως βασική προτεραιότητα, μπορεί να παρακάμψει όλα τα εμπόδια – υπαρκτά και όχι φανταστικά – που θα ανακύψουν από όλη αυτή την αξιολογική διαδικασία. Ευελπιστώ ως εκπαιδευτικός  που σέβομαι το έργο του δημόσιου λειτουργού της εκπαίδευσης,  ότι η αξιολόγηση δε θα αφορά τη συσσώρευση της «πληρωμένης» γνώσης,  αλλά μιας γνώσης που θα προάγει το διαχρονικό και όχι το εφήμερο και μιας νέας μαθησιακής διαδικασίας που θα αποτελέσει πρόκληση αρχικά για τον δάσκαλο, ο οποίος θα εστιάσει στην αγαστή συνεργασία με τους συναδέλφους και στην αυτοβελτίωση, και ακολούθως για το μαθητή. Εάν αυτό δεν υλοποιηθεί, οφείλουν αξιολογητές και αξιολογούμενοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να απολογηθούν για μία ακόμη  παταγώδη αποτυχία στο χώρο της εκπαίδευσης που θα ολισθήσει στα γνώριμα λημέρια της συντεχνιακής ή μεταπρατικής της γνώσης παρακμιακής νοοτροπίας και όχι της σμίλευσης ολοκληρωμένων προσωπικοτήτων. Η  εκπαίδευση  βρίσκεται  πάλι μεταξύ σφύρας και άκμονος. Ευχής έργον είναι να μην είναι οι μαθητές για μία ακόμη φορά τα θύματα αυτής της διαμάχης που έστω και άτυπα βρίσκεται προ των πυλών.

           

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΔιαδικτυακό παιχνίδι γρίφων και μύθων για μικρούς και μεγάλους
Επόμενο άρθροΠανελλαδικές 2020: Μετά τις 12:00 αύριο το μεσημέρι η ανακοίνωση βαθμολογιών
Είμαι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Ιδιωτεύω ως εκπαιδευτικός από το 1998.Με χαρακτηρίζει η αφοσίωση στη δουλειά μου και στην οικογένειά μου. Διαβάζω πολύ, κυρίως ελληνική και ξένη λογοτεχνία ενώ παρακολουθώ με ενδιαφέρον και την ελληνική αρθρογραφία. Αγαπημένος μου συγγραφέας ο Νίκος Καζαντζάκης. Θαυμάζω οποιαδήποτε μορφή Τέχνης και λατρεύω τα ταξίδια. Και τα δύο, κατά τη γνώμη μου, επιδρούν στην προσωπικότητα θετικά και διαμορφώνουν χαρακτήρα, αποτελώντας προεκτάσεις μιας πολυδιάστατης μόρφωσης. Ο αρχαιοελληνικός κόσμος με γοητεύει, γιατί αντλούμε από αυτόν και τους άξιους εκπροσώπους του πρότυπα ζωής και συμπεριφοράς, που δυστυχώς στις μέρες μας έχουν εκλείψει. Πρόσφατα συμπεριλήφθηκα στους συνεργάτες της ηλεκτρονικής εφημερίδας της Ημαθίας "Φαρέτρα"

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.