ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θεματική ενότητα: Μετανάστες

Ι. Αντώνης Σουρούνης, Ξενοφοβία

Εισαγωγικό σημείωμα

Το διήγημα που ακολουθεί ανήκει στη συλλογή Κυριακάτικες ιστορίες (2002). Ο συγγραφέας, μετανάστης για χρόνια στη Γερμανία, γνωρίζει πολύ καλά τη μορφολογία αλλά και τις συνιστώσες του φαινομένου της μετανάστευσης.

 

Το σήμα κατατεθέν του πατέρα μου ήταν πάντα το χοντρό του μουστάκι. Στη δεκαετία του ’50, όταν πήγε στη Γερμανία να δουλέψει, μετά από λίγο καιρό ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπήρχαν πολύ λίγοι ξένοι κι ακόμα λιγότεροι ξένοι με μουστάκι. Όταν θέλησε να μάθει το λόγο, του είπαν ότι οι Γερμανοί συνάδελφοι τον βλέπουν και τρομάζουν. Ο πατέρας μου ήξερε καλά τι θα πει τρόμος. Είχε ζήσει τη σφαγή της Σμύρνης, είχε ζήσει το αλβανικό μέτωπο, τον Εμφύλιο, τη φτώχια, την ανεργία, δεν ήθελε λοιπόν να τρομάζει τους ανθρώπους. Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε. «Ας με διώξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι».

Δεν τον έδιωξαν, γιατί είχαν προλάβει να δούνε όλοι πως δίχως εκείνες τις τρίχες ήταν κι αυτός ένας συνηθισμένος άνθρωπος σαν τους ίδιους και δεν υπήρχε λόγος να τον φοβούνται. Είχαμε προλάβει όμως κι εμείς να διαπιστώσουμε γιατί οι γείτονές μας Γερμανοί δεν καλημέριζαν την καλημέρα μας. Μας φοβούνταν. Εμείς φοβόμασταν αυτούς κι αυτοί εμάς. Όταν μπαίναμε στο μπακάλικο να ψωνίσουμε, ο μπακάλης βιαζόταν να ξεμπερδεύει μαζί μας κι αν τύχαινε κανένας γείτονας να ’ρχεται από απέναντι, άλλαζε καλού κακού πεζοδρόμιο. Οι ποσότητες τροφίμων που αγοράζαμε τον είχαν τρομάξει και το είχε διαδώσει παντού. Άλλωστε μας έβλεπαν όλοι που γυρίζαμε στο σπίτι καταφορτωμένοι. Αφού πεινούσαμε τόσο, γιατί να μη φάμε και άνθρωπο; Πού ξέρανε με τι τρεφόμασταν εκεί απ’ όπου ήρθαμε; Δυο βήματα παρακάτω ήταν η Αφρική, μπορεί κι ένα βήμα. Γιατί λοιπόν να μην καταβροχθίζουμε κι ανθρώπους; Εδώ που τα λέμε, ίσως και να το κάναμε αν δεν είχαμε τη δουλειά μας και δε χορταίναμε απ’ αυτήν.

Ο δρόμος όπου έμεναν οι γονείς μου ήταν ένας εργατικός δρόμος, όπου σπάνια συναντούσες άνθρωπο. Ολημερίς βρίσκονταν κλεισμένοι στα εργοστάσια, ολοβραδίς μπρος στην τηλεόραση κι ολονυχτίς κοιμούνταν. Όποιος έκανε κάτι έξω απ’ αυτά ήταν ύποπτος. Οι συμπατριώτες μας που έρχονταν από μακριά να γιορτάσουμε τις άγιες μέρες τους τρόμαζαν και τους πανικόβαλλαν. Παρακολουθούσαν πίσω από τις κουρτίνες τα αυτοκίνητα που κατέφθαναν γεμάτα οικογένειες, ταψιά και τεντζερέδες και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι συμβαίνει. Για κείνους ήταν άγριες μέρες και δεν ησύχαζαν ώσπου ν’ ακούσουν τ’ αυτοκίνητα να φεύγουν. Ρωτούσαν το σπιτονοικοκύρη μήπως υπήρχε καμιά κρυφή ταβέρνα μες στο σπίτι του και ποιος πληρώνει όλα τούτα τα φαγιά. Εκείνος φοβόταν πιο πολύ απ’ όλους, γιατί είχε καταντήσει να ’ναι ξένος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Μόνο η δική του οικογένεια ήταν γερμανική κι ούτε ήξερε μέχρι πότε θα εξακολουθούσε να ’ναι. Μέσα στο αχούρι του ζούσαν άλλες δύο οικογένειες αλλοδαπών, μια ιταλική και μια ακόμα ελληνική. Οι μόνοι γκάσταρ μπάιτερ[1] σ’ ολόκληρη την περιοχή. Όλοι αυτοί ανεβοκατέβαιναν τις σάπιες σκάλες που χρησιμοποιούσαν η γυναίκα του και τα παιδιά του, μπαινόβγαιναν στο ίδιο αποχωρητήριο της αυλής με ξεκούμπωτα πουκάμισα και λυμένα ζωνάρια και ανοιγόκλειναν την ίδια πόρτα, που πίσω της ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει.

Τα ’λεγε όλα αυτά στους γείτονες όταν τον κατηγορούσαν πως έφερε μες στα πόδια τους αγριωπούς και πεινασμένους ανθρώπους για μια χούφτα μάρκα. Προσπαθούσε να τους πείσει ότι τα κεφαλάκια και τα έντερα που έβλεπαν να κουβαλάνε οι νοικάρηδές του προέρχονταν από αρνάκια που αγόραζαν κανονικά από τα σφαγεία και όχι από σφαγμένους Γερμανούς. Το σπίτι του βρωμοκοπούσε σκόρδο χωρίς να το βάζει στο στόμα του. Όπως κι εκείνοι, μισούσε το σκόρδο κι όμως ήταν αναγκασμένος ν’ ανέχεται την μπόχα του, για να μπορεί ν’ αγοράζει τα λουκάνικα που τόσο αγαπούσε. Η κόρη του αγάπησε το σκόρδο επειδή προηγουμένως αγάπησε τον Έλληνα που το ’τρωγε. Όταν περνάω από την Κολονία, πηγαίνω και τους βλέπω. «Το καλοκαίρι θα ’ρθω στην Ελλάδα», μου λέει κάθε φορά ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης. «Ο εγγονός μου μού μαθαίνει ελληνικά». Ποτέ δεν ήρθε. Και γιατί να ’ρθει άλλωστε; Η Ελλάδα πήγε κοντά του.

Αντώνης Σουρούνης, Κυριακάτικες ιστορίες, Εκδ. Καστανιώτη, 2002.

 

ΙΙ. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ & ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ

Α. Να γράψετε σε 60-70 λέξεις την ιστορία που αφηγείται το παραπάνω διήγημα.

Β1. Σε κάθε έναν από τους παρακάτω ισχυρισμούς να δώσετε τον χαρακτηρισμό Σωστό ή Λάθος, με βάση το κείμενο. Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας με μία (1) συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο.

α. Για τον πατέρα του αφηγητή τα προβλήματα των μεταναστών-προσφύγων ήταν μια πρωτόγνωρη κατάσταση.

β. Ο πατέρας του αφηγητή ανήκει για τη Γερμανία εκείνης της εποχής στο κοινωνικό περιθώριο.

γ. Ο αφηγητής αντιμετωπίζει τόσο τους Έλληνες μετανάστες όσο και τους Γερμανούς με ανθρώπινη, οικεία ματιά.

Β2. Σε ποια περιστατικά της ζωής εστιάζει ο αφηγητής και γιατί; Να απαντήσετε σε μία (1) παράγραφο 60-70 λέξεων.

Β3. Να αναφέρετε ένα (1) στοιχείο του χαρακτήρα του πατέρα, όπως αποτυπώνεται στο κείμενο, και να το συνδέσετε με τις πράξεις του.

Β4. Χαρακτηριστικό του διηγήματος είναι η σκωπτική, σαρκαστική ματιά του συγγραφέα. α) Να εντοπίσετε δύο (2) σημεία στο κείμενο που την αναδεικνύουν και β) να παρουσιάσετε την υφολογική της λειτουργία.

 

ΙΙΙ. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ 

Να γράψετε ένα ερμηνευτικό σχόλιο 100-150 λέξεων με το οποίο θα τοποθετηθείτε στο θέμα που πιστεύετε ότι πραγματεύεται το διήγημα του Σουρούνη.

 

ΙV. ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Αντώνης Σουρούνης, Εργοβιογραφικά

Ο Αντώνης Σουρούνης (1942-2016) ήταν βραβευμένος πεζογράφος, γνωστός για τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά του με θέμα τη ζωή των «γκασταρμπάιτερ». Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της Κατοχής. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές, έφυγε για τη Γερμανία (1960), όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει όλοι οι συγγενείς του. Ξεκίνησε να σπουδάζει κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες αλλά διέκοψε τις σπουδές του και άρχισε να ταξιδεύει δουλεύοντας. Άσκησε διάφορα επαγγέλματα, από τραπεζικός υπάλληλος έως ναυτικός και επαγγελματίας παίκτης ρουλέτας. Έζησε στη Φρανκφούρτη έως το 1970, όταν επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1987 έζησε μόνιμα στην Αθήνα. Καθιερώθηκε στα γράμματα το 1977 με το μυθιστόρημά του Οι συμπαίχτες. Έργα του έχουν μεταφραστεί σε αρκετές γλώσσες.

Χαρακτηριστικά της γραφής του

  • προσωπικά βιώματα και αυτοαναφορικά γεγονότα
  • λιτή έκφραση, αφηγηματική ευφορία
  • σκωπτική, ιδιωματική λαϊκή και λαϊκότροπη γλώσσα y γοργός και πολλές φορές γεμάτος διονυσιακό κέφι λόγος
  • οι ήρωές του ανήκουν στο κοινωνικό περιθώριο

Κριτικές για το έργο του

Ο Σουρούνης δημιουργεί έναν ιδιόμορφο ηθογραφικό κύκλο και η αφηγηματική του ευφορία τον κάνει να ξεφεύγει από την οριζόντια περιγραφή και να εστιάζεται στο ψυχικό βάθος των προσώπων των ιστοριών του. Η επιφανειακά ψυχρή, κυνική και σαρκαστική ματιά του συγγραφέα συνυπάρχει με την αίσθηση μιας συντροφικής θέρμης και τρυφερότητας για τον κόσμο του περιθωρίου.

Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, 2007.

Οι Συμπαίκτες (1977) είναι ίσως το σημαντικότερο μυθιστόρημα στην ελληνική λογοτεχνία γύρω από τις εμπειρίες των Gastarbeiter. Κεντρικός ήρωάς του είναι ένας Έλληνας μετανάστης στη Δ. Γερμανία, που χάνει τη δουλειά και την ερωμένη του, παραδέρνει στο περιθώριο της γερμανικής κοινωνίας, μπλέκεται σε μια επικίνδυνη περιπέτεια με χαρτοπαίχτες και στο τέλος αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα μαζί με ένα ορφανό παιδί, που παίρνει υπό την προστασία του. Το μυθιστόρημα εντυπωσιάζει με τη ζωντάνια του και συγκινεί με την ανθρωπιά που διαφαίνεται πίσω από τον φαινομενικό κυνισμό του ήρωα.

Δ. Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, 1995.

 

Επιλογή βιβλιογραφίας

  1. Κούρτοβικ, Δ., Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, Πατάκης, 1995.
  2. Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, 2007.

 

  1. V. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ

Το θέμα του διηγήματος είναι η ζωή του Έλληνα μετανάστη στη Γερμανία τη δεκαετία του ’50 και τα διαφορετικά ήθη των δύο λαών (Ελλήνων και Γερμανών). Συνήθειες που αρχικά προκαλούν αντιδράσεις και αμυντικές συμπεριφορές («ο προϊστάμενος στο εργοστάσιο του είπε: «Ή τη δουλειά ή το μουστάκι. Διάλεξε ποιο από τα δύο θες να χάσεις»). Έπειτα όμως οι σχέσεις εξομαλύνονται, οι άνθρωποι γνωρίζονται, έρχονται κοντά και μαθαίνουν να συμβιώνουν αρμονικά. Ο Σουρούνης δημιουργεί έναν ιδιόμορφο ηθογραφικό κύκλο και με την αφηγηματική του ευφορία κατορθώνει να αποτυπώσει −κάποιες φορές με ύφος σκωπτικό− τις εσωτερικές καταστάσεις των ηρώων του («Το ξύρισε. Τώρα όμως τρόμαξε ο ίδιος και σ’ ένα μήνα το ξανάφησε. «Ας με διώξουν», είπε. «Δε θα μου λεν οι Γερμανοί πώς να ξυρίζομαι»). Έχουμε την αίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές του, μολονότι ανήκουν στον κόσμο του κοινωνικού περιθωρίου, είναι σε μας οικείοι. Πίσω τους βρίσκονται οι μετανάστες όλων των εποχών και οι δυσκολίες ένταξης που αντιμετωπίζουν στις νέες τους πατρίδες.

Λέξεις: 157

 

  

 

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΕΚΔΟΣΗ

ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΤΕTΡΑΔΙΟΥ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ,

ΠΑΤΑΚΗΣ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2020, ΣΕΛ. 124 – 127 &

ΕΝΘΕΤΟ ΣΕΛ. 8-9!

 

[1] Ο μη Γερμανός εργάτης στη Γερμανία, απαξιωτικός όρος.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.