Του Νίκου Τσούλια

      Εξελισσόμενη η γλώσσα μας αναγκαστικά μετασχηματίζεται τόσο δομικά όσο και λειτουργικά. Καμιά γλώσσα δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή και αταλάντευτη. Κάθε γλώσσα ζει και εξελίσσεται μαζί με την κοινωνία και με τον πολιτισμό.

Η σύνταξή της, το νόημα των λέξεών της, το αξιακό και πολιτισμικό φορτίο της, οι υπαινιγμοί της και τα συμφραζόμενά της, οι χρησιμοποιούμενες λέξεις ακόμα και η ορθογραφία της (με χαρακτηριστικά παραδείγματα εκείνα των ζευγαριών: τραίνο / τρένο, αυγό / αβγό, Σαίξπηρ / Σέξπιρ κλπ) είναι υπό διαρκή ανακατασκευή, έστω και με αργούς ρυθμούς και συχνά με αδιόρατους τρόπους.

      Σ’ αυτή τη διαρκή μετεξέλιξη της γλώσσας υπάρχουν και «θύματα»˙ λέξεις και ολόκληρες φράσεις παραμελούνται και πέφτουν σε αχρησία ή έστω χρησιμοποιούνται σε οριακές περιπτώσεις. Βέβαια οι αλλαγές είναι πιο έντονες στην προφορική γλώσσα, αφού η αντίστοιχη γραπτή γλώσσα είναι και πιο τυποποιημένη και πιο άκαμπτη ως θεσμική έκφραση της εκπαίδευσης και της αγωγής.

     Το περίεργο ωστόσο είναι ότι και πάλι η προφορική γλώσσα συμμαζεύει και διατηρεί τις παραιτημένες λέξεις και εκφράσεις, ακριβώς γιατί πάντα κρατάει μεγαλύτερο πλούτο με τις τόσες και τόσες τοπικές γλωσσικές ιδιαιτερότητες, που ποτέ δεν τις περιλαμβάνει η επίσημη έκφραση της γλώσσας η διδασκόμενη στο σχολείο.

      Τώρα προστέθηκε κι άλλο παράλληλο και ισχυρό πεδίο επιρροής στις παραδοσιακές εκφράσεις της γλώσσας, προφορικής και γραπτής, που γίνεται όλο και πιο επιδραστικό στην όλη εξέλιξη της γλώσσας, το πεδίο των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου. Εδώ τα γεγονότα έρχονται με «δρομαίον βήμα», όπως θα έλεγε ο μεγάλος μας Παπαδιαμάντης.

     Η ίδια η συντόμευση της ανθρώπινης επικοινωνίας και ο ειδικά και έμμεσος κωδικοποιημένος τρόπος συνομιλίας μέσω των μηνυμάτων των πάσης μορφής ηλεκτρονικών μορφών αλλάζει τον τρόπο σκέψης, δηλαδή την έκφραση της γλώσσας. Σ’ αυτό το παιχνίδι της γλωσσικής μετάλλαξης, νέοι εκφραστικοί βλαστοί ξεπηδάνε με θαλερό τρόπο παίρνοντας τους πολλούς χυμούς της σκέψης και ξεραίνοντας τα ήδη ολιγοχρησιμοποιούμενα κλαδιά της γλώσσας.

      Το έντονα μεταβαλλόμενο πολιτισμικό τοπίο ιδιαίτερα στον κόσμο των νέων και των παιδιών προκαλεί γλωσσικές ανακατατάξεις, και λέξεις και εκφράσεις ξεπετάγονται έξω από το γλωσσικό παιχνίδι με τον πιο απλό αλλά και πιο επώδυνο γι’ αυτές τρόπο, με τη μη χρησιμοποίησή τους. Το ξεπέταγμα είναι πιο εύκολο όταν πρόκειται για εδώ και αρκετό καιρό παραμελημένες λέξεις, που μπορεί να τις ακούς μόνο σε οριακές περιπτώσεις, σε ορεινά χωριά ή σε ειδικές «γλωσσικές νησίδες». Πώς να προσφωνήσεις κάποιον με τη λέξη «κολέγα» ή πολύ περισότερο με τη λέξη «ακουμπέτη», όταν το «ρε συ…» δίνει και παίρνει ως έκφραση συρμού και προόδου αλλά και ως σημάδι απίσχνασης της συναισθηματικότητας και της φιλίας;

      Είναι πολυσυζητημένη η σκηνή, όπου παρέα νεαρών κάνει παρέα με τις ώρες όχι συζητώντας μεταξύ τους αλλά επικοινωνώντας είτε μεταξύ τους είτε με άλλους μέσω των κινητών τηλεφώνων μέσω ειδικού γλωσσικού κώδικα, όπου η συντομότερη γραφή αγνοεί ορθογραφίες, συντάξεις και γλωσσική ποικιλία χάριν της ανάγκης της τεχνητά δημιουργούμενης συντομίας, αν και ο χρόνος είναι άφθονος όσο τίποτα άλλο στις παρέες της καφετέριας και της παρατεταμένης ραθυμίας.

      Οι λέξεις και οι γλωσσικές εκφράσεις είναι γεννήματα των καιρών και των χαρακτηριστικών στοιχείων των κοινωνιών. Υπηρετούν τις συγκεκριμένες σε κάθε ιστορικότητα ανάγκες και επιθυμίες των ανθρώπων. Πώς να παραμείνουν, για παράδειγμα, ζωντανές οι λέξεις «προσφάισμα» ή «προσφάι», λέξεις ολιγάρκειας και εγκράτειας, όταν ο λαός μας εδώ και αρκετές δεκαετίες υπηρετεί με απόλυτη προσήλωση τις επιταγές και τις αξίες του καταναλωτισμού και της αλόγιστης σπατάλης;

     Πώς να μην παραμεληθούν και να μην είναι παραπεταμένες οι λέξεις «φιλαράκος» ή «κολέγας» ή «τσίφτης» – που εκδήλωναν μια γλυκιά οικειότητα σε εποχές εύκολης καλλιέργειας των ανθρώπινων σχέσεων -, όταν τα σημάδια των καιρών μας βρίσκονται στον αστερισμό της χρησιμοθηρίας και του στυγνού ωφελιμισμού;

      Μέσα από την καταστροφή και τη δημιουργία των λέξεων και των γλωσσικών εκφράσεων μπορεί κάποιος να διακριβώσει τις βαθιές διεργασίες που γίνονται στη σύγχρονη κοινωνία και να προοικονομήσει το μέλλον του. Γιατί, «η ανίχνευση για χαμένες λέξεις είναι μια προσπάθεια να θυμηθείς αυτό που μένει ακόμα να υπάρξει»[i]. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι αυτές καθ’ εαυτές οι παρατημένες και οι χαμένες λέξις, αλλά το σημασιολογικό και το αξιακό φορτίο που χάνεται μαζί τους αφενός – «η κάθε λέξη είναι μια δέσμη και το περιεχόμενο ξεπροβάλλει προς διαφορετικές κατευθύνσεις» (Μαντελστάμ) – και η επέλαση των ιδεών και των αντιλήψεων που κουβαλούν οι νέες κυρίαρχες λέξεις και εκφράσεις αφετέρου.

     Πρόκειται για μια εξέλιξη κυριαρχούμενη από το βασίλειο των λέξεων της αγοράς και της τεχνολογικής πανοπλίας. Πρόκειται για μια επικράτηση μιας οικονομίστικης αντίληψης, όπου «η οικονομική απόκτηση δεν είναι πια υποταγμένη στον άνθρωπο σαν μέσο για την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του»[ii] αλλά μια κρατούσα καταναλωτική εκδήλωση στις επιταγές της αγοράς, η οποία επιβάλλει μια κίβδηλη εικόνα στον κόσμο των αναγκών μας και των επιθυμιών μας και η οποία υπονομεύει το γενικότερο ρόλο της κοινωνίας και της πολιτικής.

      Αλλά πώς μπορεί να υπάρξει πρόοδος χωρίς βαθιά μόρφωση και ανθρωπιστική παιδεία, χωρίς τον εννοιολογικό πλούτο της κλασικής γραμματείας; Όταν φτωχαίνει το λεξιλόγιό μας νεκρώνοντας γλωσσικές εκδηλώσεις με πλούσιο συναισθηματικό κόσμο και με υψηλή πνευματική ενόραση, δεν παρακμάζει η σκέψη μας, δεν αδειάζει η ψυχή μας, δεν σκιάζουν τα όνειρά μας;

[i] S. Heaney (2008), Η κυβέρνηση της γλώσσας, Αθήνα: Πατάκης, σ.205

[ii] Weber, M. (2010), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 43 – 44

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.