Αξιότιμη κα Μ. Τζακώστα,

 

κεντρική ιδέα της καλοπροαίρετης – και αυτό είναι προσωπική πεποίθηση – ανάλυσής σας είναι ότι ασκώ κριτική χωρίς επιστημονικό τρόπο. Αφού μελέτησα προσεκτικά το κείμενό σας, που δημοσιεύθηκε στις 30 Ιανουαρίου στο goodnet.gr, νιώθω ότι έχω χρέος να καταθέσω τις διαπιστώσεις μου. Επισημαίνοντας τους κοινούς τόπους που κάνουν το δικό μου κείμενο (με τίτλο «Πρόεδρος ή Προεδρίνα;») και τη γλωσσολογική σας ανάλυση να διαλέγονται επιστημονικά. Στη βάση μιας επιχειρηματολογίας που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες.

 

Πρώτος κοινός τόπος. Στο κείμενό μου προβάλλω την άποψη ότι δεν είναι ανάγκη να μιμηθούμε το παράδειγμα των Γάλλων. Στην ανάλυσή σας αναφέρετε την ίδια άποψη: «Συμφωνώ ότι δεν είναι ικανή ή αναγκαία συνθήκη να χρησιμοποιούμε ‘θηλυκούς όρους’ στη γλώσσα μας επειδή αυτοί έχουν υιοθετηθεί και σε άλλες γλώσσες. […] Είναι θέμα, δηλαδή, διερεύνησης, όχι επιβολής στη γλώσσα μας του ενός ή του άλλου ξενόφερτου φαινομένου».

 

Δεύτερος κοινός τόπος. Στο κείμενό σας, όπως είναι αναμενόμενο λόγω της επιστημονικής σας ιδιότητας, προβάλλεται η αρχή της μορφολογικής διαφάνειας. Δηλαδή της συμφωνίας προσδιορίζοντος και προσδιοριζομένου «που διέπει όλες τις γλώσσες του κόσμου». Όπως αντιλαμβάνεται εύκολα ο αναγνώστης, την αρχή αυτή την αξιοποιείτε, για να τονίσετε – πολύ σωστά – ότι το θηλυκό γένος πρέπει να φαίνεται θηλυκό και στη μορφή (στην κατάληξη). Παρότι δεν την αναφέρω, διότι δεν είμαι γλωσσολόγος, ακριβώς την ίδια αρχή εφαρμόζω και εγώ στα δικά μου επιχειρήματα. Με τη διαφορά ότι στο κείμενό μου η αρχή αυτή βρίσκει εφαρμογή όχι στο επίπεδο του γραμματικού τύπου. Αλλά στο ζήτημα του ισότιμου σεβασμού που πρέπει να αποδίδεται στα δύο γένη (εφόσον για τη διάκρισή τους αρκεί το άρθρο). Διότι απλούστατα η δική μου οπτική, στο συγκεκριμένο κείμενο, δεν είναι επιστημονική. Αλλά πολιτική και κοινωνική. Για του λόγου το αληθές επισημαίνω χαρακτηριστικά χωρία: «Ειδικά στο θέμα μας, υπάρχει η έννοια ‘ο πρόεδρος’ (ο άνδρας πρόεδρος). Υπάρχει και η έννοια ‘η πρόεδρος’ (η γυναίκα πρόεδρος). Οι έννοιες όχι μόνο είναι σαφείς και διακριτές. Αλλά εκφέρονται και με τρόπο ισότιμο. Χρησιμοποιείται η ίδια ακριβώς λέξη. Τόσο για τον άνδρα πρόεδρο. Όσο και για τη γυναίκα πρόεδρο. Η ίδια η γλώσσα ‘αποδίδει’ στα δύο φύλα τον αναγκαίο σεβασμό και την ίδια αξία. Με απόλυτη ισοτιμία. Χωρίς καμία διάκριση. […] Ο λαός μας χρησιμοποιεί αυτές τις λέξεις, για να τιμήσει τη γυναίκα πρόεδρο, τη γυναίκα βουλευτή, τη γυναίκα δικαστή, τη γυναίκα υπουργό, τη γυναίκα δήμαρχο και τη γυναίκα περιφερειάρχη. Με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια λέξη που χρησιμοποιείται για τους άνδρες συναδέλφους της. […] Ο λαός μας δεν αποκαλεί γιατρό τη γυναίκα γιατρό, επειδή τη θεωρεί… άνδρα. Αλλά επειδή δεν τη διακρίνει καθόλου από τον άνδρα συνάδελφό της. Επειδή της αποδίδει ακριβώς την ίδια επαγγελματική και κοινωνική αξία. Στις λεπτές νοηματικές αποχρώσεις της γλώσσας οι όροι ‘δικηγόρος’ και ‘δικηγορίνα’ δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Οι όροι ‘φιλόλογος’ και ‘φιλολογίνα’ επίσης δεν έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Ούτε οι όροι δικαστής και δικαστίνα». Είναι χαρακτηριστικό ότι πουθενά δεν αναφέρω ότι το θηλυκό γένος δεν μπορεί να σχηματιστεί γραμματικά με διακριτή κατάληξη. Τονίζω μόνο ότι δεν είναι ανάγκη να σχηματιστεί, διότι για την ώρα σε κάποιες λέξεις η «θηλυκή» κατάληξη έχει υποτιμητικό περιεχόμενο. Ακριβώς το ίδιο διαπιστώνω ότι το επισημαίνετε και εσείς: «Η συνεκφορά ‘Δημόσια Λειτουργίνα’, όμως, είναι αδιανόητη (τουλάχιστον προς το παρόν, όπως σωστά επισημαίνει και ο κ. Περβολιανάκης), όχι επειδή είναι λανθασμένη, αλλά επειδή δεν χρησιμοποιείται. Δεν την έχουμε συνηθίσει, δεν ακούγεται ωραία».

 

Τρίτος κοινός τόπος. Στο κείμενό μου αναφέρω: «οι τύποι ‘ο/η πρόεδρος, ο/η βουλευτής, ο/η δικαστής, ο/η υπουργός, ο/η δήμαρχος, ο/η περιφερειάρχης’ δεν είναι τύποι της καθαρεύουσας, ώστε να στοχοποιηθούν ως δήθεν συντηρητικοί ή αναχρονιστικοί. Είναι τύποι της δημοτικής μας γλώσσας». Απαντάτε: «Τα τριγενή και δικατάληκτα ουσιαστικά ΔΕΝ είναι τύποι της δημοτικής γλώσσας. Είναι λόγιοι τύποι, τύποι της καθαρεύουσας. Απλώς, τόσο αυτοί όσο και πολλοί άλλοι λόγιοι τύποι έχουν καθιερωθεί, έχουν κληροδοτηθεί, μεταφερθεί και στην δημοτική. Μέχρι την στιγμή που θα αντικατασταθούν από πραγματικούς τύπους της δημοτικής». Αφού διευκρινίσουμε ότι στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχουν τριγενή και δικατάληκτα ουσιαστικά αλλά μόνο τριγενή και δικατάληκτα ουσιαστικοποιημένα επίθετα, οφείλουμε να σταθούμε στο πνεύμα του επιχειρήματός σας που ταυτίζεται με το δικό μου. Σύμφωνα με το οποίο οι τύποι αυτοί υπάρχουν στη δημοτική και είναι εύχρηστοι, αποδεκτοί και λειτουργικοί. Αν κάποτε αντικατασταθούν, καλώς θα αντικατασταθούν. Αλλά η αντικατάσταση θα γίνει από τους χρήστες της γλώσσας, όπως αναφέρω στο κείμενό μου («Όταν και αν οι όροι ‘πρόεδρος’ και ‘προεδρίνα’ αποκτήσουν κάποτε ταυτόσημο νόημα, μπορούμε να το ξανασυζητήσουμε»). Δεν θα επιβληθεί από τους μελετητές της γλώσσας. Διότι όπως σωστά επισημαίνετε, «ως επιστήμονες δεν ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι μελετούμε τη γλώσσα. Την μελετούμε. Δεν έχουμε καμία ανάγκη να ακυρώσουμε ή να απαξιώσουμε καμία γλωσσική χρήση». Και σε άλλο σημείο επισημαίνετε, επίσης πολύ εύστοχα: «Ας μην παρασταίνουμε τους μάντεις, ας αφήσουμε τους χρήστες να αποφασίσουν».

 

Τέταρτος κοινός τόπος. Στην ανάλυσή σας αναφέρετε: «Τι γίνεται με το ‘Προεδρίνα της Δημοκρατίας’; Πολύ απλό. Ένας μη λόγιος, λαϊκός, τύπος, η Προεδρίνα, καλείται να συνδυαστεί με μια λέξη ισχυρού σημασιολογικού και πραγματολογικού φορτίου, την Δημοκρατία. Η Δημοκρατία είναι δηλαδή μια σοβαρή, ειδικού βάρους λέξη σε αντίθεση με το Προεδρίνα. Αυτό είναι όλο. Όταν η Προεδρίνα πάψει να θεωρείται λαϊκός τύπος και αρχίσει να χρησιμοποιείται ως πραγματική λέξη της δημοτικής, η συνεκφορά θα χρησιμοποιείται. Σε ποιο χρονικό ορίζοντα θα γίνει αυτό; Ας μην παρασταίνουμε τους μάντεις, ας αφήσουμε τους χρήστες να αποφασίσουν». Παρόμοιο είναι το δικό μου επιχείρημα: «Ο τίτλος ‘Πρόεδρος της Δημοκρατίας’ αναφέρεται στον θεσμό και στο ύψος της ποιότητας του προσώπου. […] Όταν και αν οι όροι ‘πρόεδρος’ και ‘προεδρίνα’ αποκτήσουν κάποτε ταυτόσημο νόημα, μπορούμε να το ξανασυζητήσουμε».

 

Πέμπτος κοινός τόπος. Στο κείμενό μου αναφέρω: «Η ελληνική γλώσσα διαθέτει, καλώς ή κακώς, και λεπτές νοηματικές αποχρώσεις. Που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. […] Όταν και αν οι όροι ‘πρόεδρος’ και ‘προεδρίνα’ αποκτήσουν κάποτε ταυτόσημο νόημα, μπορούμε να το ξανασυζητήσουμε». Στην ανάλυσή σας επισημαίνω την απόλυτη ταύτιση: «Ναι, η Ελληνική διαθέτει λεπτές νοηματικές αποχρώσεις – και πολύ καλώς – όπως και κάθε άλλη γλώσσα. Δεν είναι δικό μας μόνο προνόμιο αυτό. Και όλες λαμβάνονται υπόψη. Οι όροι ΘΑ αλλάξουν σε διαφορετικό χρόνο μέσα από τη συνεχή και επαναλαμβανόμενη χρήση. Και, νάμαστε γερές και γεροί, θα το ξανασυζητήσουμε».

 

Έκτος κοινός τόπος. Στο κείμενό μου αναφέρω: «Αν υπάρχει κάτι, στο οποίο θα συμφωνήσω με τον καθηγητή του Αριστοτέλειου, είναι η καταληκτική του τοποθέτηση: ‘Η γλώσσα ποτέ δεν είναι αθώα: αντίθετα, είναι όχημα ιδεολογίας και άσκησης εξουσίας, ρηματικής, διάχυτης, πανίσχυρης’». Αφού επισημάνω τη νέα μας ταύτιση στο συγκεκριμένο επιχείρημα («σε αυτό ακριβώς συμφωνούμε όλοι», γράφετε χαρακτηριστικά), θα διαπιστώσω ότι προχωράτε σε μια πολύ εύστοχη εξειδίκευση: «Μέχρι σήμερα, όπως είναι φανερό και από το κείμενο του κ. Περβολιανάκη, η γλώσσα είναι όχημα ιδεολογίας, άσκησης εξουσίας κλπ. – από ποιους; – κατά βάση από άνδρες. Πέρα και πάνω από όχημα εξουσίας είναι μέσο ή εργαλείο αποτύπωσης των εκάστοτε κοινωνικών συνθηκών. Μεταξύ αυτών της θέσης της γυναίκας. Κάτι σαν την ‘κυρά κι αφέντρα’ που στην πραγματικότητα είναι ‘δούλα και κυρά’». Η εξειδίκευσή σας είναι ρεαλιστική και αληθής. Αλλά δεν είναι επαρκής. Διότι δίπλα στην εξειδίκευση αυτή είναι δυνατό να προστεθούν πολλές ακόμα. Η γλώσσα δεν αξιοποιείται ως όχημα ιδεολογίας και εξουσίας μόνο από τους άνδρες στο επίπεδο των έμφυλων ανισοτήτων. Σε άλλα επίπεδα αξιοποιείται και από δημοσιογράφους και δημοσιολογούντες, από εκπαιδευτικούς, από διανοούμενους, από πολιτικούς. Ακόμα και από επιστήμονες.

 

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι προσεγγίσεις μας, επιστημονικά, δεν έχουν μεγάλη απόκλιση. Το κείμενό μου και η γλωσσολογική σας ανάλυση ουσιαστικά διαλέγονται. Σχεδόν σε όλα τα επιχειρήματα. Κύρια διαφορά μας είναι ότι η δική σας προσέγγιση είναι αυστηρά επιστημονική και γλωσσολογική. Ενώ η δική μου κοινωνική, ενημερωτική, εμπειρική, κριτική και βεβαίως (λόγω επαγγελματικής ιδιότητας) φιλολογική. Οφείλω πάντως να παραδεχθώ ότι το κείμενό μου ούτε γράφτηκε ούτε δημοσιεύθηκε ως επιστημονικό. Συντάχθηκε, για να αποτελέσει ευχάριστο ανάγνωσμα για καλούς φίλους και συμπολίτες. Σε ύφος καυστικό και με σκοπό αυστηρά κριτικό πάνω σε ζήτημα της πραγματικής ζωής. Τέτοιο ύφος και τέτοια σκοπιμότητα ασφαλώς και δεν έχουν σχέση με το είδος του επιστημονικού λόγου. Και όπως γίνεται αντιληπτό, σε ένα τέτοιο κείμενο η συνήθης επιστημονική μεθοδολογία, σύμφωνα με την οποία, «όταν μιλούμε για ένα επιστημονικό θέμα, όπως είναι η γλωσσική αλλαγή, αποδυόμαστε τα προσωπικά μας βιώματα ή τους κοινωνικούς και πολιτικούς μας προσανατολισμούς, δεν θεωρούμε ως δεδομένο για τους άλλους ό,τι ισχύει για μας», δεν μπορεί να εφαρμοστεί.

 

Αντιθέτως, τη μεγάλη του δύναμη και αξία ένα τέτοιο κείμενο δεν τις αντλεί από τον βαθμό που ο συντάκτης παραμένει αποστασιοποιημένος από τα προσωπικά και κοινωνικά του βιώματα. Τις αντλεί ακριβώς από το αντίθετο. Δηλαδή από τον βαθμό που ο συντάκτης βρίσκεται κοντά στα προσωπικά και κοινωνικά του βιώματα και διαθέτει την ικανότητα να τα αξιολογεί, να τα ερμηνεύει και να τα παρουσιάζει με τρόπο, εκφραστικά και αποδεικτικά, ορθό. Για παράδειγμα, στο θέμα της «προεδρίνας», πριν στείλω το κείμενό μου για δημοσίευση, οφείλω να αποκαλύψω ότι διενήργησα πρόχειρη «δημοσκόπηση» μεταξύ των μαθητών μου. Ρώτησα: «Φιλόλογος ή Φιλολογίνα;». Όλοι και όλες ανεξαιρέτως μου απάντησαν: «Ασφαλώς και φιλόλογος κε Δημήτρη. Το ‘φιλολογίνα’ το λέμε, όταν κοροϊδεύουμε την καθηγήτρια». Αμέσως μετά ξαναρώτησα: «Πρόεδρος ή Προεδρίνα;». Στο «Προεδρίνα» τα 16χρονα παιδιά απλά γελούσαν… Αυτό ακριβώς είναι το πραγματικό βίωμα που παρουσίασα στο κείμενό μου. Όταν στην ανάλυσή σας επισημαίνεται ότι είμαι «αντιεπιστημονικός», διότι δεν αποποιούμαι τα προσωπικά μου βιώματα, αυτό για μένα δεν είναι μομφή. Αλλά επιβεβαίωση ότι πέτυχα τον αρχικό σκοπό μου. Εξάλλου, σε κανένα σημείο των λόγων μου δεν φαίνεται σκοπιμότητα ή διάθεση να προβληθεί το συγκεκριμένο κείμενό μου ως αμιγώς επιστημονικό. Όχι επειδή δεν μπορώ να γράψω επιστημονικό κείμενο. Αλλά επειδή το συγκεκριμένο κείμενο δεν γράφτηκε, για να είναι αμιγώς επιστημονικό.

 

Με ειλικρινή εκτίμηση,

Δημήτρης Περβολιανάκης

Ιδιώτης εκπαιδευτικός, φιλόλογος και πολίτης

Διαβάστε επίσης: Πρόεδρος ή Προεδρίνα;

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.