Γιατί διαβάζω…

Του Νίκου Τσούλια

      Ταξιδεύω μαζί τους χρόνους και καιρούς, συνεχώς και αδιαλείπτως, κάθε στιγμή τους και ένας κόμπος ύφανσης στον αργαλειό της παιδείας και της μόρφωσης. Αλλάζω και εγώ αλλάζουν και αυτά στο διάβα του χρόνου, αλλά η σχέση μας είναι κρυστάλλινη και ανοξείδωτη. Τα διαβάσματά μου είναι ένα σταθερό, ένα αυθεντικό στερέωμα έκφρασης του εαυτού μου. Είναι αυτά που ανοίγουν διαρκώς νέους ορίζοντες και δημιουργούν νέα σύμπαντα στις φιλοδοξίες και στα όνειρά μου.

      Οι πρώτοι κοινοί καιροί μας ήταν σχολικοί – δεν γινόταν αλλιώς εκείνα τα χρόνια της φτώχειας – και μάλλον προσχολικοί, αφού μπορούσα να διαβάζω πριν από το σχολείο όταν οι συμμαθητές μου μάθαιναν τα γράμματα της αλφαβήτου και το πώς θα συλλαβίζουν. Είχα «προστρέξει» στον κόσμο τους με τη βοήθεια της μεγαλύτερης αδελφής μου και από τότε συμπορευόμαστε – εγώ, το διάβασμα και το γράψιμο – χωρίς κανένα σταματημό, χωρίς ανάσες και διακοπές.

      Στο Δημοτικό σχολείο θα είναι μόνο τα σχολικά βιβλία ο κοινός μας τόπος, πουθενά κανένα εξωσχολικό βιβλίο (!)˙ πού τέτοια τύχη… Ωστόσο, θα απλωθούν τα διαβάσματά μου στο κρυφό κυνηγητό των περιοδικών – που τα ανταλλάσσαμε «παράνομα» η πιτσιρικαρία κρυφά από τους γονείς μας – και θα γεύομαι το κάτι παραπάνω που πάντα επιζητούσα. Ο «Μικρός σερίφης», ο «Μικρός κάου μπόυ», ο «Μικρός ήρως», καμιά «Μάσκα» και κανένα «Μίκυ Μάους» είναι όλο κι’ όλο το στερέωμα των περιοδικών που θα διευρύνουν τα αναγνώσματα πέραν των σχολικών ορίων.

      Στο Γυμνάσιο το πρώτο βιβλίο – δώρο από το Σύλλογο των Καθηγητών για την πρωτιά μου, «Οι ανακαλύψεις του Παστέρ», θα μείνει για αρκετά χρόνια το μόνο εξωσχολικό μου βιβλίο. Στο Λύκειο – το δεύτερο μέρος του τότε εξατάξιου Γυμνασίου – θα καταφέρω να πάρω κάποια φροντιστηριακά βιβλία (Φυσική του Μάζη, Χημεία του Μανωλκίδη) για να με βοηθήσουν στην προσπάθειά μου για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα θα έχω ως επιμελές διάβασμα τα δύο περιοδικά που προωθούν καθηγητές μας, το «Φυσικό Κόσμο» και τον «Ευκλείδη» και τα οποία θα κεντρίζουν τα κρυφά όνειρά μου για σπουδές. Και το μόνο απόλυτα εξωσχολικό διάβασμα που θα αποκτήσω είναι τα πρώτα τεύχη της «Ιστορίας της Ανθρωπότητας» της ΟΥΝΕΣΚΟ, τα οποία διάβαζα ξανά και ξανά απνευστί.

      Στο πανεπιστήμιο και χάρη στη μικρή οικονομική μου ανεξαρτησία – αφού εργαζόμουνα βραδινό οκτάωρο – τα διαβάσματά μου απλώθηκαν και απέκτησαν ορμή και πάθος. Το επιστημονικό διάβασμα του βιβλίων του πανεπιστημίου, μαζί με το συστηματικό διάβασμα των ξενόγλωσσων βιβλία – που αγόραζα κυρίως από το βιβλιοπωλείο του «Κωσταράκη» στην Ιπποκράτους – και του περιοδικού «Scientific American» – που αγόραζα από τα περίπτερα της Πανεπιστημίου και της Ομόνοιας – θα τρέφουν τις φιλοδοξίες μου για επιστημονική καριέρα… Σταθερή επιλογή μου για πολλά χρόνια είναι το διάβασμα των «δίδυμων περιοδικών» της επικαιρότητας της εποχής εκείνης, του «Ταχυδρόμου» και των «Επικαίρων».

      Ο ερχομός της Μεταπολίτευσης άλλαξε το σκηνικό στη ζωή των ανθρώπων και εμείς οι φοιτητές νιώθαμε ότι είμαστε τυχεροί που γευόμαστε την πολιτική ελευθερία στα χρόνια του πανεπιστημίου, όπου ανθοφορούσε ο ριζοσπαστισμός και η δημιουργικότητα της επιχειρηματολογίας. Τώρα είναι η σειρά του πολιτικού βιβλίου, των μαρξιστικών βιβλίων που συγκεντρώνουν την αφοσίωσή μου. Όχι, το διάβασμά τους δεν είναι «μια και έξω», αλλά γίνεται με υποσημειώσεις σα να ήταν επιστημονικό βιβλίο. Τα περιοδικά που εκδίδονται τώρα είναι πραγματικοί θησαυροί. Το «Αντί», ο «Πολίτης» και η «Εστία» είναι τα μαργαριτάρια των αναγνωσμάτων μου και θα μείνουν στις βιβλιοθήκες μου για να τα διαβάζω κατά καιρούς, γιατί έχουν μια φοβερή διαχρονικότητα. Παράλληλα, τα περιοδικά των «Νεολαίων» των κομμάτων αποτελούν μόνιμη πηγή ενημέρωσης και άτυπης και πρόθυμα αυτόβουλης «καθοδήγησης». Η κομματική μου ένταξη στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα με «κάνει» συστηματικό αναγνώστη του «Αγωνιστή», της «Εξόρμησης» και των διάφορων μικροεκδόσεων του βιβλιοπωλείου της «Αιχμής». Πού να ήξερα τότε ότι θα γίνω αρθρογράφος της «Εξόρμησης» και μάλιστα με ημιεπαγγελματική χροιά… Τα πολιτικά βιβλία που λάτρεψα ήταν του Ν. Πουλαντζά, του Α. Παπανδρέου και του Σαμίρ Αμίν (λόγω Τρίτου Δρόμου…).

      Όλο αυτό το διάστημα των δεκαετιών 1970 και 1980 διάβαζα εφημερίδες με συστηματικό τρόπο, κυρίως την πολιτική και την πολιτιστική αρθρογραφία και σπάνια την ανάλαφρη επικαιρότητα και σχεδόν καθόλου τα «αθλητικά» – εθεωρείτο υποτιμητικό για την πολιτική μας κουλτούρα – και τα «οικονομικά», τότε οι σελίδες επί των «οικονομικών» ήταν παρακατιανές. Οι εφημερίδες που συστηματικά διάβαζα ήταν «Τα Νέα», «Το Βήμα», η «Ελευθεροτυπία», η «Εξόρμηση» και αργότερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και η «Μεσημβρινή» επειδή είχα επαγγελματική συνεργασία για την περίοδο 1980 – 1986. Κατά περίπτωση διάβαζα την «Αυγή» και τον «Ριζοσπάστη», κυρίως όταν είχαν αφιερώματα πολιτιστικά. Στο κυριακάτικο διάβασμα των εφημερίδων πρόσθετα και την «Καθημερινή», αφού τη θεωρούσα ως απόλυτα έγκυρη του κεντροδεξιού χώρου. Η αγάπη μου για τις εφημερίδες ήταν πολύ μεγάλη και σπάνια έχανα την καθημερινή τους …φωνή. Υπήρχε δε τότε και το έθιμο της αγοράς των κυριακάτικων εφημερίδων από το προηγούμενο βράδυ του Σαββάτου από τους πάγκους στην Ομόνοια αρχικά και από τη γωνία «Όθωνος και Φιλελλήνων» στο Σύνταγμα αργότερα. Μου έκανε δεν εντύπωση που ο περιπτεράς μόλις με έβλεπε έφτιαχνε το «μίγμα των εφημερίδων» που έπαιρνα, χωρίς να με ρωτάει και αυτό το έκανε με πάρα πολλούς, σαν τον καφετζή στο χωριό που δεν ρωτάει τι καφέ πίνει ο «άλφα» και ο «βήτα» πελάτης… Αν εκείνους τους καιρούς μου έλεγε κάποιος ότι θα ερχόταν ημέρα που θα κατέρρεαν οι εφημερίδες δεν θα το πίστευα με τίποτα…

Συνεχίζεται με το δεύτερο μέρος…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.