Το βιβλίο δεν πεθαίνει ποτέ!

Του Νίκου Τσούλια

 

      Είναι μια σχέση συνειδητά και ασυνείδητα αρχετυπική. Ταυτίζεται απόλυτα με την πνευματική μου «οντογένεση», αφού πριν ακόμα πάω στο σχολείο, είχα μάθει να διαβάζω – στοιχείο πολύ δυσεύρετο για εκείνες τις εποχές στο μικρό αγροτικό χωριό μου. Και ήταν έκτοτε το πεδίο του διαβάσματος το προνομιακό μου στερέωμα, που θα του δινόμουν ολοκληρωτικά, και αυτό στη συνέχεια θα ήταν μαζί μου φοβερά γενναιόδωρο.

      Τότε σε δύο πεδία μπορούσαν να ξεχωρίσουν τα αγόρια, στο σχολείο και στο γήπεδο. Και στο δεύτερο αν και μου άρεσε πολύ η μπάλα – κάθε βράδυ ονειρευόμουνα ότι θα έπαιζα σε μεγάλη ομάδα, ότι θα έμπαινα αλλαγή και θα άλλαζα το εις βάρος της ομάδας μου σκορ -, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω˙ ήταν άλλοι πολύ καλύτεροί μου.

      Θυμάμαι ακόμα τα άλλα παιδιά που προσπαθούσαν να συλλαβίσουν στην πρώτη τάξη στις αρχικές σελίδες του Αναγνωστικού και εγώ ήμουνα προς τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, αφού «κατάπινα» όχι απλά και μόνο τις συλλαβές και τις λέξεις αλλά και τις προτάσεις που τις ήξερα νεράκι – καταπώς λεγόταν για εκείνους που ήξεραν απέξω και ανακατωτά το μάθημα.

      Έγινε λοιπόν το βιβλίο και το διάβασμα ο προνομιακός μου χώρος˙ εδώ φώλιαζαν όλα τα όνειρά μου. Και το φοβερό είναι ότι τα βιβλία μου δώρισαν ένα μέλλον με ακόμα πιο όμορφη πραγματικότητα από εκείνη των ονείρων μου. Αν το ήξερα τότε, θα τρελαινόμουνα από τη χαρά μου, γιατί πάντα είχα δισταγμούς και αναστολές στο αν θα τα καταφέρω και ποτέ δεν τολμούσα να λέω φανερά τα όνειρά μου και τις φιλοδοξίες μου ούτε καν στον εαυτό μου, γιατί θεωρούσα ήμουνα ονειροπαρμένος και φευγάτος, ότι ήταν επινοήσεις μου που δεν θα μπορούσαν να συνδεθούν ποτέ με τον υπαρκτό κόσμο…

      Και ενώ λοιπόν είχα πειστεί ότι το μόνο πέρασμά μου από το «σκοτάδι» στο «φως», από τις λάσπες στην πόλη των ανέσεων, ήταν ο κόσμος του βιβλίου – ποτέ δεν είχα όμως φανταστεί ότι θα γινόταν και πέρασμα από την αφάνεια της έξω και από το χωριό μικρής και ταπεινής χαμοκέλας μου στο προσκήνιο σε ένα μέρος και για ένα διάστημα της δημόσιας ζωής της εκπαίδευσης – μου έλειπαν τα βιβλία. Δεν υπήρχαν βιβλία στα ταπεινά μας σπίτια παρά μόνο τα σχολικά. Αυτή ήταν και η μεγάλη αδικία που γινόταν εις βάρος των παιδιών της φτωχής επαρχίας εκείνων των καιρών. Και έτσι διάβαζα και ξαναδιάβαζα όλα τα αναγνωστικά και τα άλλα σχολικά βιβλία των μεγάλων τάξεων του Δημοτικού. Ευτυχώς που είχα και μεγαλύτερες αδελφές και είχα διαβάσει από πριν και τα βιβλία των επόμενων τάξεων.

      Αυτή η στέρηση μου έμεινα σα μόνιμο παράπονο – ενώ δεν συνέβη το ίδιο με τη στέρηση στα υλικά αγαθά, που με το πέρασμα του χρόνου έγινε και μια γλυκιά νοσταλγία και ουδόλως αμαύρωσε τα παιδικά μου χρόνια. Έγινε όμως το παράπονο αυτό πόθος που βαστάει μια ζωή και που θεριεύει όλο και πιο πολύ στο διάβα του χρόνου. Και πάντα σκεπτόμουνα και αναρωτιόμουνα, γιατί άραγε η σχέση μου με τα βιβλία είναι μια σχέση μόνιμου πάθους, ένας χείμαρρο που γίνεται όλο και πιο ορμητικός και δεν βρίσκει οριζοντιωμένο έδαφος για να μαλακώσει η ορμητικότητά του αλλά αντίθετα διαρκώς αγριεύει και ομορφαίνει. Πώς γίνεται και ο χείμαρρος να πηγαίνει προς το βουνό και όχι προς την πεδιάδα˙πώς γίνεται και αγνοεί τόσο επιδεικτικά την πρωταρχική δύναμη του Σύμπαντος, τη βαρύτητα;

      Έτσι από τη στιγμή που είχα και την πιο μικρή οικονομική δυνατότητα, όλο και πιο νέα βιβλία ήταν σχεδόν καθημερινοί «επισκέπτες» στο σπίτι μου, συγκάτοικοι μόνιμοι και αγαπητοί. Κάθε ένα βιβλίο και μια ειδική σχέση˙ σχέση πρώτης γνωριμίας: από την αισθητική εμφάνισή του και τις προσωπικές μου προσδοκίες μέχρι τον προκαταβολικό ιδιότυπο διάλογο που έκανα με τον συγγραφέα και με τις καινούργιες συνεισφορές του περιεχομένου για την ανέλιξή μου και την καλλιέργειά μου˙ σχέση κύριας γνωριμίας: με το συστηματικό διάβασμα και τις συνακόλουθες αποδελτιώσεις και σημειώσεις μου, που διαμόρφωναν μια νέα γνωστικής, ψυχολογικής και συναισθηματικής εικονοποιίας αναβαθμίδα μου και σχέση ύστερης γνωριμίας: με το ξαναδιάβασμα των κλασικών κυρίως βιβλίων μέσω του οποίου συναντούσα και το παρελθόν μου από μοναδικά μονοπάτια.

      Το μικρό Σύμπαν κάθε βιβλίου – από την εξωτερική του φυσιογνωμία και το είδωλο που έκανα για το συγγραφέα του μέχρι την καινούργια γνώση και τους άγνωστους προβληματισμούς και κυρίως τους μετασχηματισμούς που μου έκανε στο συναισθηματικό μου κόσμο – ήταν πάντα ξεχωριστό και αναντικατάστατο. Ήταν μια μόνιμη και γλυκιά συντροφιά, που όχι μόνο δεν μου έδωσε ποτέ απογοήτευση αλλά που πάντα σε κάθε διάβασμα ακόμα και σε κάθε άγγιγμα και σε κάθε ξεφύλλισμα του βιβλίου – αρκεί να έχεις οίστρο φιλαναγνωσίας – ήταν και ένα πέρασμα στο «φωτεινό μέρος του κόσμου», μια δυνατότητα δημιουργίας της δικής μου αυθεντικής πραγματικότητας.

      Η σχέση μου με το βιβλίο είναι σχέση ζωής, σχέση ανεξάντλητης ομορφιάς και διαρκούς έρωτα, σχέση συνεχούς ανακάλυψης και δημιουργίας του εαυτού μου. Μπορώ να επιθυμήσω τίποτα περισσότερο;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.