Βιβλία μου, τι θα έκανα χωρίς εσάς…

Του Νίκου Τσούλια

 

     Το διάβασμα μπορεί να θεωρείται μια απλή λειτουργία και συνδεδεμένη με τη σχολικούς θεσμούς και με την εκπαιδευτική υποχρεωτικότητα αλλά παραμένει μια παράξενη τελετουργία.

     Ο μετασχηματισμός της σκέψης μας και του συναισθηματικού μας κόσμου, η περίεργη μετανάστευση του εαυτού μας σε χωροχρόνους αλλότριους σε σχέση με την τρέχουσα φυσική / υλική κατάστασή μας, η συστηματικά έξωθεν ενεργοποίηση της φαντασίας μας συνθέτουν ένα σκηνικό μη ελέγξιμο και δύσκολα συνειδητοποιήσιμο.

     Στην αρχή του διαβάσματος κάθε βιβλίου νιώθεις ανηφορική πρόσβαση – η εξοικείωση με τη γραφή και με το όλο περιεχόμενο θέλει τον χρόνο της –, στην πορεία αίρεται η δυσκολία και αντίθετα επιταχύνεται η περιέργειά μας και προς το τέλος κατηφορίζουμε τόσο εύκολα και τόσο όμορφα, γιατί η απόληξη και η ολοκλήρωση είναι αυτές που δίνουν νόημα και αξία σε ό,τι έχει προηγηθεί, ιδιαίτερα αν πρόκειται για πράγματι λογοτεχνικό μυθιστόρημα ή για εξαίρετο ποίημα ή για βαθυστόχαστο δοκίμιο.

     Το διάβασμα δεν αρχίζει με το διάβασμα. Είναι προπομπός του το διάβασμα του οπισθόφυλλου και ενδεχομένως και των κριτικών σημειώσεων που έχουμε δει αλλά και της δικής μας φαντασιακής πρόσληψης του περιεχομένου του. Το διάβασμα δεν τελειώνει με το διάβασμα. Συνεχίζεται με την επεξεργασία του δικού μας στοχασμού. Τότε συζητάμε ολοκληρωμένα με τον συγγραφέα και διαμορφώνουμε μια νέα εικόνα της πραγματικότητας – μικρή ή μεγάλη, λιγότερο ή περισσότερο σπουδαία ανάλογα με τη δυναμική του έργου – και τελικά μετασχηματίζουμε ως έναν βαθμό τον δικό μας νοητικό και συναισθηματικό κόσμο.

     Ποτέ δεν έχω καταλάβει γιατί μπορώ και διαβάζω δοκιμιακό βιβλίο μέσα σε κόσμο: σε λεωφορείο, σε καφέ κλπ (απομονώνομαι τόσο εύκολα που δεν νιώθω την παρουσία των άλλων) αλλά όχι και μυθιστόρημα. Για το διάβασμα του μυθιστορήματος θέλω να είμαι μόνος ή να ξέρω ότι οι δίπλα μου δεν θα μου μιλήσουν καθόλου! Είναι μια δική μου παραξενιά ή την έχουν και άλλοι;

     Όταν εισέρχονται για κάποιο λόγο πολλά βιβλία μέσα στο σπιτικό μου, αλλάζει όλη η ατμόσφαιρα. Γλυκιά θαλπωρή απλώνεται παντού, πνεύμα φιλικότητας διατρέχει τη σκέψη μου, αίσθηση ασφάλειας για το μέλλον με καθησυχάζει. Νιώθω μια ξεχωριστή χαρά…

     Πως καταφέρνουν τα βιβλία να ακτινοβολούν, να νιώθεις αυτό που θέλουν να σου πουν ακόμα και όταν δεν τα έχεις διαβάσει και συναντάς μόνο το συγγραφέας και τον τίτλο στη ράχη τους και στα εξώφυλλά τους;

     Γιατί το βλέμμα μου στα εξώφυλλά τους είναι αφορμή για στοχασμούς και αναστοχασμούς, που δεν ξέρω ποιοι είναι δικοί μου και ποιοι ξένοι; Γιατί κάθε φορά που μπαίνω σε δωμάτιο του σπιτικού μου το βλέμμα μου θα πάει στις ράχες των βιβλίων. Δεν είναι τα πιο ζωντανά άψυχα μέρη; Θα δω τίτλους και συγγραφείς, θα σκεφτώ, θα θυμηθώ, θα νοσταλγήσω, θα ονειρευτώ… Όταν είμαι μόνος μου στο σπίτι μου, δεν είμαι μόνος! Νιώθω την παρέα βιβλίων και συγγραφέων, αισθάνομαι κάτι όμορφο να απλώνεται μέσα στα δωμάτια και είναι το δικό μου ψυχανέμισμα που τόσο εύκολα βρίσκει αυτή την ομορφιά…

     Και μια ιδιαίτερη απορία. Πώς εμείς οι Έλληνες γονείς αγωνιούμε και φροντίζουμε τόσο πολύ για την εκπαίδευση των παιδιών μας αλλά δεν δίνουμε στα παιδιά μας την πιο όμορφη, την πιο παιδαγωγική, την πιο αποτελεσματική εκπαιδευτική εικόνα: εκείνη του βουτηγμένου μέσα στις σελίδες του «ανοιχτού βιβλίου» αναγνώστη;

anthologio.wordpress.com

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.