Η χώρα μας πρέπει να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή πολιτική για «διάδοση των λιγότερο

ομιλουμένων γλωσσών» παίρνοντας πρωτοβουλίες ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την επέκταση της ελληνικής γλώσσας.
Νίκος Τσούλιας

Ως Πρόεδρος της ΟΛΜΕ

      Τον περασμένο Νοέμβριο έγινε στο Παρίσι ένα πανευρωπαϊκό εκπαιδευτικό συνέδριο με θέμα «Ζωντανές γλώσσες στην Ευρώπη». Επρόκειτο για μία οργανωμένη απόπειρα ανάλυσης και αντιμετώπισης ενός σύνθετου προβλήματος, που διατρέχει τους σχολικούς θεσμούς σχεδόν σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της ηπείρου μας. Το γλωσσικό ζήτημα είναι σαφώς μία εθνική, πολιτική και κοινωνική υπόθεση, η οποία εμφανίζεται στην εκπαίδευση με ιδιαίτερες εντάσεις και δυσκολίες.

      Σε μια γενική προσέγγιση, η παραδοσιακή πολιτική μιας εθνικής γλώσσας αντιμετωπίζει τις εξής προκλήσεις: α) τη διαρκώς αυξανόμενη τάση γλωσσικής ομοιομορφίας με την επικυριαρχία της αγγλικής γλώσσας, που επιτείνεται και από τις νέες τεχνολογίες. Η γλωσσική ομοιομορφία βεβαίως αντιστοιχεί σε μια γενικότερη πολιτισμική ομοιομορφία, που εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας με απρόβλεπτες συνέπειες.

     Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ένα πολυπαραγοντικό σύστημα, όπως είναι και οι δομές των σύγχρονων κοινωνιών, έχει δυναμική προοπτική μετεξέλιξης όταν διατηρεί τον πλουραλιστικό του χαρακτήρα, άλλως γίνεται ασταθές. Ο Γάλλος υπουργός Παιδείας αναφέρεται, στην εφημερίδα «Le Monde», στην ενίσχυση της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής ενάντια στις λογικές της απελευθέρωσης της παιδείας ως εμπορευματικού αγαθού στους κανόνες της αγοράς και της GATT. Πολύ σωστά ισχυρίζεται ότι μια ομογενοποιημένη εκπαίδευση οδηγεί σε μονοφωνική κοινωνία επιβεβαιώνοντας την αρχή «one teaching, one thinking».

      β) Τις ποικίλες τοπικές διαλέκτους, ιδιαίτερα στις μεγάλες χώρες. Πρόκειται για έναν «μητροδίδακτο» γλωσσικό πλούτο, ο οποίος συνδέεται με αυθεντικά λαϊκά και κοινωνικά χαρακτηριστικά και ο οποίος δύσκολα εμφιλοχωρεί στη βασική εκπαιδευτική πολιτική. Σήμερα η τάση των τοπικών γλωσσών για πιο εμφανή επίσημη θέση γίνεται ακόμη πιο έντονη.

      γ) Τις γλώσσες των ποικίλων μεταναστευτικών ρευμάτων. Εδώ αναπτύσσεται ένα πολύπλοκο γλωσσικό μωσαϊκό προσφύγων, κυρίως από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου και της Ανατολικής Ευρώπης. Με δεδομένο ότι οι οικονομικοί πρόσφυγες στη χώρα μας υπερβαίνουν τις 800.000 (Αλβανοί, Κούρδοι, Πολωνοί κ.λπ.) και με ισχυρές μάλιστα τις προθέσεις για μόνιμη εγκατάσταση, η Πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει έγκαιρα αυτή τη νέα πραγματικότητα όχι μόνο για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και για το ίδιο το πολιτικό μας στερέωμα. Ήδη στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη) έχει αλλάξει σημαντικά η εικόνα του μαθητικού πληθυσμού και εμφανιζόμαστε απροετοίμαστοι όχι μόνο σε αντιλήψεις στρατηγικής, αλλά και σε επίπεδο διαχείρισης.

     Με δεδομένο ότι η μόνη ρεαλιστική και βιώσιμη πολιτική στο θέμα αυτό είναι η ισότιμη ένταξη όλων των παιδιών στο εκπαιδευτικό σύστημα, απαιτείται η ανάπτυξη ενός σχεδίου που θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη γένεσή του. Γιατί, αν προκύψουν de facto περιθωριοποιήσεις αυτών των νέων, το όλο πρόβλημα θα πάρει άλλες πολύπλευρες διαστάσεις. Η κοινωνική συνοχή και η πολιτική σταθερότητα επηρεάζονται από τη διασφάλιση όλων των δικαιωμάτων στο σύνολο των πολιτών μιας χώρας και φυσικά από την ορθολογική αντιμετώπιση της γλωσσικής ποικιλομορφίας.

      δ) Τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες των παλιννοστούντων Ελλήνων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα διαπολιτισμικά σχολεία πρέπει να αναπτυχθούν με γρήγορους ρυθμούς, γιατί έχουμε ήδη χάσει πολύτιμο χρόνο. Οι δύο τελευταίες προκλήσεις έχουν αρκετές θετικές όψεις και πάντως συμβάλλουν στην ενίσχυση του μαθητικού μας πληθυσμού.

      Αλλά πέραν τούτων των προβλημάτων πρέπει να δούμε και άλλες νέες δυναμικές. Είναι ήδη ισχυρή η τάση γλωσσομάθειας σε όλους τους νέους για λόγους επαγγελματικούς, οικονομικούς, πολιτισμικούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προωθώντας αυτή την προοπτική, έχει ανακηρύξει το 2001 ως «Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών» με στόχο τη γνωριμία των Ευρωπαίων πολιτών με τις γλώσσες των δεκαπέντε εταίρων. Η γνώση και άλλων γλωσσών, πέραν της μητρικής, σημαίνει ουσιαστική αλληλοκατανόηση των λαών, ανοικτές κοινωνίες.

     Η χώρα μας πρέπει να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ευρωπαϊκή πολιτική για «διάδοση των λιγότερο ομιλουμένων γλωσσών» (όχι μόνο γιατί όλες οι γλώσσες έχουν ίση αξία και ενδιαφέρον, αλλά και λόγω της ιδιαιτερότητας της δικής μας γλώσσας) παίρνοντας πρωτοβουλίες ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την επέκταση της ελληνικής γλώσσας. Όσο και αν το όλο σκηνικό φαίνεται δύσκολο και σύνθετο, υπάρχει αρκετά ευνοϊκό έδαφος για μια τέτοια προοπτική.

http://www.tanea.gr/news/greece/article/4109432/?iid=2

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.