ή, πιο ορθά,

Γιατί και πώς να έχουν κύρος οι εκπαιδευτικοί;

Του Νίκου Τσούλια

     Άκρως απλουστευτικό το αρχικό ερώτημα και ίσως να μην έχει και νόημα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος, και όχι αβάσιμα. Γιατί μπορεί να απαντηθεί με μια αρνητική ή με μια θετική απάντηση ή μπορεί να προσδιοριστεί με σαφές περιεχόμενο η έννοια του κύρους ή, ακόμα, μπορεί να προσεγγιστεί με στατιστικό τρόπο η απάντηση – και τι θα σήμαινε να τσουβαλιαστούν όλες οι απόψεις των τόσων και τόσων διαφορετικών νοοτροπιών και αντιλήψεων των πολιτών σε έναν ενιαίο αριθμό;

     Παρ’ όλα αυτά – και παρά κι άλλα μεθοδολογικά εμπόδια – θα επιχειρήσω μια προσέγγιση περί του κύρους του εκπαιδευτικού, χωρίς να μείνω μόνο στα καλούπια του αρχικού ερωτήματος. Το κύρος είναι πάντα επιθυμητό από κάθε επάγγελμα γενικά αλλά και από κάθε επαγγελματία και εργαζόμενο ειδικά. Του προσδίδει αποδοχή αλλά και αυτοπεποίθηση, αίσθηση ότι ασκεί ένα αξιόλογο κοινωνικό έργο και του οφείλεται ένας σχετικός σεβασμός.

     Προφανώς το περιεχόμενο του κύρους περιλαμβάνει και το αξιακό φορτίο κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας. Έτσι, σήμερα στους παρακμιακούς καιρούς μας και με την επικράτηση της αγοραίας εκδοχής του πολιτισμού και της ζωής, το κύρος επικαθορίζεται εν πολλοίς από τις «αξίες» του χρήματος και της εξουσίας! Και δεν θέλει περισπούδαστη ανάλυση για να συμφωνήσει κάποιος με αυτή τη διαπίστωση. Αρκεί να υποθέσουμε ότι σε μια παρέα βρίσκονται τυχαία ένας γνωστός επιχειρηματίας, ένας πολιτικός παράγοντας και ένας …απλός πνευματικά καλλιεργημένος πολίτης. Αν σε αυτούς προστίθετο ένας παρατηρητής και παρακολουθούσε μια συζήτησή τους, σε ποιους θα έδινε σημασία;

     Το κύρος του εκπαιδευτικού – για να εστιάσουμε στο θέμα μας – συνδέεται προφανώς με το κύρος του ίδιου του θεσμού που υπηρετεί, την εκπαίδευση. Και εδώ η κοινωνία μας είναι γεμάτη αντιφάσεις, γιατί πιστεύει μεν στην έννοια της γνώσης αλλά επικεντρώνει το όλο ενδιαφέρον της μάλλον στη γνώση που εισάγει τον μαθητή στο πανεπιστήμιο, όπου εισέρχεται και η υπόθεση των φροντιστηρίων – οπότε η εικόνα θολώνει, γιατί τα φροντιστήρια αφενός εστιάζουν μόνο στο επαγγελματικό ζητούμενο και αφετέρου πληρώνονται απευθείας από τον γονέα οπότε…

     Παράλληλα, οι πιο βασικές λειτουργίες του σχολείου αγνοούνται ή είναι εκτός ζητούμενων. Η διαπαιδαγώγηση και η κλασική και ουμανιστική παιδεία δεν έχουν και πολλή πέραση. Η συνεργατικότητα, η ομαδικότητα δεν έχουν καμιά αξία μπροστά στο μεγάλο διακύβευμα της προσωπικής επιτυχίας. Αν ο εκπαιδευτικός υπηρετεί αυτά – και όχι μονομερώς τη …χρήσιμη γνώση -, είναι εκτός θέματος για τη χρησιμοθηρική αντίληψη γονέων και μαθητών. Αν δεν τα υπηρετεί, τότε δεν είναι παιδαγωγός και υπονομεύει ευθέως το ρόλο του σχολείου και της εκπαίδευσης.

     Υπάρχει και ένα άλλο εξωγενές στοιχείο, που αλλοιώνει την κοινωνική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος, η μαζικοποίησή του. Οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικών, διορισμένων και αδιόριστων αντιμετωπίζονται με την αγοραία λογική της προσφοράς και ζήτησης και με δεδομένη την υπερπροσφορά μειώνεται το κύρος… Παλιότερα που δεν εύρισκες καθηγητή για να διοριστεί στα γυμνάσια, τον έβλεπες με δέος! Υπάρχει και συνέχεια, η οικονομική εικόνα, το μισθολογικό στάτους του εκπαιδευτικού. Όταν η πολιτεία παραμελεί επιμελώς τον εκπαιδευτικό, δεν προκαλεί μόνο μισθολογική στενότητα στον εκπαιδευτικό αλλά η γκρίζα οικονομική εικόνα του μετασχηματίζεται και σε (θεσμικό) παράγοντα απαξίωσής του.

     Και για να προλάβω ερμηνείες του τύπου «και παλιότερα δεν αμείβονταν οι εκπαιδευτικοί αλλά είχαν κύρος», οφείλω να πω ότι η ελληνική κοινωνία παλιότερα είχε άλλο αξιακό φορτίο για το σχολείο και ότι ακόμα δεν υπήρχε η οικονομική άνεση της μεσαίας τάξης, η οποία όταν επιτεύχθηκε μετά τη δεκαετία του 1970, τροποποιούσε και τις νοοτροπίες των πολιτών. Έτσι, για παράδειγμα, αλλιώς έβλεπε ένας φτωχός αγρότης – κυρίαρχο πληθυσμιακά κοινωνικό στρώμα – στη δεκαετία του 1960 τον δάσκαλο με τον σταθερό μισθό και αλλιώς ο νεόπλουτος μεσοαστός τη δεκαετία του 1990 – κυρίαρχο πληθυσμιακά τώρα το μεσοαστικό στρώμα – τον «δασκαλάκο». Υπάρχει και κάτι ακόμα. Πολλοί πολίτες χρεώνουν αρνητικά και την κινητικότητα της συνδικαλιστικής δράσης των εκπαιδευτικών βλέποντας μόνο κάποια επιμέρους στοιχεία (π.χ. απεργία στις εξετάσεις, που βέβαια μια φορά έχει γίνει). Παρακάμπτουν τη σπουδαιότητα των αγώνων του εκπαιδευτικού κινήματος και τον πλούτο των ιδεών του για τη συνεχή αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης.

     Εξ όλων αυτών διαφαίνεται ότι είναι άκρως διαμεσολαβημένη η σχέση κοινωνίας και εκπαιδευτικών και ως εκ τούτου η κοινωνία ερμηνεύει και αξιολογεί τον εκπαιδευτικό όχι με βάση τον πυρήνα της καταστατικής / θεσμικής αποστολής του και την παιδαγωγική του ευθύνη αλλά με βάση τη στενά χρησιμοθηρική και εν πολλοίς εμπορευματική κρατούσα αντίληψη. Δεν γίνεται ο εκπαιδευτικός να έχει ισχυρό κύρος – γιατί κύρος έχει αντικειμενικά ως σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση του μέλλοντος των νέων – σε ένα τέτοιο αλλοτριωμένο κοινωνικό και πολιτικό συγκείμενο, και αιτιολογημένα συμβαίνει αυτό.

     Ο εκπαιδευτικός οφείλει να αγωνιά και να αγωνίζεται για τη συνεχή ισχυροποίηση του κύρους του. Αλλά με δύο προϋποθέσεις: α) να μην αλλοιώνει τη βασική κοινωνική και κοσμοθεωρητική αλλά και συνταγματική και νομοθετική / θεσμική αποστολή του (πόσοι άραγε διαβάζουν και πόσοι ξέρουν Σύνταγμα και νόμους για το ρόλο της εκπαίδευσης;) και β) να στοχεύει σε εκείνο το μέρος της κοινωνίας, που είναι δημιουργικό και ερμηνεύει την πραγματικότητα και τη ζωή με ουμανιστικό και εκπαιδευτικό αξιακό φορτίο. Με τους άλλους, που προτάσσουν την εμπορευματοποιημένη εκδοχή της εκπαίδευσης, είναι …αντίπαλος!

Αφιερωμένο για την Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών, 5 Οκτωβρίου

anthologio.wordpress.com

 

http://www.patakis.gr/viewshopproduct.aspx?id=748940

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.