Πρακτικές ένταξης σε αντιπαραβολή με πρακτικές αφομοίωσης στην εκπαίδευση

Η ένταξη αναφέρεται ως τοποθέτηση ενός ατόμου ανάμεσα στους άλλους, μια πράξη η οποία οδηγεί στην συνένωση και την παραγωγή ενός όλου, είναι δηλαδή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας με την οποία η ομάδα διευρύνεται αριθμητικά χωρίς να εννοείται τίποτε άλλο (Ανδρούσος, 2000).  Δεν εμπεριέχει πάντα την έννοια της αμοιβαίας δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του εντασσόμενου και της ομάδας αποδοχής και συνεπώς ενδέχεται να είναι μια απλή συνύπαρξη, η παθητική συμμόρφωση χωρίς την φυσική προδιάθεση και τάση για αρμονική εγκόλπωση αλλά και αμφίδρομη επίδραση και εν προκειμένω η ομάδα δεν υιοθετεί τέτοιες ιδέες και αξίες. Οι διαδικασίες της σχολικής ένταξης ορίστηκαν με Υπουργική απόφαση (Α.Π.102357/Γ6- Δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 1319/τ. Β’ / 10-10-2002) με βάση την οποία το πού θα φοιτήσει ένας μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες προτείνεται από το ΚΔΑΥ ( κέντρο διάγνωσης, αξιολόγησης και υποστήριξης ), ενώ στην ίδια απόφαση ορίζεται ο μέγιστος αριθμός μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε κάθε τμήμα (Γράψιας, 2004).

 Το μοντέλο της αφομοίωσης ανήκει στα μοντέλα διαχείρισης του πολιτισμικού πλουραλισμού στην εκπαίδευση. Πρόκειται για ένα μοντέλο που κατατάσσεται στα μονοπολιτισμικά μοντέλα και είναι άρρηκτα συνυφασμένο με μια γενικότερη αντίληψη της κοινωνίας και της πολιτείας για την ένταξη των μειονοτικών πληθυσμών σε αυτή. Κατά καιρούς, έχουν επικρατήσει ακόμη και στο πλαίσιο της ίδιας χώρας, διάφορες προσεγγίσεις που αφορούν τα ζητήματα της εκπαίδευσης των μειονοτήτων. Είναι εύλογο, όταν αλλάζει η εκπαιδευτική φιλοσοφία μιας χώρας, να προκύπτουν αντίστοιχες αλλαγές στην εκπαιδευτική πολιτική, τόσο στην οργάνωση όσο και στο εκπαιδευτικό σύστημα (Κόμπος, 1992).

 Το πρώτο μονοπολιτισμικά προσανατολισμένο μοντέλο το οποίο εμφανίζεται ιστορικά στα εθνικά κράτη είναι το μοντέλο της αφομοίωσης. Με βάση το μοντέλο της αφομοίωσης, για να γίνει κάποιος αποδεκτός από την κυρίαρχη ομάδα και να έχει τη δυνατότητα να λειτουργεί σε αυτή ισάξια με τον ντόπιο πληθυσμό, είναι να περιορίσει τη μητρική του γλώσσα και τον πολιτισμό της χώρας προέλευσής, του, δηλαδή τη νοοτροπία της χώρας του (Μπάκαβος&Παπαδόπουλος, 2006).  Ο απώτερος σκοπός είναι η απόλυτη ταύτιση με την κυρίαρχη ομάδα η οποία θεωρεί τα παιδιά των μειονοτήτων ως παιδαγωγικό πρόβλημα. Με βάση αυτή την πολιτική, οι μαθητές αυτοί εκλαμβάνονται ως ελλειμματικοί μαθητές οι οποίοι δεν έχουν επίγνωση της κυρίαρχης γλώσσας του σχολείου και έτσι αποτελούν μια προβληματική παραφωνία μέσα σε αυτό. Έτσι η λύση στο «πρόβλημα» έρχεται μόνο με την ταχεία εκμάθηση της γλώσσας της χώρας υποδοχής η οποία οδηγεί στη γρήγορη αφομοίωση των μαθητών από την κυρίαρχη τάξη των πραγμάτων (Παπαδόπουλος, 1995).

 Η χώρα υποδοχής θεωρεί υποχρέωσή της να βοηθήσει στο να υπάρχει ανταγωνιστικότητα στην κυρίαρχη γλώσσα αλλά και στον πολιτισμό. Έτσι, η παρουσία των μαθητών με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο στα σχολεία, ουσιαστικά, δε φέρνει καμία αλλαγή στο κυρίαρχο αναλυτικό πρόγραμμα  το οποίο παραμένει μονοπολιτισμικό (Ανδρούσος, 2000).  Άρα, οι μαθητές καλούνται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα του σχολείου και έτσι το αφομοιωτικό μοντέλο είναι εκείνο το οποίο συνδέεται άμεσα με την απώλεια των μειονοτικών πολιτισμών και των μητρικών γλωσσών. Άρα γίνεται λόγος για ένα καθαρά εθνοκεντρικό μοντέλο όπου τα απιδιά της κυρίαρχης ομάδας μαθαίνουν ουσιαστικά να αδιαφορούν για άλλους πολιτισμούς και έτσι τα απιδιά των μειονοτήτων οδηγούνται σε συμπεριφορές όπως παθητικότητα και δουλικότητα, κοινωνική περιθωριοποίηση και εσωστρέφεια ή αμυντική συμπεριφορά στα όρια της παραβατικότητας (Ζώνιου- Σιδέρη, 2004).

 Συνεπώς, από τη μία πλευρά έχουμε την ένταξη που προάγει τη διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση δίνοντας δυνατότητες και ίσες ευκαιρίες στα παιδιά των μειονοτήτων και από την άλλη έχουμε το μονοπολιτισμικό μοντέλο της αφομοίωσης που προκαλεί τα παιδιά των μειονοτήτων να παραμερίζουν την πολιτισμική τους κουλτούρα και νοοτροπία και να μάθουν γρήγορα τη γλώσσα της χώρας υποδοχής και να προσαρμοστούν γρήγορα στα νέα δεδομένα του σχολείου. Το ζητούμενο είναι ένα σχολείο για όλους (Μπάκαβος&Παπαδόπουλος, 2006).  Το «σχολείο για όλους» συμβάλλει στην ποιοτική αναβάθμιση των όρων της εκπαίδευσης σε μια κοινωνία που διαρκώς εξελίσσεται, οι ανάγκες της μεταβάλλονται και οι απαιτήσεις αυξάνονται. Όλοι οι μαθητές είναι ίσοι μεταξύ τους πέρα από ιδιαιτερότητες και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα. Η αποδοχή και η κοινωνική αναγνώριση, ο σεβασμός προς το διαφορετικό και το δικαίωμα στη μάθηση είναι αυτά που συνθέτουν μια ποιοτική εκπαιδευτική πολιτική (Παπαδόπυλος, 1995).

Η παροχή ίσων ευκαιριών προς όλους τους μαθητές είναι το επιστέγασμα πάνω στο οποίο δομείται το ενιαίο σχολείο αλλά και εκφράζεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εκεί έγκειται εξάλλου και η αξία της ένταξης των μαθητών. Το ζητούμενο είναι η διαπολιτισμική εκπαίδευση και οι πανανθρώπινες αξίες που υιοθετεί και εφαρμόζει. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση μπορούμε να πούμε ότι υπηρετεί στόχους οι οποίοι αναπτύσσουν ικανότητες και δεξιότητες που έχουν ανάγκη όλοι οι μαθητές ως μελλοντικοί πολίτες της κοινωνίας μας και όχι μόνο οι υπό ένταξη αλλοδαποί μαθητές (Ανδρούσος, 2000).  Επίσης η διαπολιτισμική εκπαίδευση επιχειρεί μια προσέγγιση των πολιτισμικών αγαθών των κοινωνικών ομάδων που την αποτελούν αναδεικνύοντας διαφορετικούς τρόπους της καθημερινότητας και ιδίως δικαιώματα και διαφοροποίηση σε οτιδήποτε αφορά στον τρόπο σκέψης του ανθρώπου ο οποίος κρίνει, δέχεται, αξιολογεί, λειτουργεί και γενικά συμβιώνει και αυτοπραγματεύεται μέσα σε ένα ετερογενές κοινωνικό σύνολο (Γράψιας, 2004).

Κοινή παραδοχή αποτελεί το γεγονός ότι το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα υπηρετεί την ομοιογένεια και αντιμετωπίζει τους μαθητές με κοινά πολιτισμικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αδυνατώντας πολλές φορές να εντάξει τους μαθητές με γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες στη μαθησιακή διαδικασία και διδακτική δραστηριότητα με στόχο την ευρύτερη κοινωνική τους αποδοχή (Ζώνιου- Σιδέρη, 2004).

Σε ένα πολυπολιτισμικό σχολικό περιβάλλον το οποίο απαρτίζεται από μαθητές διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης, οικονομικής κατάστασης, διαφορετικών θρησκευτικών αντιλήψεων και άλλες διαφορές, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη για διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση. Η προώθηση της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη διαπολιτισμικών πρωτοβουλιών στο επίπεδο των σχολείων, τον λειτουργικό ρόλο της δίγλωσσης εκπαίδευσης για την εκπαίδευση των μεταναστών μαθητών για τη μετάδοση αξιών όπως είναι η αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς τη διαφορετικότητα με σεβασμό στις ανάγκες του κάθε μαθητή (Ανδρούσος, 2000).

Η διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση είναι ένας πολύτιμος αρωγός για την εξάλειψη των ρατσιστικών τάσεων και διαθέσεων, τον αφανισμό των στερεοτύπων και προκαταλήψεων προς το ξένο και διαφορετικό, αφού ενώνει όλους τους λαούς, όλα τα έθνη και όλους τους μαθητές σε ένα όλον.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Εργαλεία εκπαιδευτικών για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  • Ανδρούσου, Α. (2000). Διαπολιτισμική διάσταση στην εκπαιδευτική πρακτική στο: Α.Βαφέα (επιμ). Το πολύχρωμο σχολείο- Μια εμπειρία εκπαίδευσης μέσα από την τέχνη. Αθήνα: Νήσος
  • Γράψια Ε., (2004), Αποτελεσματικές διδακτικές στρατηγικές για μια πετυχημένη ένταξη, Αθήνα : Παρισιανού
  • Ζώνιου-Σιδέρη Α., (2004), Σύγχρονες ενταξιακές προσεγγίσεις, Αθήνα : Ελληνικά γράμματα
  • Κόμπου ΧΘ., (1992), Ο θεσμός της ένταξης των παιδιών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες στα σχολεία και οι υποχρεώσεις της κοινωνίας και του κράτους, Αθήνα : Βιβλία για όλους
  • Μπάκαβου, Χ. Παπαδόπουλου, Δ. (2006). Μετανάστευση και ένταξη των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Αθήνα: Gutenberg
  • Παπαδόπουλου Μ.,(1995), Ειδική εκπαίδευση από τον σχολικό διαχωρισμό στη σχολική ένταξη, σύγχρονη εκπαίδευση, 82/83, 81-82

 

 

 

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/
Προηγούμενο άρθροΚοινωνική πολιτική στη συμπερίληψη των ομογενών που επαναπατρίστηκαν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών (1923)
Επόμενο άρθροΓράφω για να γράφω…
Η Σωτηρία Καρακώστα είναι πτυχιούχος της Θεολογικής σχολής (τμήμα Θεολογίας) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2009 εισήχθη στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας όπου τελείωσε με άριστα το μεταπτυχιακό της με ειδίκευση στην «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του τμήματος Φ.Π.Ψ ( Φιλοσοφίας , Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας ), κάτι που της έδωσε το προβάδισμα να υποβάλλει το υπόμνημά της για τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο « Ανθρώπινα δικαιώματα : ιδεολόγημα της Δύσης ή Οικουμενική προοπτική;» . Από το 2006 αναλαμβάνει ιδιαίτερα φιλολογικά μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου όπως επίσης Έκφραση – έκθεση και Φιλοσοφία θεωρητικής κατεύθυνσης στο Λύκειο. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης σε συγγραφή μελετών και στατιστικών ερευνών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ( ΑΣΟΕΕ ) και είναι ιδιοκτήτρια της σελίδας « τα διδακτικά μας άρθρα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης βοηθάει τους φοιτητές στη συγγραφή των εργασιών τους οι οποίες άπτονται ιστορικού, κοινωνικού , φιλοσοφικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.