Κοινωνική πολιτική στη συμπερίληψη των ομογενών που επαναπατρίστηκαν μετά την ανταλλαγή πληθυσμών (1923)

 

Η ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία είχε ως έρεισμα την θρησκευτική ταυτότητα και περιείχε τους Έλληνες Ορθοδόξους χριστιανούς πολίτες της Τουρκίας αλλά και τους Μουσουλμάνους πολίτες της Ελλάδας. Φυσικά πρόκειται για μια υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών και η μοναδική θα λέγαμε στην παγκόσμια ιστορία που υπαγορεύτηκε από μια σύμβαση ουσιαστικά διακρατική. Οι Τούρκοι όπως και οι άλλοι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είχαν εξαιρεθεί από την ανταλλαγή, όπως επίσης και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Με βάση τις συνθήκες αυτές, χρειαζόταν μια οργανωμένη κοινωνική πολιτική στη συμπερίληψη που θα επέτρεπε αξιοπρεπείς συνθήκες, διαβίωσης και κοινωνικής ένταξης (Χριστόπουλος, 2012).

  Η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης έχει εμβαθύνει και έχει αποδείξει εκ των υστέρων ότι συναντώνται ανισότητες στο πλαίσιο της κοινωνίας αλλά και πιο ειδικά της εκπαίδευσης οι οποίες αντανακλώνται στο σχολικό επίπεδο και ενθαρρύνονται μέσα από τη διαιώνισή τους καθορίζοντας τον ρόλο τους μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.  Οι ανισότητες αυτές αφορούν το κοινωνικό και οικονομικό υπόβαθρο, τις πολιτισμικές και φυλετικές ιδιαιτερότητες, το γένος, καθώς επίσης και κάποιες εξωτερικές και εσωτερικές ανομοιογένειες (σωματική αναπηρία, νοητική υστέρηση, συναισθηματικές δυσκολίες και προβλήματα συμπεριφοράς) Αυτές οι ανισότητες ενδέχεται να προκαλέσουν περιθωριοποίηση, σχολικό αποκλεισμό και στιγματισμό (Αγγελίδης, 2009).

  Συναντώνται ποικίλες απόψεις για τη συμπερίληψη. Υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η συμπερίληψη αναδύεται από τον τομέα της Ειδικής Αγωγής και κάποιοι πρεσβεύουν ότι η συμπερίληψη αντιμετωπίζει την εκπαίδευση των μειονεκτούντων και κάποιοι ότι η ουσία της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης είναι η κατηγοριοποίηση των μαθητών σε αυτούς που έχουν ειδικές ανάγκες. Άλλοι ισχυρίζονται ότι με τον όρο συμπερίληψη εννοείται την κίνηση ορισμένων παιδιών από την ειδική στην κανονική εκπαίδευση. Επιπρόσθετα, συναντώνται απόψεις οι οποίες σχετίζουν τη συμπερίληψη με τους μετανάστες ή με εκείνους οι οποίοι βιώνουν προβλήματα στα σχολεία ή με τους μαθητές που έχουν μαθησιακές δυσκολίες εν γένει. Οι διαφορετικά εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική διαδικασία αντιλαμβάνονται διαφορετικά τη συμπερίληψη και συνεπώς δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός (Γεωργίου, Αγγελίδης&Κυριάκου, 2009).

Οι συμπεριληπτικές πρακτικές που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση αφορούν κυρίως στον εντοπισμό των εμποδίων τα οποία έχουν ανασταλτικό ρόλο στην εκπαίδευση, καθώς επίσης και στη διερεύνηση των εκπαιδευτικών αναγκών που προκύπτουν ή ανακύπτουν στη διδακτική δραστηριότητα. Βέβαια, υποβόσκει πάντα η ανάγκη αναγνώρισης των ιδιαίτερων γνωρισμάτων αλλά και των ενήλικων εκπαιδευομένων η οποία αναδύεται από την «διαφορετικότητα» στις ομάδες των εκπαιδευομένων και στον τρόπο με τον οποίο αυτές καλούνται να αντιμετωπιστούν (Κωτσάκης, 2010).

  Η Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης έχει ασχοληθεί εκτενώς με τη συμπεριληπτική εκπαίδευση και έχει αποδείξει πως οι ανισότητες στο κοινωνικό γίγνεσθαι της σύγχρονης πραγματικότητας αντικατοπτρίζονται και στη σχολική κοινότητα. Παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό υπόβαθρο, στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες αλλά και στις εξωτερικές και εσωτερικές ανομοιογένειες (σωματική αναπηρία, νοητική καθυστέρηση, προβλήματα συμπεριφοράς) που οδηγούν στην κοινωνική απομόνωση και στον σχολικό αποκλεισμό. Το ζήτημα των πολιτικών προτάσεων που σχετίζονται με τη συμπεριληπτική εκπαίδευση πρέπει να γίνει κατανοητό μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτερης εκπαιδευτικής πολιτικής. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη αλλά και η εφαρμογή της πολιτικής και πρακτικής της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης πρέπει να ληφθεί υπόψη σε σχέση με το ευρύτερο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο καθώς και τις πολιτικές τακτικές που εφαρμόζονται στο ευρύ πλαίσιο (Χριστόπουλος, 2012).  Η πολιτική της συμπεριληπτικές εκπαίδευσης διευρύνεται πέρα από τον εκσυγχρονισμό, τη μεταρρύθμιση αλλά και την αναδιοργάνωση των θεσμών της αγωγής και της εκπαίδευσης, ενώ είναι άρρηκτα συνυφασμένη με τις σχολικές κουλτούρες, την εκπαιδευτική πολιτική και την κοινωνική δικαιοσύνη. Εν κατακλείδι, η ιδέα της συμπερίληψης διέπει την ανάπτυξη αναλυτικών προγραμμάτων και των εκπαιδευτικών συστημάτων παρόλο που υφίσταται διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα ακόμη και μέσα στο ίδιο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό δεν αφορά μόνο στην ενσωμάτωση ενός παιδιού με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μέσα στο κανονικό σχολείο αλλά και στις συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορούν να εκπαιδευτούν όλα τα παιδιά (Κωτσάκη, 2010).

Η κοινωνική περιθωριοποίηση αλλά και ο αποκλεισμός έχουν μείζονα σημασία στη ζωή του μαθητή με ιδιαίτερες ανάγκες και κυρίως με ανάγκη της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Στην κοινωνική απομόνωση του μαθητή παίζει εξέχοντα ρόλο πρωτίστως η σχολική κουλτούρα αλλά και η ηγεσία του σχολείου, ήτοι ο διευθυντής αλλά και το διδακτικό προσωπικό.  Όταν οι επιταγές της σχολικής κουλτούρας συνάδουν με στερεότυπα και προκαταλήψεις για τη «διαφορετικότητα», ο αποκλεισμός του μαθητή από το σχολικό περιβάλλον είναι δεδομένος και αποτελεί μονόδρομο. Η διαφορετικότητα, το «άλλο», το «ξεχωριστό» καλό είναι να αντιμετωπίζονται με σεβασμό και ενσυναίσθηση, κάτι το οποίο επιτυγχάνεται μέσα από τη συμπεριληπτική εκπαίδευση (Χριστόπουλος, 2012).  Για την περιθωριοποίηση του μαθητή συναντώνται στον διάβα της σχολικής ζωής και δράσης διαδικασίες που ενθαρρύνουν μια τέτοια στάση προς το διαφορετικό. Πρωτίστως οργανώνονται ομάδες εργασίας όπου τα μέλη που την απαρτίζουν, επιλέγονται με βάση το φύλο, την εθνικότητα ή τις ιδιαιτερότητες και ικανότητες. Οι ομάδες εργασίας καλό είναι να απαρτίζονται από μαθητές με διαφορετικές δυνατότητες και ικανότητες ώστε να μαθαίνει ο ένας από τον άλλον και η αλληλεπίδραση στη συνεργασία να είναι πιο γόνιμη (Αγγελίδης, 2009).

 Επιπλέον, κανένας μαθητής δε πρέπει να βγαίνει εκτός των σχολικών δραστηριοτήτων. Όλοι οι μαθητές έχουν δικαίωμα όχι μόνο στη μάθηση, αλλά σε συμμετοχή στις σχολικές δραστηριότητες. Η αλληλεπίδραση μεταξύ των μαθητών, η ανταλλαγή εμπειριών και βιωμάτων οδεύει στη δημιουργία συνθηκών ώστε ο κάθε μαθητής να γίνει αποδεκτός από το σχολικό περιβάλλον και να μπορεί να συνάψει διαπροσωπικές σχέσεις μέσα από τις κοινωνικές του συναναστροφές. Εφόσον υπάρχει σεβασμός προς τις ιδιαιτερότητες του κάθε μαθητή, έπεται δημιουργία υγιών διαπροσωπικών σχέσεων.

 Η περιθωριοποίηση είναι μια πράξη κατά τη διάρκεια της οποίας, ο μαθητής μένει εκτός από την ενεργητική του δράση και απαγορεύεται σε αυτόν να συμμετάσχει σε κάποια δραστηριότητα η οποία εντάσσεται στο αρμονικό κοινωνικό όλον. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια κατάσταση κατά την οποία ο μαθητής απομονώνεται ακαδημαϊκά (σχετικά με τη μαθησιακή διαδικασία και διδακτική δραστηριότητα όπως και το αναλυτικό πρόγραμμα) ή ακόμη και κοινωνικά σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπως προαναφέρθηκε. Κάθε διδάσκων καλό είναι να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε μαθητή, να τις αφουγκράζεται και να τις ικανοποιεί μέσα από ένα αρμόζον στυλ μάθησης που υιοθετεί για να επιτευχθούν οι διδακτικοί στόχοι. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η συμπεριληπτική εκπαίδευση και σταδιακά εξαλείφεται ο κοινωνικός αποκλεισμός (Χριστόπουλος, 2012).

 Κάθε μαθητής με ιδιαιτερότητες που έχει ανάγκη τη συμπερίληψη έχει μέσα του μια εσωτερική φωνή με την οποία καλεί όλους για ενσυναίσθηση και σεβασμό των αναγκών του. Ακόμη και όταν οι φωνές των μαθητών που ήδη έχουν απομονωθεί είναι εμφανείς, οι μαθητές συνεχίζουν να τίθενται στο περιθώριο. Ο αποκλεισμός των παιδιών με ιδιαιτερότητες, των «ξεχωριστών παιδιών» δύναται να μειωθεί ή και να εξαλειφθεί. Είναι κάτι το οποίο επιτυγχάνεται με την βέλτιστη κατανόηση των παιδιών καθώς και στήριξη μαθησιακή, συναισθηματική και ψυχολογική. Τα προβλήματα και οι ανάγκες των παιδιών να είναι εμφανή και κατανοητά ώστε η επίλυση να είναι εύκολη και εφικτή (Αγγελίδης, 2009). Επίσης τα παιδιά να συμμετέχουν σε σχολικά θέματα, να εκφράζουν τις απόψεις τους για τα βιώματά τους από τη σχολική πραγματικότητα και καθημερινότητα. Οι απόψεις των παιδιών καλό είναι να εκλαμβάνονται ως γνώμες βαρύνουσας σημασίας με τη συλλογή δεδομένων μέσα από συνέντευξη ή ερωτηματολόγια. Η μείωση της απομόνωσης και περιθωριοποίησης δύναται να μειωθεί από τη χρήση της συνεργατικής τέχνης όπως με μια ομαδική εργασία στην τέχνη. Με τον τρόπο αυτό ενθαρρύνεται η κριτική σκέψη των παιδιών, εξάπτεται η φαντασία τους και να παρεισφρέουν στα συναισθήματα των άλλων, κάτι που βελτιώνει την ψυχική τους υγεία (Κωτσάκη, 2010).

Οι αποστάτες ή περιθωριοποιημένοι στα διάφορα κοινωνικά σύνολα είναι εκείνοι οι οποίοι αρνούνται να ακολουθήσουν τους κανόνες αυτών των συνόλων. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια συναντώνται ποικίλες διαπραγματεύσεις όσον αφορά τους τρόπους με τους οποίους τα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα στον κόσμο αξιοποιούσαν τη δυνατότητα να μειώσουν την περιθωριοποίηση και να καλλιεργήσουν συμπεριληπτικές πρακτικές στα σχολεία τους. Ένα πολύ σπουδαίο ζήτημα αυτών των διαπραγματεύσεων εστιάζει σε ποιο βαθμό τα σχολεία μπορούν να αναχθούν σε συμπεριληπτικά σχολεία όσον αφορά στην αύξηση της συμμετοχής όλων των μαθητών στις σχολικές κουλτούρες αλλά και στα αναλυτικά προγράμματα αλλά και τις κοινωνίες των σχολείων. Επιπρόσθετα, εκδηλώνεται μεγάλο ενδιαφέρον για τους τρόπους με τους οποίους καλό είναι να ανταποκριθούν στα απιδιά τα οποία υφίστανται περιθωριοποίηση και αποκλεισμό (Γεωργίου, Αγγελίδης&Κυριάκου, 2009).

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

  • Αγγελίδη, Π. (2009). Μορφές συμπεριληπτικής εκπαίδευσης μέσα από την πρακτική των υποψήφιων εκπαιδευτικών, στο: Π. Αγγελίδη (επιμ) Συμπεριληπτική εκπαίδευση και βελτίωση σχολείων: σχέση αμφίδρομη. Αθήνα: Ατραπός
  • Γεωργίου, Ε., Αγγελίδη, Π., Κυριάκου, Κ.(2009). Η εφαρμογή ενός μοντέλου συνεργατικής έρευνας δράσης για την ανάπτυξη πρακτικών συμπεριληπτικής εκπαίδευσης, στο: Π. Αγγελίδης (επιμ). Συμπεριληπτική εκπαίδευση και βελτίωση σχολείων: Σχέση αμφίδρομη. Αθήνα: Ατραπός
  • Κωτσάκη, Δ. (2010). Αναστοχαστική πράξη: ο αποκλεισμός στο σχολείο. Αθήνα: Νήσος
  • Χριστόπουλου, Δ. (2012). Ποιος είναι ο Έλληνας πολίτης. Αθήνα: Βιβλιόραμα

 

 

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/
Προηγούμενο άρθροΕργαλεία εκπαιδευτικών για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση
Επόμενο άρθροΠρακτικές ένταξης σε αντιπαραβολή με πρακτικές αφομοίωσης στην εκπαίδευση
Η Σωτηρία Καρακώστα είναι πτυχιούχος της Θεολογικής σχολής (τμήμα Θεολογίας) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 2009 εισήχθη στη Φιλοσοφική σχολή της Αθήνας όπου τελείωσε με άριστα το μεταπτυχιακό της με ειδίκευση στην «Ιστορία της Φιλοσοφίας» του τμήματος Φ.Π.Ψ ( Φιλοσοφίας , Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας ), κάτι που της έδωσε το προβάδισμα να υποβάλλει το υπόμνημά της για τη διδακτορική της διατριβή με τίτλο « Ανθρώπινα δικαιώματα : ιδεολόγημα της Δύσης ή Οικουμενική προοπτική;» . Από το 2006 αναλαμβάνει ιδιαίτερα φιλολογικά μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου όπως επίσης Έκφραση – έκθεση και Φιλοσοφία θεωρητικής κατεύθυνσης στο Λύκειο. Υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης σε συγγραφή μελετών και στατιστικών ερευνών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών ( ΑΣΟΕΕ ) και είναι ιδιοκτήτρια της σελίδας « τα διδακτικά μας άρθρα» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης βοηθάει τους φοιτητές στη συγγραφή των εργασιών τους οι οποίες άπτονται ιστορικού, κοινωνικού , φιλοσοφικού και παιδαγωγικού χαρακτήρα.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.