Του Δημήτρη Χρυσόπουλου, Φιλόλογου – Ιστορικού

 

 

Η νέα σχολική χρονιά ξεκίνησε ήδη από την προηγούμενη Τετάρτη, με τα παιδικά και εφηβικά χαμόγελα να γεμίζουν ξανά τα άδεια προαύλια των σχολείων -λόγω των καλοκαιρινών διακοπών-, τα χιλιοειπωμένα προβλήματα όμως στον χώρο της Παιδείας ήρθαν να επιβεβαιωθούν με εκκωφαντικό τρόπο μέσα από μία έκθεση – σοκ της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε.), η οποία ήρθε στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες ημέρες…

Αρχικά, λοιπόν, πρέπει να σημειωθεί ότι η ετήσια αυτή έκθεση της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. αξιοποιεί στοιχεία για τη βαθμολογία των μαθητών, όπως αυτή έχει καταχωρηθεί στο πληροφοριακό σύστημα Myschool στο σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας κατά την περίοδο 2015-2018. Έτσι μέσα από τη μελέτη των βαθμολογιών η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. προβαίνει σε διαπιστώσεις, επισημάνσεις και προτάσεις αναφορικά με τα κριτήρια, τις διαδικασίες, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές αξιολόγησης των μαθητών. Ταυτόχρονα αποσκοπεί στο να ευαισθητοποιήσει την εκπαιδευτική πολιτική, το σχολείο και τους εκπαιδευτικούς έναντι των αυξημένων πιθανοτήτων μεγάλα ποσοστά μαθητών να μην κατακτήσουν τη σχολική γλώσσα, με αποτέλεσμα να δυσκολευτούν ή και να εγκαταλείψουν τις σπουδές τους και να παραμείνουν ως ενήλικοι λειτουργικά αναλφάβητοι.

Ας μην μακρηγορούμε όμως και ας δούμε ποια είναι τα στοιχεία που προκαλούν σοκ διαβάζοντας κανείς την έκθεση αυτή. Εν πρώτοις τονίζεται ότι λειτουργικά αναλφάβητη κινδυνεύει να ολοκληρώσει το σχολείο μεγάλη μερίδα μαθητών. Δεκαεξάχρονοι υστερούν σημαντικά σε κρίσιμα μαθήματα του σχολείου, τα οποία αντιστοιχούν σε βασικές δεξιότητες για τη ζωή. Η αρμόδια αρχή του υπουργείου Παιδείας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ζητώντας άμεσα μέτρα, τα οποία να ξεκινούν από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Επιπρόσθετα, η Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε. στην ετήσια έκθεσή της για το 2019 παρουσιάζει τις απογοητευτικές επιδόσεις των μαθητών της Β’ Λυκείου στα γενικά και στα επαγγελματικά λύκεια. Ενδεικτικά, στη Νεοελληνική Γλώσσα το 7,1% των μαθητών γενικού λυκείου έχει βαθμολογηθεί κάτω από τη βάση κατά το σχολικό έτος 2017-2018. Πολύ χειρότερη είναι η κατάσταση στη Φυσική, όπου ο ένας στους δύο (48,4%) βαθμολογήθηκε κάτω από τη βάση. Επίσης, άσχημη είναι η εικόνα των επιδόσεων στα Μαθηματικά: στην Άλγεβρα κάτω από τη βάση είχε το 38,9% και στη Γεωμετρία το 44,2%.

Χειρότερη είναι η εικόνα στις επιδόσεις των μαθητών της Β’ Τάξης των επαγγελματικών λυκείων. Εκεί ένας στους πέντε (20,4%) πήρε κάτω από τη βάση στη Νεοελληνική Γλώσσα και πάνω από τους μισούς στα Μαθηματικά (το 52,7% στην Άλγεβρα και το 51,3% στη Γεωμετρία). Στη Φυσική και στη Χημεία τα ποσοστά είναι μικρότερα, αλλά επίσης υψηλά (41% και 40,8%, αντίστοιχα). Και να τονισθεί ότι οι επιδόσεις αυτές σημειώθηκαν σε ένα πλαίσιο σχολικών βαθμολογιών όχι ιδιαίτερα αυστηρό, πόσο μάλλον όταν ο μαθητής βρίσκεται στο μεταίχμιο να ξεπεράσει ή όχι τη βαθμολογική βάση.

Παρά τις επιφυλάξεις που διατυπωθήκαν για τον τρόπο βαθμολόγησης των μαθητών, λόγω της συνεκτίμησης ανομοιογενών παραμέτρων, είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι μαθητές που τοποθετούνται στις χαμηλές βαθμίδες της βαθμολογικής κλίμακας έχουν αυξημένες πιθανότητες να παραμείνουν λειτουργικά αναλφάβητοι, κυρίως οι μαθητές της Γ’ Γυμνασίου, με την οποία ολοκληρώνεται η υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά και της Β’ τάξης του ΓΕ.Λ. και του ΕΠΑ.Λ…

Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα, μεταξύ άλλων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, αποτελεί και το γεγονός ότι παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα εφαρμογής στην τάξη των νέων αντιλήψεων και των πρακτικών της αξιολόγησης των μαθητών. Οι εκσυγχρονιστικές τάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών στον τομέα της αξιολόγησης των μαθητών, όπως είναι αναμενόμενο δεν μετατρέπονται αυτόματα σε εκπαιδευτικές πρακτικές, ιδίως, όταν έρχονται σε αντίθεση με παραδοσιακά παγιωμένες αντιλήψεις, αξίες, πρακτικές ή ρουτίνες ευκολίας. Οι συνήθεις επιφυλάξεις των κοινωνικών δομών στις αλλαγές μετατρέπονται σε έντονες αντιδράσεις, στην περίπτωση των εκπαιδευτικών, όταν δεν έχουν προηγηθεί επιμορφώσεις και, επιπλέον, δεν υπάρχουν και οι αναγκαίες δομές στήριξης.

Αυτά και πολλά ακόμη αναφέρονται στη συγκεκριμένη έκθεση της Α.ΔΙ.Π.Π.Δ.Ε., για την οποία θεωρώ ότι αξίζει πραγματικά να την διαβάσει κανείς… Επεκτείνοντας όμως τον συλλογισμό μου λίγο παρακάτω σε σχέση και με προηγούμενο άρθρο μου, θεωρώ ότι το πρόβλημα, το οποίο σήμερα έχει διογκωθεί, έχει και άλλες προεκτάσεις από όσες συνηθίζουμε να αναφέρουμε και ξεκίνησε όταν καταργήθηκε η χρήση της καθαρεύουσας από τον υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Γεώργιο Ράλλη και επιβλήθηκε η χρήση της νεοελληνικής δημοτικής γλώσσας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και στη διοίκηση. Την ώρα δηλαδή που και οι ίδιοι οι φιλόλογοι και οι γλωσσολόγοι δεν είχαν καταλήξει στο ποια είναι η Δημοτική και οι κανόνες της, δηλαδή ήμασταν ανέτοιμοι τεχνικά, εμείς προχωρήσαμε με πολιτική απόφαση, στην καθιέρωσή της.

Το πρόβλημα αμέσως μετά προχώρησε αφενός με την κατάργηση του ελέγχου των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές και αφετέρου με τη μετατροπή της κοινωνίας σε καταναλωτική (μόνη αξία το χρήμα και τα υλικά αγαθά όπως και αν αποκτώνται). Έπειτα συνεχίστηκε και συνεχίζεται με την απουσία κάθε ίχνους αξιοκρατίας η οποία  έδειχνε και συνεχίζει να δείχνει στα παιδιά ότι δεν κερδίζει ο άξιος αλλά ο «καπάτσος». Με λίγα λόγια σαφώς φταίει η κοινωνία συνολικά, σαφώς φταίνε οι κυβερνήσεις από το 1976 και μετά (άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο), σαφώς φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα και εμείς οι ίδιοι…

Το θέμα, όμως, είναι αν θα καταφέρουμε ποτέ να διώξουμε τα σύννεφα που έχουν δημιουργηθεί στον χώρο της Παιδείας και να δούμε το φως της γνώσης και των αξιών να κυριαρχεί μέσα στην κοινωνία μας! Χρειαζόμαστε αλλαγές που -πάνω από όλα- δεν θα διστάσουν να χτυπήσουν τη γροθιά στο μαχαίρι μπροστά στον βωμό των συμφερόντων… Αλλαγές, λοιπόν, εδώ και τώρα… Τίποτα άλλο!

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.