Του Νίκου Τσούλια

 

      Δύο είναι κατά τη γνώμη μου οι βασικοί πυλώνες του συνδικαλισμού: η αυταξία καθαυτής της συλλογικής δράσης και η αποτελεσματικότητα του ίδιου του συνδικαλισμού. Και αν η αυταξία εγγράφεται ως ξεχωριστός αστερισμός στο στερέωμα της αλληλεγγύης και της συναδέλφωσης των εργαζόμενων σε έναν τομέα διαμορφώνοντας τους ιδιαίτερους ψυχοσυναισθηματικούς – κοινωνικούς και διαπροσωπικούς – δεσμούς, η αποτελεσματικότητα συγκροτείται με βάση την προαγωγή των κοινωνικών συμφερόντων του κλάδου και νομιμοποιεί με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη συλλογική δράση στις συνειδήσεις των εργαζόμενων.

      Η συζήτηση περί της αποτελεσματικότητας οφείλει να λαμβάνει υπόψη της το γενικότερο κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον αφενός και το συνολικότερο – πέραν εκείνου του κλαδικού – σκηνικό των εργαζόμενων. Έτσι, για παράδειγμα άλλη μεθοδολογία πρέπει να ακολουθήσουμε σήμερα σε περίοδο βαθιάς και εκτεταμένης κρίσης – όπου ο αγώνας οριοθετείται με βάση τη γραμμή: πώς να χάσουμε τα λιγότερα δυνατά – και άλλη σε περιόδους διεκδίκησης και ενίσχυσης της επαγγελματικής θέσης, όπου ο αγώνας γίνεται στη βάση: πώς θα κερδίσω τα περισσότερα δυνατά. Επίσης είναι διαφορετικό, αν η δράση γίνεται επί γενικών ζητημάτων – που αφορούν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες – ή επί των κλαδικών.

      Η αποτελεσματικότητα στο εκπαιδευτικό κίνημα έχει και μια άλλη όψη, πολύ βασική. Δεν εστιάζει μόνο (ή κυρίως θα έλεγα…) επί του κλαδικού πεδίου αλλά επί του ευρύτερού του, εκείνου της δημόσιας εκπαίδευσης. Για να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα οφείλουμε επίσης να προσδιορίσουμε το πώς οριοθετείται. Εδώ θέλω να θέσω το πρώτο σημείο προβληματισμού, το οποίο μας απασχόλησε στο προηγούμενο της κρίσης διάστημα. Πότε μια κατάκτηση στον οικονομικό τομέα, για παράδειγμα, θα θεωρηθεί ικανοποιητική και θα μιλήσουμε για αποτελεσματικότητα; Η κυρίαρχη κουλτούρα ήταν περίπου της λυτρωτικής επίλυσης του προβλήματος. Έτσι, στη μεγάλη απεργία του 1997 είχαμε ως αίτημα την αύξηση μισθών κατά 40%. Αυτό ως αίτημα ήταν σωστό, αλλά ποιο θα ήταν το οικονομικό μέγεθος που θα κρινόταν στη διεκδίκηση ως ικανοποιητικό; Αυτό ποτέ δεν το απαντήσαμε – κάτω από το φόβο να μην αποστούμε από την αρχική μορφή του αιτήματος αλλά και από τον παραταξιακό ανταγωνισμό του ποιος δεν θα θεωρηθεί λιγότερο αγωνιστικός – και μάλλον ως ξεπουλημένος – αν αποφανθεί για κάτι λιγότερο.

      Η δική μου θεώρηση επ’ αυτού ήταν και εξακολουθεί να είναι η εξής. Δεν μπορούσε να υπάρξει «λυτρωτική στιγμή» για το οικονομικό πρόβλημα – ούτε ιστορικά τεκμηριωνόταν αλλά ούτε και πολιτικά μπορούσε να εξηγηθεί – αλλά διαρκείς βελτιωτικές επιλύσεις του. Σε κάθε περίπτωση, το κίνημα πρέπει να έχει κουλτούρα διαπραγμάτευσης, να μπορεί να «μετριάζει» τους στόχους του, να κάνει και τακτικές κινήσεις και να μην έχει λογικές εφόδου με τη μορφή του «όλα ή τίποτα».

      Ας σταθώ και σε δύο παρατηρήσεις – αντιτιθέμενου περιεχομένου – συναδέλφων που μου έκαναν εντύπωση για την ίδια περίοδο της απεργίας. Ο ένας συνάδελφος από την Κοζάνη στη Γενική Συνέλευση τόνιζε ότι πρέπει να αξιολογούμε το όποιο αποτέλεσμα με βάση τα χρήματα που παίρνει ένας μονόμισθος οικογενειάρχης εκπαιδευτικός και τις ανάγκες που έχει, χωρίς να τον εξαντλούμε με ατέλειωτες ημέρες απεργίας με τις οποίες θα χάνει πολύ περισσότερα από όσα θα κερδίσει. Ο δεύτερος συνάδελφος ήταν σε Συνέλευση της Θεσσαλονίκης σε κατ’ ιδίαν συνομιλία μας που μου έκανε σκληρή κριτική για τη μετριοπάθειά μου στη διεκδίκηση τονίζοντάς μου ότι αυτό που «εσύ αποδέχεσαι ως αύξηση στο μηνιαίο μισθό μας, εγώ το παίρνω με μια ώρα φροντιστήριο – πώς θέλεις να στηρίξω την αντίληψή σου»;

      Είναι περιπτώσεις, και είναι λάθος να βγάζουμε συμπεράσματα. Αλλά θεωρώ ότι στο θέμα της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας έχουμε – ή μάλλον είχαμε – δύο σημαντικά προβλήματα: ένα τον χωρίς νόημα παραταξιακό ανταγωνισμό ως προς θα εμφανίζεται πιο αγωνιστικός και πιο ριζοσπαστικός και ένα τη σύγκριση του διεκδικούμενου οικονομικού μεγέθους με τα ποσά που εκφραζόταν η αμαρτωλή για τον εκπαιδευτικό κλάδο ιστορία των φροντιστηρίων.

      Πέραν τούτων, η αποτελεσματικότητα κρίνεται και με βάση την απόκρουση των όποιων κυβερνητικών μέτρων λαμβάνονται εις βάρος του κλάδου ή της δημόσιας εκπαίδευσης, όπου και εδώ δεν κρίνεται μόνο η αποτελεσματικότητα αυτού καθαυτού του κινήματος αλλά και οι ευρύτεροι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί για το κάθε ζήτημα. Έτσι, στην περίπτωση της αξιολόγησης η δράση του κινήματος διαχρονικά ήταν αποτελεσματική, ενώ στην κατάργηση της επετηρίδας δεν ήταν. Ήταν όμως στο διορισμό όλων των αναπληρωτών εκπαιδευτικών εκείνης της περιόδου που πλήττονταν από την κατάργησή της.

      Ο συνδικαλισμός έχει ανάγκη από νίκες, μικρές και μεγάλες. Έχει ανάγκη από μια κουλτούρα ρεαλισμού και ευθύνης μακριά από τις επώδυνες – όπως έχει καταδειχτεί στην ιστορία – πρακτικές εφόδου και της «μιας και έξω» δήθεν λύτρωσης. Αν λοιπόν δεν διδασκόμαστε από την ιστορία, αν αποσκοπούμε να κάνουμε τους ήρωες που πέφτουν στη μάχη με το επιχείρημα «ή όλα ή τίποτα», τότε – κατά τη γνώμη μου – η έννοια της αποτελεσματικότητας είναι εκ των προτέρων υπονομευμένη.

      Βέβαια η όλη κατάθεση μπορεί να θεωρηθεί «εκτός τόπου και χρόνου», αφού δεν λαμβάνει υπόψη της τη σημερινή ζοφερή πραγματικότητα, όπου σαρώνονται κατακτήσεις δεκαετιών και δεκαετιών και το κίνημά μας εμφανίζεται αντικειμενικά αδύναμο αλλά και αναιτιολόγητα ανύπαρκτο. Αλλά ελπίζω και πιστεύω ότι η σημερινή φτωχοποίηση της χώρας μας θα λάβει τέλος και με τη δική μας δράση – αρκεί η δράση μας να δει το φως της ημέρας…

anthologio.wordpress.com

 

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.