Βιβλία μου, τι θα έκανα χωρίς εσάς…

Του Νίκου Τσούλια

 

     «Αυτό δεν σηκώνει καθόλου το κεφάλι του από το βιβλίο. Όπου και αν το δεις, στα ζώα, στα χωράφια, στο δρόμο, χωμένος μέσα σε ένα βιβλίο είναι…», ήταν η συνηθισμένη αναφορά των συγχωριανών του τότε που πήγαινε στο Δημοτικό.

     Και του άρεσε σαν το άκουγε. Αλλά που να ‘ξεραν ότι δεν είχε βιβλία παρά μόνο σχολικά και τα διάβαζε ξανά και ξανά, και μερικά τα διάβαζε σαν εξωσχολικά δηλαδή χωρίς να νοιάζεται για την περίφημη αποστήθιση και έτσι απολάμβανε το διάβασμα σαν απόλυτα ιδανική λειτουργία. Τότε δεν ήξεραν οι κάτοικοι του μικρού αγροτικού χωριού εκεί κάπου στην Ηλεία ότι υπάρχουν εξωσχολικά βιβλία που μπορούν να διαβάζουν τα παιδιά. Γι’ αυτούς, μόνο τα βιβλία του σχολείου έκαναν καλό.

     Μπορεί η συνήθεια να μην είναι συνήθεια – αφού πράγματι δεν σήκωνε κεφάλι από τα βιβλία – και να διαβάζει και για ξεχωριστές περιπτώσεις; Κι όμως γίνεται, γιατί αυτός τις ξεχώριζε σαν να ήταν διαφορετικά διαβάσματα…

     Άμα έχανε η αγαπημένη του ομάδα στο ποδόσφαιρο και στεναχωριόταν πάντα τόσο πολύ, που το βράδυ άλλαζε την εξέλιξη του ματς και το αποτέλεσμά του με βάση τις χαμένες ευκαιρίες για τις οποίες φώναζε τόσο δυνατά ο εκφωνητής. Όχι οι ευκαιρίες του αντίπαλου – ένας ήταν – του Παναθηναϊκού δεν ήταν και τόσο σημαντικές ευκαιρίες.

     Αλλά άμα ξημέρωνε έφευγε η ονειροπόλησή του, και τι να κάνει; Το έριχνε στο διάβασμα. Χωνόταν μέσα στο βιβλίο. Ε, αυτό το διάβασμα ήταν διαφορετικό και η μάθηση πιο εύκολη και πιο βαθιά. Όχι, δεν ήξερε αυτά που λέγονται σήμερα για την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του αναγνώστη ούτε για τις βιβλιοθεραπείες και τα σχετικά. Και κάπως έτσι ανακάλυψε μια άγνωστη πτυχή του διαβάσματος… Τελικά, το διάβασμά του ήταν ένα συνεχές στη ζωή του – με τις αναγκαστικές και μόνο διακοπές: ύπνου, εργασίας κλπ -, που είχε όμως τις ασυνέχειές του, οι οποίες δεν διέκοπταν το διάβασμα αλλά το έκαναν ξεχωριστό.

     Και έτσι το διάβασμα έγινε ο πρώτος των πρώτων παράγοντας των μεγάλων κατακτήσεών του, που ήταν πέρα και πάνω από τα σχέδιά του και τα όνειρά του, αλλά και μέγας αρωγός στις δυσκολίες της ζωής και πολύ περισσότερο στις αποτυχίες του.

     «Δεν με πειράζει, που απέτυχα εδώ. Ας είναι καλά το διάβασμά μου. Έχω τόσα και τόσα βιβλία, για τρεις και βάλε ζωές μου φτάνουν. Έχω και το γράψιμό μου. Γράφω ατέλειωτα κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα. Ούτε τα τετράδια κοιτώ μην τελειώσουν οι σελίδες τους ούτε τα μολύβια σκέπτομαι να τα ξύσω μήπως μου τελειώσουν, όπως εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Τώρα όλα είναι δωρεάν. Γράψιμο, διάβασμα στο λάπτοπ και στο τάμπλετ, πέρα από τα ατέλειωτα βιβλία μου που με περιμένουν. Που να ‘ξερα κάτι τέτοιο τότε. Που να ‘ξέρα ότι η ζωή ξεπερνάει κάθε όνειρό σου και κάθε φαντασίωσή σου».

     Και ηρεμούσε και καθόλου δεν αγωνιούσε για το μέλλον του. Το έβλεπε ολοφώτεινο. Το διαμέρισμά του και σπίτι του στο χωριό γεμάτα βιβλία ήταν, γεμάτα ομορφιά και αισιοδοξία. Η μόνη σκιά που του πέρναγε από τη σκέψη ήταν εκείνου του αρχέγονου φόβου των ανθρώπων όλων. Μήπως καμιά αρρώστια με πόνους τον ρίξει μόνιμα στο κρεβάτι και δεν θα μπορεί να διαβάζει και να γράφει. Και ξόρκιζε αυτή τη σκιά.

     Κάπου όμως είχε διαβάσει ή το είχε φανταστεί στο διάβασμά του – πως να το διακρίνει… – ότι υπάρχει ένα «καλό πνεύμα» των βιβλίων, που εμφανίζεται μόνο σε όσους ζουν, κοιμούνται και ξυπνάνε με τα βιβλία στο μυαλό τους. Αυτό το καλό πνεύμα λοιπόν φροντίζει όπως η Αθηνά τον Οδυσσέα για να βρει την «εστία» κάθε βιβλιοφάγου, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η δυνατότητα να διαβάζει μέχρι την τελευταία του ανάσα. Και έλεγε γεμάτος ικανοποίηση και χαμόγελα στον εαυτό του. «Ε, αν δεν είμαι εγώ ένας από αυτούς, ποιος άλλος μπορεί να είναι»;

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.