Του Νίκου Τσούλια

      Συνεχίζοντας το πρώτο μέρος του σχετικού δοκιμίου, φτάσαμε κατ’ ουσία στη μεγάλη περιοχή της φιλοσοφίας, η οποία βρέθηκε κατ’ επανάληψη ανάμεσα στις μυλόπετρες του απόλυτου ορθολογισμού της επιστήμης και στην ανορθολογική μεταφυσική της θρησκείας. Ωστόσο, διατήρησε την αυτονομία της – και όχι μόνο αυτό αλλά αυξάνει την επιρροή της ακόμα και στις σημερινές εποχές της τεχνολογίας και της γραφειοκρατίας. Και αυτό οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους λόγους.

      α) Τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου πάντα ήταν και θα είναι φιλοσοφικά. Ακόμα και ο τρόπος ζωής μας είναι κυρίως φιλοσοφικό ζήτημα και όχι οικονομικό ή πολιτικό˙ αυτά έπονται του φιλοσοφικού.

β) Η φιλοσοφία αφορά κάθε άνθρωπο με πιο αυθεντικό τρόπο σε σχέση και με την επιστήμη και με τη θρησκεία. Είναι πιο κοντά στα δικά του πρωτόλεια ερωτήματα. Δεν έχει απολυτότητες και δογματισμούς και αφήνει περισσότερο έδαφος για την προσωπική ερμηνεία του κόσμου και για την πιο αυθεντική διαμόρφωση του ειδώλου του. Κάθε άνθρωπος ζει και βιώνει την όλη πραγματικότητα πρωτίστως μέσα από τους συνεχείς στοχασμούς και αναστοχασμούς του και από το διαρκή μονόλογο με τον εαυτό του και ως εκ τούτου είναι η φιλοσοφία που βρίσκεται πιο εύκολα κοντά του χωρίς καμιά διάθεση επιβολής αλλά μόνο με «πρόθεση» προβληματισμού και συνέργειας.

γ) Αν υπάρχει ένα σταθερό νήμα που συνδέει τους ανθρώπους όπου γης και όπου χρόνου, είναι τα μεγάλα ερωτήματα που έχει θέσει η φιλοσοφία και στα οποία κάθε εποχή, κάθε πολιτισμός και κάθε άνθρωπος γράφει τη δική του αφήγηση πάνω στο ίδιο παλίμψηστο. Τα ερωτήματα των προσωκρατικών φιλοσόφων, του Σωκράτη, του Αριστοτέλη… είναι πάντα παρόντα τόσο στα προχωρημένα φυλάκια των διανοούμενων όσο και στις προσωπικές «φτωχές» αναζητήσεις κάθε ανθρώπου. Αν αυτό δεν είναι ίσως η πιο όμορφη γοητεία της γνώσης, τι άλλο μπορεί να είναι;

Και ερχόμαστε στη λογοτεχνία. Εδώ είναι το πιο προνομιακό έδαφος του απλού ανθρώπου. Εδώ η νομιμοποίηση του γνωστικού πεδίου εδράζεται πολύ εύκολα στην καθολικότητα και στην παγκοσμιότητα του φαινομένου της απλής εξιστόρησης, αφού κάθε άνθρωπος έχει και μια ιστορία αφήγησης και πάντα έλκεται από την αφηγηματική τέχνη. Υπάρχει και ένα άλλο μυστικό. Η γλώσσα και ο γλωσσικός κώδικας είναι δικά του (κατάδικά του) και δεν έχουν καθόλου απομακρυνθεί από την όποια πρόοδό τους.

Δεν υπάρχουν διαμεσολαβητές (ιερείς) για να τους οδηγήσουν κάπου ούτε και ειδικοί που έχουν το «βήμα» του λόγου αποκλειστικά δικό τους και η ερμηνεία τους είναι εξ ορισμού ισχυρή (επιστήμονες). Η λογοτεχνία είναι η πιο αυθεντική έκφραση της καθημερινότητάς μας, της απλής ζωής μας, των ονείρων μας και των φαντασιώσεών μας. Καλλιεργεί όσο κανένα άλλο μέρος της γνώσης το συναισθηματικό μας κόσμο. Ευφραίνει την ψυχή μας. Ανασταίνει το φρόνημά μας. Χαρίζει γενναιόδωρα συγκινήσεις. Παίζει με τον έρωτα και την αγάπη. Ρίχνει άλλο φως στην πραγματικότητα. Φωτίζει αθέατες όψεις του κόσμου.

Και η ποίηση; Πού τοποθετείται σ’ όλα αυτά τα ζητήματα και ποια είναι η ξεχωριστή επικράτειά της. Εδώ είναι τα δύσκολα. Η ποίηση δεν είναι μέρος ενός όλου. Δεν έχει σύνορα ούτε και πολυασχολείται με τα άλλα πεδία. Είναι για κατοίκους, μόνιμους ή προσωρινούς, μιας άλλης ζωής, ενός παράξενου και παντελώς άγνωστο κόσμου. Ο συμβολισμός και η άκρως αφαιρετική σκέψη μπορούν να ψηλαφίζουν κάποιες άκρες της. Δεν θέλει ούτε ορθολογισμούς και μεταφυσικές ούτε δόγματα και απαντήσεις.

Θέλει μόνο θυσία˙ να προσφέρεις τον εαυτό σου. Να κατακτήσεις το απόλυτο κενό και να του δώσεις ένα νόημα, να βγεις στο βαθύ σκοτάδι και να ανάψεις μια μικρή φλόγα, τη δική σου φλόγα, τη φλόγα της ζωής σου, να της δοθείς και όπου σε οδηγήσει, ο δρόμος της είναι πάντα άγνωστος ακόμα και όταν τον έχεις περπατήσει… Ο ποιητής είναι μόνιμα ταξιδεμένος και για τους υπόλοιπους ανθρώπους «φαντασμένος», αναχωρητής του φαινομενικού κόσμου και ερευνητής της πιο βαθιάς ουσίας της ύπαρξης, της ψυχής του.

Ποια γνώση θέλουμε; Κανένας μας δεν μπορεί να απαντήσει μονοσήμαντα. Ίσως και το ερώτημα που έθεσα να μην έχει νόημα και να είναι εκ του πονηρού. Η γνώση είναι ενιαία. Ο τεμαχισμός της είναι συστατικό στοιχείο του πολιτισμού, του καταμερισμού εργασίας και ρόλων. Τη γνώση ή τη γεύεσαι άρτια ή δεν έχεις καμιά σχέση μαζί της. Μας φτάνει η ζωή μας γι’ αυτό; Πιστεύω ότι φτάνει και περισσεύει. Αρκεί να προσβλέπουμε έστω ασύμπτωτα σε μια μορφή Homo Universalis.

Αρκεί να έχουμε άποψη για τη ζωή και να μην την καταναλώνουμε στην ανουσιότητα. Αρκεί να την αγαπήσουμε και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Χωρίς αγάπη δεν υπάρχει γνώση ούτε και το αντίστροφο. Γιατί γνώση και αγάπη είναι δύο όψεις της ίδιας έννοιας (δεν ξέρω ποιας), γιατί ο γλωσσικός μας κώδικας τις ξεχώρισε εξ αρχής, από του γεννησιμιού τους, και χάσαμε το ενιαίο και το όλον τους και ίσως να είναι αυτό ο «χαμένος παράδεισος»!

anthologio.wordpress.com

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.