Του Νίκου Τσούλια

 

      Οι περισσότεροι γονείς γνωρίζουν ότι αν το παιδί τους ξεκινήσει καλά την πορεία του στον κόσμο των Γραμμάτων, θα έχει ευοίωνη προοπτική στους θεσμούς της εκπαίδευσης και θα αποκτήσει ουσιαστικά μορφωτικά προσόντα για την επαγγελματική και την κοινωνική εξέλιξή του.

      Αλλά αυτή η γνώση δεν παραπέμπει κατ’ ανάγκην και στην ορθολογική αξιοποίησή της. Και αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι γονείς δεν μπορούν να καθοδηγήσουν αποτελεσματικά τα παιδιά τους στο Δημοτικό σχολείο. Υπήρξε μια κίνηση την περίοδο 1997 – 2000 για συστηματική επιμόρφωση τη με τη δημιουργία Σχολών Γονέων με ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση, αλλά όπως πολλές καινοτομίες στη χώρα μας δεν ευδοκίμησε.

      Αν και κάθε παιδί είναι και ένας ολόκληρος και μοναδικός κόσμος που απαιτεί ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση του συζητούμενου προβλήματος, αν και η παιδαγωγική δεν έχει δόγματα και έτοιμες συνταγές, μπορούμε να θέσουμε κάποια σημεία σχετικού προβληματισμού.

      1) Βασική μέριμνα των γονέων πρέπει να είναι η δημιουργία θετικής στάσης και αγάπης για το διάβασμα εκ μέρους των παιδιών. Η οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση πίεση όχι μόνο προκαλεί αντίθετα του επιδιωκόμενου στόχου αποτελέσματα αλλά και διαμορφώνει μια αρνητική μελλοντική στάση τους και ίσως να υπονομεύει δια παντός τη φιλική και ενεργητική σχέση τους με τα γράμματα.

      2) Το διάβασμα για το σχολείο πρέπει να έλθει ως συνέχεια του πάντα γοητευτικού διαβάσματος των παραμυθιών. Αν τα παραμύθια συνδέονται τόσο στενά με τη φαντασία και την ονειροπόληση των παιδιών, δεν μπορεί το σχολικό διάβασμα να βρίσκεται στην «απέναντι όχθη» της υποχρεωτικότητας και του καταναγκασμού. Από την ανάγνωση των παραμυθιών οφείλουμε να βάζουμε σημάδια απλής και αβίαστης γνώσης είτε με την προσωπική ερμηνεία των εικόνων είτε με τη ζωγραφική απεικόνιση γραμμάτων και λέξεων. Όταν από την αγαπημένη ασχολία των παιδιών στο διάβασμα των παραμυθιών περνάμε στο αποστασιοποιημένο σχολικό διάβασμα τους, αυτό σημαίνει ότι δεν κάναμε «καλή γέφυρα». Αλλά πρέπει να έχουμε πειστεί και εμείς ότι το διάβασμα είναι μια ενιαία λειτουργία και δεν τέμνεται απόλυτα από τα διαφορετικά αναγνωστικά πεδία.

      3) Το παιδί πρέπει να βλέπει «εικόνες μελέτης» μέσα στο σπίτι του και τα καλύτερα παραδείγματα είναι οι ίδιοι οι γονείς και τα μεγαλύτερα αδέλφια όταν υπάρχουν. Προφανώς δεν αρκούν οι εικόνες φωλιάσματος των βιβλίων στις βιβλιοθήκες. Όταν η εικόνα και η αισθητική του ανοιχτού βιβλίου καταγράφονται στα πρώτα σκιρτήματα της συνείδησης και στις πρώτες απόπειρες ερμηνείας του κόσμου εκ μέρους του παιδιού, τότε δημιουργείται ένα αίσθημα ζεστασιάς και έλξης προς το διάβασμα.

      4) Η ζωγραφική, που αποτελεί και την πρώτη αυθόρμητη και απόλυτα ενεργητική ενασχόληση του παιδιού, πρέπει να ενταχθεί με έναν προσεκτικό και καλοσχεδιασμένο τρόπο στο παιχνίδι της γραφής και της ανάγνωσης. Έτσι, για παράδειγμα, στα πρώτα σχολικά βιβλία μπορούμε να ενθαρρύνουμε το παιδί να ζωγραφίζει ό,τι από τις σελίδες του δημιουργούν εντύπωση. Το σχολικό βιβλίο δοκιμάζεται στη σκέψη του παιδιού από την πρώτη και εν μέρει επιφυλακτική έξοδό του από την οικογένεια και εδώ πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή, ώστε να μην προκαλέσει αντιπάθεια λόγω αυτής της εξόδου.

     5) Το πότε διαβάζει ένα παιδί είναι και αυτό σημαντικό στοιχείο. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να γίνεται όταν το παιδί είναι κουρασμένο ή όταν δεν έχει όρεξη. Επιμένω ότι ο καταναγκασμός σ’ αυτή τη μικρή ηλικία είναι ένας συμβολικός θάνατος του βιβλίου και της μελέτης στο συναισθηματικό κόσμο. Και ό,τι καταγράφεται σ’ αυτή την ηλικιακή φάση εισχωρεί και στα άγνωστα πεδία του υποσυνείδητου και αναδύεται με αρνητικό φορτίο κάθε φορά που η εικόνα του βιβλίου προέρχεται από υποχρέωση του σχολείου.

      6) Η βιβλιοφιλία και η φιλαναγνωσία δεν επιβάλλονται. Καλλιεργούνται με πολλαπλούς τρόπους και προκύπτουν πηγαία και ενεργητικά εκ μέρους των παιδιών. Πρέπει να είναι απόρροια της ζωηρής επιθυμίας και του έντονου ενδιαφέροντος του παιδιού, μέσα από ένα έδαφος που θα το καλλιεργούμε και θα το αξιολογούμε διαρκώς. Προφανώς προστακτικές προτάσεις του τύπου «διάβαζε» έχουν αντίθετες των επιδιωκόμενων επιδράσεων. Αντίθετα, η συζήτηση και η θέση κατάλληλων ερωτηματικών προτάσεων που θα τις προσεγγίζει και θα τις απαντάει το παιδί είναι ευνοϊκό πεδίο.

      7) Αν και δεν είναι αξιολογικά τελευταίο αυτό το σημείο σε σχέση με τα προηγούμενα, έχει ιδιαίτερη σημασία η προαγωγή της αυτενέργειας και της πρωτοβουλίας στην αντίληψη του παιδιού, και αυτό πρέπει να γίνεται σταδιακά. Το να δίνουμε εμείς τις απαντήσεις είναι ό,τι χειρότερο για τη μάθηση. Το παιδί δεν πρέπει να μάθει στο «έτοιμο», ότι κάποια στιγμή η απάντηση θα του δοθεί από τον γονέα του. Θα πρέπει να κατακτά την αυτονομία του στα πεδία της γνώσης, γιατί μόνο έτσι μπορεί να γνωρίσει την ομορφιά της.

      Συμπερασματικά, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι παιδί, βιβλίο και γονέας αποτελούν μια όμορφη συντροφιά μάθησης από την οποία θα αποχωρίζεται σταδιακά ο γονέας για να μείνει το γοητευτικό ζευγάρι: «παιδί / έφηβος / νέος / πολίτης – βιβλίο» ως δίδυμος αστερισμός φωτός και γνώσης γι’ όλη τη ζωή…

anthologio.wordpress.com

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/
Προηγούμενο άρθροΤο ΑΠΚΥ παρουσιάζει “Το Άξιον Εστί”
Επόμενο άρθροΈναρξη 5ης περιόδου επιμόρφωσης Β1 επιπέδου Τ.Π.Ε.
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.