Πυροσβεστική ακαδημία

Του Νίκου Τσούλια

     Αν δεν ξέρεις το πώς γεννιέται ένα πάθος σου, σημαίνει ότι έχει σοβαρό πρόβλημα αυτογνωσίας. Αν όμως πορεύεσαι μαζί του όσο έχεις συνειδητοποιήσει τον εαυτό σου, τότε ίσως να το θεωρείς συστατικό σου στοιχείο – όπως είναι το όνομά σου, η καταγωγή σου κλπ – και να μην ξέρεις πως ακριβώς προέκυψε. Θα μου πείτε είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την προέλευση κάθε χαρακτηριστικού γνωρίσματός μας; Και όμως, πιστεύω πως είναι γιατί μόνο έτσι μπορούμε να κατανοούμε την πραγματικότητά μας…

     Να θέσω ένα πλαίσιο συζήτησης. Το γράψιμο είναι μια διαδικασία; Ή, να θέσω το ερώτημα αλλιώς, γράφουμε για να γράφουμε ή γράφουμε γιατί έχω κάτι να πούμε και να εκφράσουμε; Όχι, το γράψιμο δεν είναι διαδικασία. Είναι αχώριστο ζευγάρι με το διάβασμα. Είναι Τέχνη, Ποίηση, Δημιουργία. Είναι πνοή ζωής και ελευθερίας, είναι έκφραση ομορφιάς και ανεξαρτησίας πνεύματος.

     Το γράψιμο λοιπόν αποτελεί μια καθημερινή συνήθειά μου. Μπορεί όμως να χαρακτηριστεί ως συνήθεια μόνο και μόνο γιατί είναι μια απόλυτα επαναλαμβανόμενη λειτουργία μου; Μπορεί να θεωρηθεί ως συνήθεια – που συνήθως έχει αρνητικό φορτίο – γιατί είναι τόσο δεδομένη όσο και το πρωινό μου ξύπνημα; Θαρρώ πως όχι. Αδικείται από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Το γράψιμο είναι μια γεύση της πληρότητάς μου, μια άσκηση της ζωής μου που μου δωρίζει ομορφιά και ευαισθησία. Με εξευγενίζει. Μου βελτιώνει τον χαρακτήρα μου. Έχει νόημα και αξία λοιπόν να ξέρω τις ρίζες του, γιατί μόνο έτσι θα αποδίδω τιμές στη χάρη του για να μου γεμίζει τη ζωή.

     Είχα μάθει να γράφω πριν πάω στο σχολείο. Και για εκείνες τις εποχές της δεκαετίας του 1960 στις φτωχές οικογένειες της αγροτικής ζωής της υπαίθρου ήταν κάτι πολύ σημαντικό. Ήμουν τυχερός γιατί η μεγαλύτερη αδελφή μου με μύησε στα μυστικά του. Και έτσι το σχολείο ήταν ένας όμορφος κόσμος, παρά το γεγονός ότι η αυστηρότητα των δασκάλων φόβιζε κάθε μαθητή εκείνων των καιρών.

     Ήταν μικρό το χωριό μου, στα χωράφια και στα ζώα όλη η ζωή μου, που να χωρέσουν η φαντασία μου και τα όνειρά μου; Μόνο το σχολείο έδινε διέξοδο στο άγνωστο μέλλον. Δεν υπήρχαν πολλά τετράδια για γράψιμο. Για πρόχειρο χρησιμοποιούσα τις στάχτες στο τζάκι το χειμώνα, το χώμα της αυλής τις άλλες εποχές, και τα περιθώρια των εφημερίδων, που ήσαν περιτύλιγμα στα ψώνια. Και όταν μια εξαδέλφη μου έδωσε ένα τετράδιο με πολλά φύλλα κρυφά από το μπακάλικο του πατέρα της, το γιόρτασα γιατί θα έγραφα τα δικά μου σχέδια για τη ζωή που θα έκανα μακριά από το χωριό που δεν με χωρούσε. Και ξεθάρρεψα σαν σκέφτηκα κάποια λύση. Έβλεπα τη μάνα μου που ψώνιζε από τους πλανόδιους πωλητές με αυγά.

«Μαρία, μήπως γίνεται να σου δίνω κρυφά αυγά από το σπίτι μου για να μου δίνεις τετράδια»;

«Μα τι να τα κάνουμε τα αυγά; Έχουμε και εμείς. Η μάνα μου μόνο τα λεφτά σκέπτεται».

     Απογοήτευση. Και έτσι είπα στον παππού μου – που έκανε παρέα με το δάσκαλό μου – να πει ο δάσκαλος στον πατέρα μου να μου δίνει κανένα πενηνταράκι παραπάνω για να αγοράζω τετράδια. Και επειδή ο δάσκαλος ήταν τότε το πιο σεβαστό πρόσωπο και ο λόγος του ήταν ιερός, επέτυχα στο στόχο μου.

     Και έτσι το γράψιμο έγινε το μοναδικό πέρασμα για να βρω άλλους μακρινούς ορίζοντες, γιατί ένιωθα ότι κάτι δημιουργώ, ότι τα γραψίματά μου είναι δικά μου έργα. Περίμενα πως και πως τις Εκθέσεις στο σχολείο και στο γυμνάσιο για να διακριθώ, αφού καθετί που γεννούσε η φαντασία μου το σκεπτόμουνα ξανά και ξανά και άλλοτε έφτιαχνα ιστορίες και άλλοτε παραμύθια – χωρίς να με νοιάζει αν ξεχωρίζουν μεταξύ τους.

     Και έγινε η Έκθεση το αγαπημένο μου μάθημα. Γιατί μου έδινε ελευθερία στη σκέψη μου, γιατί δεν στηριζόταν στο «αναμασημένο» της απομνημόνευσης και στη λογική της προπαίδειας που διαπότιζε όλο το σχολείο. Αυτοσχεδίαζα στο γράψιμο. Δεν ακολουθούσα πάντα τους κανόνες. Μπορεί να μην έκανα πρόλογο και να πηγαίνω στο «ζουμί» ή στον επίλογο και να παίζω μετά με την αφήγησή μου ή να χρησιμοποιώ παράδειγμα από τη φτωχική μας ζωή με πολύ φωτεινό βλέμμα.

     Να αγαπητό μου γράψιμο οι ρίζες σου: η πάντα ακόρεστη παιδική επιθυμία που δεν έπαψε ποτέ να φαντασιώνεται και να ονειροπολεί. Είναι η ίδια επιθυμία να κάνω τον κόσμο των Γραμμάτων μου τον κόσμο της προσωπικής φιλοδοξίας μου. Είναι η επιθυμία, που είναι πάντα θαλερή και ακμαία, που δεν γερνάει με το χρόνο, που έγινε άποψη για τον κόσμο, τρόπος ζωής, αυθεντική έκφραση του εαυτού μου.

 

anthologio.wordpress.com

 

 

https://www.facebook.com/manolis.manos.311/
Προηγούμενο άρθροΣχολείο γενικής παιδείας ή εξειδίκευσης;
Επόμενο άρθροΑδίδακτο κείμενο: Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα 1.1.1.1.-1.1.5.5
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.