Του Νίκου Τσούλια

     Μπορούν οι εκπαιδευτικοί να οριοθετούν τη λειτουργία τους μόνο στην εφαρμογή ερευνητικών πορισμάτων που διεξάγουν άλλοι επαγγελματίες; Μπορούν οι εκπαιδευτικοί – σε μια τέτοια περίπτωση – να «παραπονούνται» ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής πολιτικής;

     Μπορούν οι εκπαιδευτικοί να μην έχουν φιλοδοξίες για να θέτουν τα νέα ζητήματα που ούτως ή άλλως προκύπτουν από το σχολείο και να μην είναι πρωτοπόροι στο να ανοίγουν νέους δρόμους στην εκπαίδευση; Τέλος, μπορούν οι εκπαιδευτικοί να γεύονται τη χαρά της έρευνας και της παραγωγής νέας γνώσης μέσω κάποιων «αντιπροσώπων τους»;

     Η εκπαιδευτική βιβλιογραφία σε όλο τον κόσμο τονίζει ιδιαίτερα το ρόλο της έρευνας. «Για να γίνει η διδασκαλία μια γνήσια επαγγελματική δραστηριότητα, είναι απαραίτητο – μεταξύ άλλων – οι απόψεις και οι πρακτικές των εκπαιδευτικών να θεμελιωθούν πιο γερά πάνω στην εκπαιδευτική θεωρία και έρευνα» (W. Carr, S. Kemmis, Για μια κριτική εκπαιδευτική θεωρία). Ο Elliott είναι απόλυτος. «Δεν μπορεί να υπάρξει εκπαιδευτική έρευνα εάν οι εκπαιδευτικοί δεν παίζουν έναν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της σύνθεσης, της ανάλυσης και της υπόθεσης των λύσεων σε πολύπλοκα εκπαιδευτικά προβλήματα».

     Η άμεση σχέση του εκπαιδευτικού με την έρευνα είναι απόλυτα αναγκαία. «Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στα ευρήματα της έρευνας και στην πρακτική εφαρμογή τους. Αυτή η απόσταση μπορεί να μειωθεί εάν ολοένα και περισσότεροι εκπαιδευτικοί εμπλακούν στην πρακτική έρευνα (έρευνα πράξης) και εάν λύσεις στα προβλήματα της τάξης αναζητούνται σε φυσικό περιβάλλον. Με άλλα λόγια η διδασκαλία και η έρευνα πρέπει να γίνουν συνδραστηριότητες» (G. Verma, K. Mallick, Εκπαιδευτική έρευνα).

     Αν τελικά οι εκπαιδευτικοί λειτουργούν μέσα από το κλασικό σχήμα «καθημερινή προετοιμασία – διαμόρφωση και ανανέωση εκπαιδευτικού υλικού – μετωπική διδασκαλία» για όλη τη διάρκεια της καριέρας τους όπως είναι σήμερα σε γενική εικόνα, τότε έχουν τυποποιήσει τον τρόπο εργασίας τους και ισορροπούν στο κατώτερο πεδίο φιλοδοξίας του επαγγελματισμού τους. Δεν γεύονται τη χαρά της δημιουργικότητας του ερευνητή και νιώθουν τα φορτίο της εκπαίδευσης και της διαπαιδαγώγησης ως μια θεσμική υποχρέωση που τους βαραίνει όλο και πιο πολύ, αφού η τυποποίηση του έργου τους και η υπαλληλοποίηση της δράσης τους δεν περιλαμβάνει το «καινούργιο» ως μια δική τους προβολή!

     Βέβαια θα τεθεί ένα απλό ερώτημα. Είναι δυνατόν όλοι οι δεκάδες χιλιάδες εκπαιδευτικοί να εντρυφήσουν στην έρευνα, όταν οι όποιες θεσμικές εκφράσεις της πολιτείας (μετεκπαίδευση, επιμόρφωση κλπ είναι ελλειμματικές και πάντως πόρρω απέχουν από τη δυνατότητα να καλύψουν τους εκπαιδευτικούς στη διάρκεια της καριέρας τους; Είναι γνωστό ότι το εκπαιδευτικό κίνημα στη μακρόχρονη αγωνιστική πορεία του έχει θέσει το σχετικό ζήτημα σε πρώτη προτεραιότητα για μια καθολική και ποιοτική επιστημονικά επιμόρφωση, έτσι ώστε οι εκπαιδευτικοί να έχουν κατακτήσει τα εργαλεία κάποιας επιστημονικής μεθοδολογίας.

     Αλλά εφ’ όσον η πολιτεία διαχρονικά δεν έχει αξιολογήσει ορθολογικά τις προτεραιότητες για μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και επιδίδεται σε διοικητικά μέτρα και στα χρόνια της κρίσης (περασμένα και προφανώς μελλούμενα) προσδιορίζει την άσκηση της πολιτικής της σε μέτρα περιορισμού και αποδόμησης του εκπαιδευτικού και μορφωτικού ρόλου του σχολείου, δεν θα πρέπει να αναζητηθούν άλλοι τρόποι; Εκτός και αν οχυρωνόμαστε πίσω από τις ελλείψεις των κυβερνήσεων, για να δικαιολογούμε μια παθητική στάση μας… Αλλά στην καθημερινή ζωή τους και στην ουσία οι εκπαιδευτικοί έχουν μπροστά τους μαθητές τους και όχι την πολιτεία και «είναι απογοητευτικό για τους μαθητές να αντιμετωπίζουν έναν εκπαιδευτικό που δίνει την εντύπωση ότι έρχεται από το παρελθόν» (Α. Βερτσέτης, Γενική διδακτική).

     Τι προτείνω; Το εκπαιδευτικό κίνημα με το οργανωτικό και θεσμικό του δίκτυο σε όλη την Ελλάδα (Διδασκαλικοί Σύλλογοι, ΕΛΜΕ, Σύλλογοι Διδασκόντων) να οργανώνουν σεμινάρια για την προαγωγή μεθόδων έρευνας σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, τα οποία υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Το εκπαιδευτικό κίνημα με αυτή την πρωτοβουλία θα αποκτήσει νέα δυναμική στους κόλπους των εκπαιδευτικών αλλά και θα ενισχύσει το κοινωνικό του προφίλ. Άλλωστε, το εκπαιδευτικό κίνημα ιστορικά έχει δύο βασικά πεδία δράσης: της διεκδίκησης και της δημιουργίας. Γιατί κάθε ώρα διδασκαλίας είναι μια ώρα δημιουργίας. «Η διδασκαλία ανήκει στην κατηγορία των πνευματικών έργων όπου το καλό αποτέλεσμα είναι προϊόν έμπνευσης και δημιουργικού οίστρου. Με μια λέξη είναι δημιουργία. Και ο άξιος δάσκαλος δημιουργός» (Ε. Παπανούτσος, Η παιδεία, το μεγάλο μας πρόβλημα).

anthologio.wordpress.com/2018


Αρθρογραφία: Κριτική θεώρηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.