Περί αμφισβήτησης στο σχολείο

Του Νίκου Τσούλια

Η καλλιέργεια της αμφισβήτησης στο σχολείο είναι μια βασική συνιστώσα στο διδακτικό αλλά και στο συνολικό εκπαιδευτικό έργο. Η αμφισβήτηση δεν είναι μια νοοτροπία στείρας άρνησης αλλά μια ενεργητική συμπεριφορά με πλούσιο περιεχόμενο και σαφείς στοχεύσεις. Συνδέεται με την προαγωγή της αυτονομίας των εφήβων και με την ενίσχυση εκείνης της κουλτούρας των που δεν θα επιτρέπει σε κανέναν να τους χειραγωγήσει.

Η αμφισβήτηση δεν είναι αυτοσκοπός και δεν μπορεί να υπάρχει η αντίληψη «αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση». Αντίθετα, είναι συστατικό στοιχείο της ερευνητικής αναζήτησης και της αέναης δημιουργικότητας, της φιλοσοφικής απορίας και του παιδαγωγικού διαλόγου. Οφείλει ως δύναμη αλλαγής και ανατροπής να δημιουργεί το «καινούργιο», να διαστέλλει διαρκώς το σύμπαν της γνώσης, να αναθεωρεί προκαταλήψεις και δογματισμούς, να είναι όχημα κοινωνικής μετεξέλιξης και κοινωνικής προόδου και να αντιστέκεται σε κάθε μορφή εξουσίας, όπως αναδείχτηκε ως κρατούσα αντίληψη στο Γαλλικό Μάη.

Ισχυρίζεται ο μεγάλος διανοούμενός μας, Ε. Παπανούτσος, ότι ο εκπαιδευτικός οφείλει να καλλιεργεί την αμφισβήτηση στους εκπαιδευόμενους αλλά και να την προάγει ως στάση ζωής και, το πιο σημαντικό, να δέχεται και τη δική του αμφισβήτηση εκ μέρους των μαθητών του. Υπάρχει άλλωστε και ένα ισχυρό δεδομένο σ’ αυτή την περίπτωση. Οι έφηβοι και οι νέοι αμφισβητούν πιο έντονα τα πρόσωπα στα οποία έχουν μεγαλύτερη συναισθηματική σύνδεση, γι’ αυτό και βλέπουμε την «πατροκτονία» ως συμβολική λειτουργία να έχει τόσο μεγάλη ισχύ και να συνδέεται με την τάση ανεξαρτητοποίησης των παιδιών από τους γονείς τους. Προφανώς και ο εκπαιδευτικός ανήκει σ’ αυτό το στενό συναισθηματικό και εν τοις πράγμασι ισχυρό κύκλο της αμφισβήτησης.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Είναι εύκολο θεωρητικά να διδάσκεις και να καλλιεργείς την κουλτούρα της αμφισβήτησης, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τη δέχεσαι ως σημείο απόρριψής σου και μάλιστα στο πεδίο που έχεις μια θεσμική κυριαρχία και μια παιδαγωγική ελευθερία. Ωστόσο, εδώ σ’ αυτό τον κύκλο της μεγάλης δυσκολίας έγκειται και η πραγματική έκφραση της ταπεινότητας του εκπαιδευτικού. Άλλωστε δεν είναι μείζων στόχος του εκπαιδευτικού να εκπαιδεύει με τέτοιο τρόπο τους μαθητές του, έτσι ώστε αυτοί να τον ξεπερνούν στο στίβο της ζωής και να μαθαίνει σε ύστερη φάση τις μεγάλες επιτυχίες των πρώην μαθητών του και να τις χαίρεται γιατί είχε και αυτός τη συμβολή του και να τις απολαμβάνει σαν να είναι επιτυχίες των δικών του παιδιών;

Χρειάζεται ταπεινότητα και μεγαλοψυχία αλλά και πραγματική παιδαγωγική αγάπη και ισχυρός μαθησιακός οίστρος για να μπορείς να δεχτείς την αμφισβήτηση ως πρόσωπο. Και φυσικά δεν εννοώ τη συνηθισμένη μορφή αμφισβήτησης που συχνά εκφράζεται στη σχολική αίθουσα με τη μορφή της μη ενεργητικής παρακολούθησης των μαθητών στη διδασκαλία ή πολύ περισσότερο με την ενασχόληση με άλλη δραστηριότητα ή και με την ενόχληση και την παρεμπόδιση της σχολικής λειτουργίας. Όλα αυτά δεν έχουν να κάνουν με την ουσία και με την ομορφιά της αμφισβήτησης και είναι προφανώς παρακμιακές λειτουργίες.

Έχω γευτεί λοιπόν ως εκπαιδευτικός την αμφισβήτηση σε δύο οριακές περιπτώσεις, μία στην αρχή της καριέρας μου – που ήταν και ανούσια κατά τη γνώμη μου – και μία προς το τέλος με ένα ουσιαστικό περιεχόμενο. Η πρώτη εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όταν είχαμε τις μεγάλες καταλήψεις των σχολείων σ’ όλη τη χώρα. Εκεί λοιπόν σ’ ένα λύκειο του Περιστερίου επιχειρώντας να πείσω τους μαθητές να ανοίξουν το σχολείο ένας εξ αυτών – που δεν τον είχα ωστόσο μαθητή – απορρίπτοντας την προτροπή μου μού αντιτάχθηκε με ένα μάλλον ιδεολογικού τύπου τσιτάτο «και εσύ είσαι με το κράτος». Και αυτή η φράση μού αποδόθηκε ενώ είμαστε εμείς οι εκπαιδευτικοί του σχολείου ασπίδα έξω από το σχολικό προαύλιο για να προφυλάξουμε τους μαθητές από την οργανωμένη βία εξωσχολικών προσώπων. Προφανώς ο εν λόγω μαθητής εννοούσε όχι το κοινωνικό κράτος και το κράτος δικαίου αλλά το κράτος της καταστολής και της εξουσίας.

Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται σε ένα φύλλο αξιολόγησής μου, που δίνω κάθε χρόνο εδώ και αρκετά χρόνια στους μαθητές μου προς το τέλος κάθε σχολικής χρονιάς για να κρίνουν το εκπαιδευτικό μου έργο. Σημειώνει λοιπόν ο μαθητής (ή η μαθήτρια) ότι, ενώ φαινομενικά προάγω το διάλογο στην αίθουσα, στην ουσία θέλω και προσπαθώ κάθε φορά να επικρατεί η δική μου γνώμη.

Εδώ υπάρχουν σημεία ταλάντευσης. Αν το σημειώνει μόνο ένας και δεν το σημειώνουν άλλοι, πώς το προσλαμβάνω; Είναι θέμα πλειοψηφικής αναφοράς για να δεχτώ ότι όντως υπάρχει πρόβλημα στην εκ μέρους μου οργάνωση του διαλόγου; Μήπως μεταφέρω τη νοοτροπία της γενικότερης διδασκαλίας – όπου πρέπει να «περάσω» ένα μαθησιακό περιεχόμενο στους μαθητές – και στις ελεύθερες συζητήσεις ή και στη γενικότερη συμπεριφορά μου;

Από τη στιγμή που πέφτουν οι σπόροι της αμφισβήτησης έστω και σε πεδίο εκτός κύριας λειτουργίας σου οφείλεις να αναρωτηθείς και να προβληματιστείς, να κάνεις αυτοκριτική και να αναζητήσεις απάντηση… Αλλά όλο αυτό το σκηνικό δεν είναι μια όμορφη προσφορά της αμφισβήτησης που συνεργεί και στην προαγωγή της αυτογνωσίας;

anthologio.wordpress.com


 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.