Η υπερπροστατευτικότητα βλάπτει!

Του Δημήτρη Χρυσόπουλου*

Τελικά το να συνομιλείς με φίλους σου που πλέον οι αποστάσεις σε έχουν αναγκάσει να μην τους βλέπεις από κοντά, πολλές φορές, εκτός από το να μαθαίνει ο ένας τα νέα του άλλου, δίνουν τροφή για σκέψη σχετικά με ζητήματα που συχνά – πυκνά συναντιούνται στην καθημερινή ζωή.

Ας μην μακρηγορώ όμως. Τρίτη πρωί και στην άλλη άκρη του τηλεφώνου άκουγα τον φίλο μου, όντας συνάδελφος κι αυτός, να μου εξιστορεί το παρακάτω γεγονός. Εν ολίγοις «παιδί κρύβει τη φωτοτυπία που του έχουν βάλει από το σχολείο μέσα στο παπούτσι του γιατί βαριέται να την κάνει… Γυρίζει στο σπίτι και φυσικά η μαμά του τη βρίσκει. Παίρνει τηλέφωνο στο Κέντρο Μελέτης και λέει στις δασκάλες «εσείς φταίτε, δε μπορώ να ρίξω ευθύνη στο παιδί μου»…

Κάπου εδώ αναρωτήθηκα μέσα μου, καθότι μου έχει συμβεί κι εμένα προσωπικά παρόμοιο γεγονός, τελικά τι είναι σωστό να απαντήσεις ως εκπαιδευτικός; Της λες ότι και η ίδια πρέπει να μάθει στο παιδί της να αναλαμβάνει τις ευθύνες του ή της λες συγνώμη την επόμενη φορά θα ψάξω παντού μήπως την έχει κρύψει ξανά…

Να λοιπόν μια βασική διαφορά μεταξύ σωστής παιδαγωγικής τακτικής και υπερπροστατευτισμού… Στη δική μου τουλάχιστον γενιά όχι απλά δε θα σκεφτόμασταν να κάνουμε κάτι τέτοιο, αλλά ακόμα και αν το κάναμε η τιμωρία που θα δεχόμασταν θα ήτανε βαρύτατη… Και θα ήταν βαρύτατη όχι για να μας τιμωρήσει, αλλά για να μας διδάξει ότι πρέπει από μικροί να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των πράξεών μας.

Αποτελεί κοινό τόπο η άποψη ότι η Ελληνίδα μάνα φημίζεται για την αφοσίωση στα παιδιά της. Και η μητρική αγάπη μπορεί να μην έχει όρια, η φροντίδα όμως (πρέπει να) έχει. Μαμάδες κυνηγούν τους 42χρονους γιους τους για να φορέσουν ζακέτα ή τις, επίσης μαμάδες, κόρες τους «να φάνε κάτι». Μαμάδες, κουβαλούν την τσάντα των παιδιών τους, κι ας κοντεύουν να μπουν στο Πανεπιστήμιο. Ή μαγειρεύουν δεύτερο φαγητό γιατί «ο Δημητράκης δεν τα τρώει τα φασολάκια».
Οι υπερπροστατευτικοί γονείς, προσπαθώντας να προστατέψουν τα παιδιά από κάθε τύπου κίνδυνο, καταλήγουν να λειτουργούν κάπως… ευνουχιστικά. Ένα παιδί που έχει μάθει ότι οι ευθύνες διεκπεραιώνονται και οι κίνδυνοι αποκρούονται από τη μαμά και τον μπαμπά, δεν αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες. Δεν μαθαίνει πώς να επιλύει μόνο του ένα πρόβλημα και πώς να λειτουργεί αυτόνομα. Γιατί ένα παιδί να αναπτύξει τη διάθεση και τις ικανότητες να αντιμετωπίζει τα εμπόδια που θα προκύψουν, αν γνωρίζει πως όλα θα διευθετηθούν από κάποιον άλλο;
Όταν όμως βγει απ’ το κλουβί της υπερπροστατευτικότητας κι αντιμετωπίσει τον κόσμο τότε τι θα γίνει; Τότε δε θα υπάρχει κάποιος να του πει «έλα, εγώ είμαι εδώ, μη σκας για τίποτα», θα υπάρχει μόνο μια ζούγκλα με άγρια θηρία έτοιμα να το κατασπαράξουν, γιατί αυτό είναι η κοινωνία, μια κοινωνία που ο γονιός δεν του έδειξε, δεν του την έμαθε και θα πρέπει να τη γνωρίσει μόνο του.

Επιπρόσθετα πρέπει να τονιστεί ότι τα παιδιά δυσκολεύονται να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους καθώς γνωρίζουν ότι οι γονείς τους θα τα μαλώσουν. Ακόμα και στην περίπτωση που έρχονται αντιμέτωπα με τις πράξεις τους, οι δικαιολογίες που σκαρφίζονται είναι ασύλληπτες. Θα πρέπει να έχουμε όμως υπ’ όψιν μας πως το να αναλαμβάνει τις ευθύνες του το παιδί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον του και είναι κάτι που διδάσκεται όπως οι καλοί τρόποι, οι αρχές και η καλή συμπεριφορά. Και είναι ακόμα χειρότερο μέσα σε όλο αυτό να μάθει ο γονιός στο παιδί του όχι μόνο να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες του, αλλά να τις μετατοπίζει κιόλας στους άλλους…

Συμπερασματικά το να αναλαμβάνει κάποιος τις ευθύνες του και να ομολογεί για το φταίξιμό του είναι κάτι που ούτε εμείς οι ενήλικες πολλές φορές δεν κάνουμε, πόσω μάλλον τα παιδιά. Αυτή η έλλειψη αξιών που συναντάμε στους ανθρώπους, όμως, δεν πρέπει να μας περιορίζει από το να προσπαθούμε να μάθουμε στα παιδιά μας να αναλαμβάνουν ευθύνες, να είναι υπεύθυνα, δίκαια και σωστά άτομα σε αυτή την κοινωνία.

Τα παιδιά σέβονται τους ανθρώπους που είναι συνεπείς σε αυτά που λένε. Η υποκρισία και η ασυνέπεια ωθεί τα παιδιά στο να ακολουθήσουν λάθος μονοπάτια δημιουργώντας αποπροσανατολισμό. Στο τέλος, αυτό που βλέπουν και πιστεύουν τα παιδιά, αυτό και γίνονται. Οφείλουμε λοιπόν όλοι μας να γίνουμε το θετικό παράδειγμα που κάθε παιδί θα ήθελε να μοιάσει και που αργότερα με τη σειρά του θα μεταδώσει στις επόμενες γενιές…

*Ο Δημήτρης Χρυσόπουλος είναι φιλόλογος


Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.