Του Νίκου Τσούλια

Η κοινή διαπιστωτική εικόνα της απονομιμοποίησης του σχολικού διαβάσματος, της κρίσης του βιβλίου και της κυκλοφοριακής αφαίμαξης των εφημερίδων έχουν έναν κοινό τόπο, την αμφισβήτηση και την περιθωριοποίηση της μελέτης και της ανάγνωσης. Οι αναλυτές αυτού του φαινομένου ρίχνουν το βάρος της προσέγγισής των κυρίως στην ταχεία ανάδειξη των ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της εικόνας και των τεχνολογικών ευρημάτων. Ισχυρίζονται, με άμεσο και έμμεσο τρόπο, ότι οι νέες πηγές γνώσης είναι πιο γοητευτικές, πιο ψυχαγωγικές και κυρίως πιο αποτελεσματικές. Επιπρόσθετα απαιτούν λιγότερο κόπο και ενέργεια, ενώ ταυτόχρονα δείχνουν μεγαλύτερη συμβατότητα με τις γοργές εξελίξεις των σημερινών και αυριανών εποχών.

Κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη βασιμότητα και την ισχύ αυτών των απόψεων, από τη στιγμή μάλιστα που «διεκδικούν» το ρόλο της κρατούσας θεωρίας για το θέμα μας. Άλλωστε σε μια λογική περίπου του τύπου: σύγκρουση του παλιού με το καινούργιο, σχεδόν εξ ορισμού το ορθό συντάσσεται με το καινούργιο!

Ωστόσο, στο σημερινό κείμενο θα διατυπωθεί μια συμπληρωματική, αλλά εξίσου ισχυρή – κατά τη γνώμη μου – προσέγγιση όσο η προαναφερθείσα και επικρατούσα άποψη. Κατ’ αρχήν στη γενική θεώρηση, οι συγκρούσεις του «παλιού» με το «καινούργιο» δεν είναι απόλυτα μετωπικές ή καθολικής επικράτησης του ενός ως προς το άλλο. Κατά κανόνα, το «παλιό» και το «καινούργιο» αντιπαρατίθενται εν μέρει, συνευρίσκονται επί μακρόν και γονιμοποιούνται με βάση τα δημιουργικά τους στοιχεία. Υπάρχει μια συνέχεια με υπερβατικές τάσεις και μια μετεξέλιξη που τελικά συγκροτούν το νήμα της ιστορικής συνέχειας. Ειδικά στα πολιτισμικά στοιχεία η εν λόγω συνύπαρξη είναι μακρόβια και πολυσύνθετη και δεν υποτάσσεται στην αντίληψη ότι το «καινούργιο» είναι αξιωματικά ορθότερο από το παλιό, με το δεδομένο ότι ο χρόνος θα δικαιώσει το «καινούργιο». Η διδακτική της ιστορίας δείχνει ότι δεν υπάρχει καμιά γραμμική συνέχεια στην ανθρώπινη κοινωνία με προσανατολισμό την ένδειξη «καλό» ή «αγαθό». Άλλωστε, πολλές από τις βαρβαρότητες και τις αθλιότητες διαπράχθηκαν στο βωμό του «καινούργιου».

Πέραν αυτής της γενικής θεώρησης, η οποία έχει σχετική αξία στο θέμα μας, η ουσία της εναλλακτικής σκέψης βρίσκεται αλλού. Έχει δύο όψεις. Πρώτον, γίνεται μια υπερεκτίμηση της νομιμοποίησης και της ισχύος της τηλεοπτικής και εικονικής πραγματικότητας. Απλώς, οι εν λόγω τεχνολογικές πηγές εκπέμπουν αυτό που ανταποκρίνεται στην ιδεολογία της εποχής μας, την ιδιώτευση και τον ατομισμό. Εκπέμπουν άφθονη πληροφόρηση, εν πολλοίς άχρηστη, για σημαντικά και ασήμαντα γεγονότα με έναν τρόπο που ο δέκτης δέχεται τη σημειολογία των συμβαινόντων αμέσως και αυθεντικά και αισθάνεται ότι είναι κοινωνός της τρέχουσας ιστορικότητας. Έτσι ο μοναχικός τηλεθεατής δεν επιζητεί κανέναν ρόλο υποκειμένου για τον εαυτό του, αφού «συμμετέχει» σε τόσα πολλά πράγματα… Άλλωστε, και να ενεργεί με την κοινωνική του θέση σε ένα συγκεκριμένο πεδίο δράσης, ποιο είναι το ενδιαφέρον της δράσης του μπροστά σε τόσα γεγονότα που συμβαίνουν ανά πάσα απειροελάχιστη χρονική στιγμή;

Δεύτερον, πόσο σίγουροι είμαστε ότι γίνεται κάποια «σύγκρουση» όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι το διάβασμα και το βιβλίο δεν είχαν καμιά σπουδαία πέραση στις εποχές μας πριν ακόμα εμφανιστούν οι νέες πηγές; Υπάρχει ένα πολιτισμικό κενό, όσον αφορά την αξία και τη δυναμική της μόρφωσης και της γνώσης, το οποίο φροντίζει να το γεμίζει με τον καλύτερο τρόπο η τηλεόραση παραβιάζοντας κυριολεκτικά ανοιχτές πόρτες. Η κινητήρια δύναμη για το βιβλίο και τη μάθηση ήταν το δόγμα «να αποκτήσουμε δύναμη με τη γνώση και να ισχυροποιήσουμε τη θέση μας στον κόσμο της οικονομίας». Μόλις άρχισε να καταρρέει από τη ροή των εξελίξεων αυτή η προϋπόθεση – αναγκαιότητα, το βιβλίο και το διάβασμα αφορούσαν τελικά κάποιους ειδικούς ή και παράξενους ανθρώπους.

Σε σπάνιες περιπτώσεις, η ανάγνωση αποκτά κάποια αυταξία, ενώ η γενική αντίληψη τη θεωρεί ως μια παθητική διαδικασία που κατά κανόνα υποτάσσεται σε εξωγενείς και αλλότριους συντελεστές. Εδώ έχει γίνει και η αλλοίωση της θέσης του αναγνώστη. Ο αναγνώστης δεν είναι απλώς ένα «αντικείμενο» που συσσωρεύει ξένα ερεθίσματα. Ο W. Booth θεωρεί ότι «ο αναγνώστης κάνει τη μισή δουλειά», αφού η ανάγνωση είναι ο «τόπος» δημιουργικής συνεύρεσης του αναγνώστη με τα συγγραφέα. Αυτή η συνεύρεση μάλιστα δεν έχει μόνο κάποια καθολικά χαρακτηριστικά, αλλά εδράζεται κυρίως σε μια προσωπική ειδική σχέση του κάθε αναγνώστη με το συγγραφέα. Πρόκειται ουσιαστικά για τη σχέση ανάγνωσης και ασυνειδήτου. Την προσεγγίζει με ιδιαίτερα γοητευτικό ύφος ο N. Holand: «Η ψυχαναλυτική θεωρία της λογοτεχνίας στηρίζει την άποψη ότι ο συγγραφέας εκφράζει και μεταμφιέζει παιδικές φαντασιώσεις. Ο αναγνώστης επεξεργάζεται ασυνείδητα το φαντασιακό μέρος του λογοτεχνικού έργου μέσω των δικών του εκδοχών αυτών των φαντασιώσεων. Και είναι ο χειρισμός αυτών των φαντασιώσεων του αναγνώστη και του έργου που οδηγεί στη μερική τους δικαίωση και προσφέρει τη λογοτεχνική τέρψη». Μπορούμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι όσο περισσότερο χαρακτηρίζεται ένα έργο από στοχαστικότητα, ερευνητικότητα και ποιητικότητα, τόσο αναδεικνύει την πολυαναγνωσιμότητά του και εμβαθύνει τις σχέσεις συγγραφέα και αναγνώστη. Το παιχνίδι με τις λέξεις, τις φράσεις, τις έννοιες, τις σκέψεις, τις αναζητήσεις, τα ερωτηματικά που τόσο απλόχερα δίνονται μέσα στο βιβλίο είναι η καλύτερη κατάδυση στο εσωτερικό του εαυτού μας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη φιλαναγνωσία. «Το βιβλίο είναι το παιδαγωγικό μέσο που επιτρέπει στους Ευρωπαίους να τοποθετηθούν μέσα σε μια πολιτιστική κοινωνία που σημαδεύεται από τη διαφορετικότητα των εθνικών και τοπικών πολιτισμών». Θεωρώ ότι το κλειδί της σχέσης πολίτη – διαβάσματος βρίσκεται σε δύο θεσμούς, την οικογένεια και το σχολείο. Και με δεδομένο ότι το παιχνίδι έχει κριθεί μάλλον αρνητικά στην οικογένεια, το βάρος πέφτει στο σχολείο. Εδώ προκύπτει η ανάγκη της παιδαγωγικής του βιβλίου με τις δύο πλευρές της, αφενός να εμπνεύσει τους μαθητές στο διάβασμα και αφετέρου να τους μάθει να διαβάζουν, έτσι ώστε τελικά να νιώθουν την ομορφιά και τη χαρά της πνευματικής επικοινωνίας, της ανθρωπογνωσίας και της αυτογνωσίας.

Απλουστευτικά θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι: Δεν ξέρω πότε επιτυγχάνει απόλυτα τους στόχους του το σχολείο. Ξέρω, όμως, πότε δεν αποτυγχάνει: όταν έχει καλλιεργήσει την αγάπη του παιδιού προς το βιβλίο και το έχει διαπαιδαγωγήσει να διαβάζει σε όλη του τη ζωή.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.