Του Νίκου Τσούλια

      Γενικώς θεωρείται ως μια απόλυτα φυσιολογική κατάσταση η επαναστατικότητα της νεολαίας. Αν δεν έχεις επαναστατική κουλτούρα στα χρόνια της εφηβείας και της αμφισβήτησης, πότε μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Είναι το ερώτημα – απάντηση που προβάλλεται σε όποιον / όποια έχει διαφορετική προσέγγιση στην παραπάνω γενική θεώρηση.

      Αλλά η ουσία του σχετικού ζητήματος είναι – κατά τη δική μου αντίληψη – αλλού, στο ποιο είναι το περιεχόμενο της νεανικής επαναστατικότητας και ποια είναι η εξέλιξή της. Γιατί διαφωνώ πλήρως με μια αντίληψη που ισχυρίζεται ότι ο πολίτης μπορεί να έχει μια κουλτούρα ανατροπής στη νεότητά του και στη συνέχεια και όσο εντάσσεται στο κοινωνικό πεδίο μέσα από την επαγγελματική του διαδρομή και την εργασιακή του αναφορά «μπορεί» να γίνεται πιο μετριοπαθής και πιο συντηρητικός ή και ακραία συντηρητικός.

      Σε μια τέτοια θεώρηση αποδίδεται η όποια επαναστατική αντίληψη του ανθρώπου σε μια ρομαντική ή και αφελή ερμηνεία της ιστορίας, που αφορά μια περίοδο της ζωής μας και που οι παρεμβάσεις της είναι υπό προθεσμία και δεν έχουν κανένα βάθος. Μ’ αυτή την αντίληψη συμπλέει και μια άλλη φαινομενικά αντίθετή της, η οποία «φορτώνει» τη νεανική κουλτούρα της αμφισβήτησης σε μια έντονη και απόλυτη βουλησιαρχία και σε μια υπερεπαναστατική νοοτροπία και οι οποίες τελικά τροφοδοτούν την απογοήτευση και την απόλυτη αντιστροφή – αυτή που συνηθίζουμε να λέμε «180 μοιρών» – στην πολιτική συμπεριφορά. Αν κάποιος κάνει μια μικρή μελέτη ακόμα και στο στενό του περίγυρο, θα διαπιστώσει ότι εκείνοι που γίνονται οι καλύτεροι (και οι πιο πιθανοί) θεωρητικοί του συντηρητικού χώρου ή και πέραν τούτου είναι όσοι θήτευσαν σε υπεαριστερά παραταξιακά σχήματα.

      Η υπερεπαναστατικότητα στους νέους οδηγείται σε μεγάλη έκταση σε συντηρητικά μονοπάτια στο διάβα της ηλικίας για συγκεκριμένους λόγους. Αναφέρω μερικούς. Πρώτον, η κουλτούρα της υπερεπανάστασης αποικίζεται από διάχυτο βερμπαλισμό, από ανώριμη πολιτική σκέψη, από αντικατάσταση του πραγματικού κόσμου από τον κόσμο του παραταξιακού ακροατηρίου, από πλούσιο και τυφλό ακτιβισμό. Πρόκειται για όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν σε αδιέξοδο κάθε πολιτική προοδευτική συμπεριφορά.

      Δεύτερον, οι ομάδες αυτές αυτοαναγορεύονται ως πρωτοποριακές δυνάμεις, ως ηγετικές δυνάμεις που θα καθοδηγήσουν την όποια επανάσταση ή έστω την «απογύμνωση» της κυρίαρχης τάξης. Αυτοπροσδιορίζονται ως ταγοί και ως θεματοφύλακες της καθαρής ιδεολογίας, την οποία αναγκαστικά πρέπει να ακολουθήσουν οι μάζες. Πρόκειται για ένα αυτοαναφορικό κλειστό σύστημα, το οποίο εφάπτεται με τα κοινωνικά δρώμενα μόνο ως μαχητική δύναμη σύγκρουσης με τις δυνάμεις ασφαλείας στα συλλαλητήρια και στις πορείες που οργανώνουν τα κοινωνικά κινήματα και οι συλλογικοί φορείς.

      Τρίτον, στο εσωτερικό των χώρων αυτών επικρατεί πάντα η πιο ρηξικέλευθη πρόταση, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμιά αντίληψη (ούτε και διάθεση) ενός κάποιου ορθολογισμού με τα όποια πολιτικά χαρακτηριστικά τους. Έτσι, αν παρακολουθήσει κανένας τα φοιτητικά αμφιθέατρα, εκείνοι που θα προτείνουν τη μεγαλύτερη μορφή κατάληψης είναι οι «πραγματικοί / αυθεντικοί επαναστάτες» και οι άλλοι μάλλον οι ύποπτοι ή οι ενσωματωμένοι στο σύστημα.

      Τέταρτον, οι πραγματικοί υπερεπαναστάτες δεν είναι ούτε με τη «μάζα» και την ταξική πάλη των αριστερών κομμάτων ούτε με την έννοια των πολιτών και με τις αντιλήψεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας των άλλων κομμάτων. Είναι «μπροστά» απ’ όλους αυτούς, γι’ αυτό δεν πιστεύουν στις μαζικές διαδικασίες (αυτές είναι για τα συστημικά και ενσωματωμένα αριστερά κόμματα…) και στην αρχή της πλειοψηφίας (αυτό είναι αστικό κατάλοιπο…) και η μόνη τους πρακτική είναι η επιβολή της δικής τους άποψης επαναστατικώ δικαίω!

      Μπορούμε να θέσουμε ένα απλό ερώτημα. Όλα αυτά τα χρόνια που έδρασαν τα πολλαπλής μορφής αριστερίστικα και υπερεπαναστατικά σχήματα έχουν προσφέρει τίποτα στη χώρα, στο λαό, στα κοινωνικά κινήματα; Πολύ λίγα πράγματα και ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι λειτούργησαν ως ασπίδα προστασίας των μεταναστών απέναντι στο ρατσισμό και στο φασισμό. Αλλά τόσα χρόνια και δεκαετίες με καταλήψεις επί καταλήψεων στα πανεπιστήμια προσέφεραν τίποτα στη δημόσια εκπαίδευση; Το αντίθετο˙ προκάλεσαν μια υποβάθμιση των σπουδών γενιών και γενιών της νεολαίας και μια κοινωνική απαξίωση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

      Φρονώ ότι αν η όποια επαναστατική διάθεση δεν αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο, αν δεν μετασχηματίζεται σε πραγματική προοδευτική πολιτική πρόταση και αν δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο των κοινωνικών διεργασιών (και όχι νησίδα βολονταρισμού και επαναστατικής γυμναστικής), το μόνο που θα καταφέρνει είναι η αποθήκευση άγονης εμπειρίας των κλειστών ομάδων και η διαχρονική διατήρηση ενός νήματος αντιεξουσιαστικής και ανέξοδης τελικά πολιτικής πρακτικής. Σε αρκετούς δε θα τους δίνει έναν καλό «βιογραφικό», για την όποια συντηρητική μετεξέλιξή τους, αφού θα έχουν και θητεία από τα πάλαι ποτέ αντίπαλα στρατόπεδα.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.