Το κείμενο των Πρεσπών, παρότι παρουσιάστηκε ως «συμφωνία» και «τελική λύση», δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι ένα απλό προσύμφωνο που ορίζει ημερομηνίες μιας διαδικασίας που μπορεί να ολοκληρωθεί σε συμφωνία ή να διακοπεί νωρίτερα. Από τις ορισμένες ημερομηνίες άλλες τοποθετούνται εντός μηνός, άλλες εντός εξαμήνου, άλλες εντός πενταετίας και άλλες εντός απροσδιόριστου χρονικού διαστήματος. Προϋπόθεση για τη μετατροπή του προσύμφωνου σε συμφωνία είναι η κύρωσή του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κάποια στιγμή στις αρχές του 2019. Αν το προσύμφωνο δεν κυρωθεί, εξακολουθεί να ισχύει η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995, τα Σκόπια θα συνεχίσουν ν’ αποκαλούνται με την προσωρινή τους ονομασία (Fyrom) και δεν θα εφαρμοστούν όσα υπογράφηκαν στις Πρέσπες. Επομένως, συμφωνία ακόμα δεν υπάρχει, είναι λάθος να αποκαλούμε τη Fyrom«Βόρεια Μακεδονία» και οι Πρέσπες αποτέλεσαν πολιτική πράξη που μεσοπρόθεσμα δημιουργεί νέα πεδία αντιπαράθεσης και, σε ορισμένα ζητήματα (π.χ. εκπαιδευτικά, πολιτισμικά), εισάγει τις χώρες σε μια περίοδο ατέρμονης διαπραγμάτευσης εις το διηνεκές.

Μέχρι σήμερα, κάθε φορά που Ελλάδα και Fyromσυζητούσαν, από τη μια πλευρά κάθονταν διπλωμάτες από κράτος με αναγνωρισμένο όνομα, με αναγνωρισμένη εθνική ταυτότητα, με Ιστορία και αναγνωρισμένη προσφορά στον Πολιτισμό, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ν.Α.Τ.Ο., μέλος όλων των διεθνών οργανισμών, με σημαντικότατη γεωπολιτική θέση (ειδικά μετά τη ρήξη Τουρκίας-Δύσης ακόμα σημαντικότερη) και με εξίσου σημαντικότατη ενεργειακή θέση μετά τις άδειες εξόρυξης πετρελαίου/φυσικού αερίου που δόθηκαν (νότια της Κρήτης και της Πελοποννήσου) πρόσφατα∙ από την άλλη πλευρά κάθονταν διπλωμάτες από ένα κράτος χωρίς όνομα, χωρίς αναγνωρισμένη εθνική ταυτότητα, με μια ιστορική συνείδηση φαντασιακά κατασκευασμένη, χωρίς επιτεύγματα, χωρίς φωνή στην Ευρώπη, το Ν.Α.Τ.Ο. και τα διεθνή φόρα, με πολλά εσωτερικά και εθνολογικά προβλήματα και με δευτερεύουσα γεωπολιτική θέση, καθότι είναι στρυμωγμένο στο κέντρο της Βαλκανικής μεταξύ τεσσάρων μεγαλύτερων κρατών.

Αν η «συμφωνία» των Πρεσπών κυρωθεί στην Ελληνική Βουλή, η παραπάνω πραγματικότητα ανατρέπεται άρδην προς όφελος της γειτονικής χώρας και εις βάρος της δικής μας. Παρότι η Ελλάδα ξεκινούσε με πολλά και σημαντικά διαπραγματευτικά πλεονεκτήματα, εισέρχεται πλέον σε μια νέα πραγματικότητα «διπλωματικής ισοτιμίας», να διαπραγματεύεται δηλαδή με κράτος αναγνωρισμένο με αναγνωρισμένη ταυτότητα και Ιστορία, μέλος του Ν.Α.Τ.Ο. (αυτό θα συμβεί ανεξάρτητα από την ολοκλήρωση ή όχι της «συμφωνίας») και με σημαντικότερη γεωπολιτική θέση, αφού η δική μας χώρα αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενισχύει πολιτικά και οικονομικά τη γείτονα με ανταλλάγματα είτε ασαφή είτε πολύ μικρότερα από το μέγεθος των παροχών της. Όταν υπάρχουν κράτη που έχουν ήδη ολοκληρώσει ορισμένα από τα 14 ενταξιακά κεφάλαια του Ν.Α.Τ.Ο. ή τα 35 της Ευρωπαϊκής Ένωσης όντας ακόμα πολύ μακριά από την ένταξή τους στους οργανισμούς, είναι απορίας άξιο που η Ελλάδα προσφέρει, χωρίς όρους και ανταλλάγματα, την υποστήριξή της στους Σκοπιανούς που βρίσκονται σε κατάσταση πρωιμότερη από τα κράτη αυτά.

Αν κάναμε μια συζήτηση ανθρωπιστικού ή εκθεσιακού περιεχομένου, δεν θα μπορούσαμε να μη χαιρετίσουμε την αναβάθμιση του γειτονικού κρατιδίου σε επίπεδο εθνικό, πολιτικό και οικονομικό, ακόμα και αν αυτή η αναβάθμιση τυχαίνει να γίνεται εις βάρος των συμφερόντων της δικής μας χώρας. Αλλά στον χώρο των διακρατικών ανταγωνισμών περίπτωση, κατά την οποία χώρα ισχυρή με πολιτικά και οικονομικά πλεονεκτήματα μπαίνει σε διαπραγμάτευση με κράτος αδύναμο υπό πολιτικο-οικονομική κατάρρευση και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης βγάζει χαμένο τον ισχυρό, δεν έχει υπάρξει ξανά! Τουλάχιστον υπό συνθήκες φυσιολογικές.

Για να γίνει αυτό πιο σαφές, αρκεί να συνοψίσουμε τους στόχους που είχε κάθε κράτος. Οι Σκοπιανοί διαχρονικά ζητούν αναγνώριση κράτους με όνομα «Μακεδονία», αναγνώριση «μακεδονικού έθνους», αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας», Ιστορίας και ταυτότητας. Η χώρα μας, δείχνοντας χρόνια τώρα τάση συμβιβασμού στη σύνθετη ονομασία, ξαναμπήκε στις διαπραγματεύσεις, για να πετύχει τη χρήση του σύνθετου ονόματος ergaomnes(εσωτερικά και εξωτερικά του κρατιδίου) και την εξάλειψη όλων των παραγόντων που παράγουν αλυτρωτισμό από την πλευρά των Σκοπίων. Στο φινάλε των διαπραγματεύσεων οι Σκοπιανοί πέτυχαν σχεδόν όλους τους στόχους τους, ενώ οι Έλληνες δεν πέτυχαν ούτε έναν από τους δικούς τους. Όπως θα δείξουμε τις προσεχείς μέρες με νέα άρθρα, η ίδια η «συμφωνία» ακυρώνει defactoτο ergaomnes, ενώ όχι μόνο δεν λύνει το πρόβλημα του αλυτρωτισμού, αλλά το ενισχύει ακόμα περισσότερο! Επιπλέον, με τη «συμφωνία» τα Σκόπια ωφελούνται σε τομείς πολιτικής, κοινωνικής, στρατιωτικής και οικονομικής συνεργασίας, σε αντίθεση με την Ελλάδα που, κατά τις δηλώσεις όσων στήριξαν τη «συμφωνία», «κέρδισε» να «λύσει» ένα πρόβλημα άλυτο για δεκαετίες και να εξασφαλίσει τη σταθερότητα του γειτονικού κρατιδίου… Και όμως, αυτή η «συμφωνία» εδώ παρουσιάστηκε ως «επιτυχής διαπραγμάτευση», ενώ στα Σκόπια παρουσιάστηκε ως «ανεπιτυχής», μόνο και μόνο επειδή οι γείτονες υποχρεώνονται να προσθέσουν στο συνταγματικό τους όνομα έναν επιθετικό προσδιορισμό…

Η επιτυχία ή η αποτυχία μιας διαπραγματευτικής προσπάθειας κρίνεται κυρίως από τρεις παράγοντες: τι μπορεί κανείς να πάρει, τι ζητά να πάρει και τι παίρνει στο τέλος. Η Ελλάδα μπήκε στη συζήτηση έχοντας τη δυνατότητα να πάρει περισσότερα με βάση τα διαπραγματευτικά της πλεονεκτήματα, ζήτησε όμως λιγότερα και τελικά δεν πήρε τίποτε. Αντίθετα, η Fyromμπήκε στη διαπραγμάτευση από θέση μεγάλης ανάγκης λόγω των εσωτερικών της προβλημάτων, μπορούσε να πάρει λίγα ή τίποτε, ζήτησε όμως τα πάντα και τελικά τα πήρε όλα εκτός από την σύνθετη ονομασία που θα παραμείνει μόνο στα χαρτιά, ενώ στην καθημερινή χρήση θα επικρατήσει το σκέτο «Μακεδονία» για λόγους ευκολίας και συντομίας! Κατά συνέπεια μιλάμε για μια διαπραγμάτευση στην οποία, αν υπάρχει κάποιος κερδισμένος, αυτός σίγουρα δεν μπορεί να είναι η Ελλάδα. Ακόμα και αυτοί που «διαπραγματεύτηκαν», παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις τους, γνωρίζουν ότι η «συμφωνία» δεν είναι καλή για την Ελλάδα. Αν πίστευαν ότι η «συμφωνία» είναι συμφέρουσα, θα την είχαν δημοσιοποιήσει πολύ νωρίτερα να την πανηγυρίσουμε και όχι τρεις μέρες πριν την υπογραφή της υπό την προστασία των ΜΑΤ…

Το ότι η χώρα μας εξήλθε, αν όχι χαμένη, τουλάχιστον αποδυναμωμένη πολιτικά, διαπραγματευτικά και ηθικά από τις πρόσφατες συνομιλίες φαίνεται σε δύο ακόμα δεδομένα: τις διαδικασίες που προβλέπει η «συμφωνία» και τις διατυπώσεις που υιοθετήθηκαν. Όσον αφορά τις διαδικασίες, η «συμφωνία» για τη Fyromπροβλέπει ψήφιση στη Βουλή (έγινε), υπογραφή από τον Πρόεδρο (δεν έγινε), ξανά ψήφιση στη Βουλή και προαιρετικό δημοψήφισμα για έγκριση της συνταγματικής αναθεώρησης από τον λαό με παράλληλη δυνητική προκήρυξη εκλογών δημοψηφισματικού χαρακτήρα σε περίπτωση που το δημοψήφισμα βγει αρνητικό. Αντίθετα, για τη χώρα μας προβλέπεται μόνο η κύρωση της «συμφωνίας» στο Κοινοβούλιο εκ των υστέρων και αφού οι Σκοπιανοί θα έχουν ήδη λάβει πρόσκληση για ένταξη στο Ν.Α.Τ.Ο. απ’ όλα τα μέλη της συμμαχίας, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα! Όπως γίνεται φανερό, όταν το κείμενο των Πρεσπών έρθει στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, η Ελλάδα θα έχει να επιλέξει ανάμεσα στην κύρωση της «συμφωνίας», που θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στα εθνικά συμφέροντα, και στη μη κύρωση, που θα διασώσει μεν την εθνική αξιοπρέπεια, όμως θα χρεώσει στη χώρα μας το πολιτικό κόστος της κατάρρευσης των διπλωματικών συνομιλιών και της μη εξεύρεσης λύσης, το γνωστό δηλαδή «blamegame». Προφανώς το δεύτερο κόστος είναι απείρως μικρότερο από το πρώτο, αν και θα φέρει τη χώρα μας σε δυσχερέστερη διαπραγματευτική θέση στις μελλοντικές συνομιλίες.

Όσον αφορά τις διατυπώσεις του κειμένου, είναι χαρακτηριστικές δύο παρατηρήσεις. Μέσα στη «συμφωνία» δεν υπάρχει πουθενά η λέξη «Fyrom» και η λέξη «Μακεδονία» δεν χρησιμοποιείται πουθενά ως αναφορά στην ελληνική περιφέρεια Μακεδονίας. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αυτές οι επιλογές έγιναν, για να μην… ταπεινωθεί το γειτονικό κράτος. Αν βέβαια είχε βάση ο ισχυρισμός, το γειτονικό κρατίδιο υφίσταται μια διαρκή «ταπείνωση» από το 1993 που εντάχθηκε στον Ο.Η.Ε. με την προσωρινή του ονομασία. Αλλά και αν δεχθούμε αυτή την «ευαισθησία» για τους γείτονες, τίποτε δεν φαίνεται να δικαιολογεί την έλλειψη αντίστοιχης ευαισθησίας για τους Έλληνες Μακεδόνες. Όταν οι συντάκτες του κειμένου αναφέρονται στην ελληνική Μακεδονία, χρησιμοποιούν τον όρο «βόρεια περιοχή του πρώτου μέρους». Διαβάζουμε μία «συμφωνία» είκοσι σελίδων και είκοσι άρθρων και η λέξη «Μακεδονία» χρησιμοποιείται άμεσα μόνο σε σχέση με τους Σκοπιανούς και όχι σε σχέση με τους Έλληνες. Με άλλα λόγια, οι συντάκτες του κειμένου αναγνωρίζουν στους Σκοπιανούς το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζονται ως «Μακεδόνες», αλλά τους Έλληνες Μακεδόνες της Βορείου Ελλάδος τους ταπεινώνουν σε μέγεθος έμμεσα υπαρκτό, τους υποβαθμίζουν σε πολίτες λιγότερο ή καθόλου μακεδονικής καταγωγής συγκριτικά με τους «Μακεδόνες» των Σκοπίων. Όταν στις υπογραφές των Πρεσπών ακούστηκε η προσφώνηση του Ζάεφ «Έλληνες και Μακεδόνες», έγινε σαφές ότι αυτή η κραυγαλέα προσβλητική εκφραστική αστοχία εις βάρος του ελληνικού λαού δεν είναι τυχαία. Η «συμφωνία» αναγνωρίζει με σαφήνεια την ψευδεπίγραφη «μακεδονικότητα» των Σκοπιανών, αλλά εμμέσως πλην σαφώς αρνείται την πραγματική μακεδονικότητα των Ελλήνων. Με τις διατυπώσεις της γίνεται προσπάθεια να μην ταπεινωθούν οι Σκοπιανοί, την ίδια στιγμή που ταπεινώνονται οι Έλληνες. Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και το «μήνυμα» που λαμβάνουν οι γείτονες της χώρας μας. Αν η Ελλάδα προχωρά σε τόσο θεμελιώδεις υποχωρήσεις απέναντι στον πιο αδύναμο «παίκτη» της γειτονιάς, τι θα μας ζητήσουν μελλοντικά «παίκτες» ισχυρότεροι όπως η Τουρκία και όχι μόνο;

www.goodnet.gr

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.