Του Νίκου Τσούλια

    Μου έρχονται ξανά και ξανά όλο και πιο εύκολα οι παιδικές μου συνήθειες στο διάβασμα. Ανεβαίνουν στην επιφάνεια της σημερινής μου πραγματικότητας· θέλουν να φύγουν από το καταχώνιασμα του χρόνου. Και τι πιο όμορφο από να τις καλοδεχτώ και να τις απολαύσω παίζοντας με τη γελοιοποίηση που κάνουν στο (δήθεν) πανδαμάτορα χρόνο.

    «Διάβαζα», τις εικόνες βέβαια, πριν ακόμα πάω στο σχολείο (και μάθω να διαβάζω κανονικά) στο εικονογραφημένο βιβλίο «Ο Γύρος του Κόσμου σε 8 ημέρες» του Γουόλτ Ντίσνεϋ και ήταν τόσο έντονο το ενδιαφέρον μου τι θα γίνει στην επόμενη κάθε φορά σελίδα που το ρούφηξα στο άψε σβήσε. «Και τώρα τι κάνω», σκέφτηκα. Μα θα πω στη μάνα μου το νέο και δεν μπορεί, θα χαρεί. Αλλά τότε δεν καταλάβαινα τι ακριβώς συνέβαινε στης φτώχειας τους καιρούς.

    «Ξαναδιάβασέ το», μου έλεγε με τον πιο φυσικό τρόπο και εγώ που δεν ήξερα τι ακριβώς είναι το διάβασμα το «ξαναδιάβαζα» λέγοντας από μέσα μου την ιστορία, όπως τη φανταζόμουνα με τις εικόνες κάνοντας και κάποιες αλλαγές στο καινούργιο κάθε φορά διάβασμά μου για το τι λένε μεταξύ τους οι πρωταγωνιστές της αφήγησης. Κοιτούσα προσεκτικά τα πρόσωπα των αγαπημένων μου ηρώων, τις κινήσεις τους, τις χειρονομίες τους και έπλαθα τη δική μου ιστορία – έτσι κι αλλιώς πώς θα το ήξερε αυτός που το έγραψε;

    Και μετά πάλι «ξαναδιάβασέ το» η μάνα μου, και έτσι χωρίς να το πολυκαταλάβω σκέφτηκα να σημειώνω μια μικρή γραμμή με το μολύβι της μεγάλης μου αδελφής στο τέλος του βιβλίου κάθε φορά που το «διάβαζα». Και όταν έμαθα να διαβάζω, ξανάπιανα το βιβλίο και το μελετούσα ρουφώντας λέξεις και έννοιες τη μια πίσω από την άλλη. Τώρα δεν βιαζόμουνα. Γιατί κάθε φορά που το διάβασμα ήταν ίδιο με τις δικές μου φανταστικές ιστορίες χαιρόμουνα και έλεγα μέσα μου: «που ξέρεις μπορώ να γράφω και εγώ κάποτε βιβλία και να με διαβάζουν τα παιδιά». Και καμάρωνα και χαζολογούσα με τα όνειρά μου. Μα όταν καταλάβαινα ότι η ιστορία του συγγραφέα δεν ήταν ίδια με τη δική μου, θύμωνα. Και ναι θυμάμαι πολύ καλά ότι η δική μου ήταν καλύτερη και ξεθύμωνα που τα «έβρισκα» με τον εαυτό μου και ένιωθα τόσο ευχαριστημένος, γιατί νόμιζα ότι ζούσα το όνειρό μου, ότι γινόμουν συγγραφέας από τόσο μικρός.

    Σκέφτηκα μάλιστα και κάτι άλλο· ότι το βιβλίο δεν πρέπει να είναι γραμμένο μόνο από το συγγραφέα. Κάθε αναγνώστης έτσι κι αλλιώς έχει τη δική του ξεχωριστή ερμηνεία για κάθε ιστορία που διαβάζει. Το έβλεπα όταν έλεγα το νόημα του μαθήματος της Ιστορίας στο σχολείο με τους άλλους συμμαθητές μου. Γιατί λοιπόν να μην υπάρχει ένας τρόπος που στο διάβασμα να έχει βάλει μεν την ιδέα και τη βασική εξέλιξη ο συγγραφέας αλλά κάθε αναγνώστης να προσθέτει και σημεία από τη δική του ζωή;

    Και βλέπω λοιπόν τώρα τις γραμμούλες – εφτά τον αριθμό – και προσπαθώ να φανταστώ τι φανταζόμουνα τότε και αυτοσχεδιάζω και ξαναπλάθω τη δική μου αφήγηση προσπαθώντας να βρω την παιδική ματιά μετά από τόσα και τόσα χρόνια ταξιδεύοντας με τη φαντασία της νοσταλγίας. Και νιώθω μια αγαλλίαση που ξανασυναντώ τη μάνα μου – που δεν υπάρχει εδώ και χρόνια – και αγγίζω τα παιδικά μου όνειρα τώρα που τα πραγμάτωσα και βρέθηκα στην «απ’ εκεί» πλευρά του λόφου· του λόφου που φάνταζε βουνό θεόρατο πιο ψηλό από τον Ερύμανθο του όμορφου ορίζοντά μου που καμιά σκουριά του χρόνου δεν τον διαβρώνει.

    Βρήκα το σπόρο των διαβασμάτων μου, το δικού μου σπόρου, της φαντασίας μου και του αυτοσχεδιασμού μου, του πρώτου «αγγίγματός μου» στον άγνωστο κόσμο. Και ποιος ξέρει ίσως να είναι αυτός που μου χάρισε απλόχερα τόσους και τόσους καρπούς γλυκιάς ζωής και ατέλειωτης ομορφιάς, έρωτα για τα Γράμματα και πάθους για τον άνθρωπο.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.