Το βιβλίο δεν πεθαίνει ποτέ!

Του Νίκου Τσούλια

      Ποτέ δεν κατάλαβε ούτε και μπόρεσε να ερμηνεύσει το πώς άρχισε αυτή η μανία του. Άλλοτε ο νους του πήγαινε στο ότι είχε αρχίσει να διαβάζει πριν ακόμα πάει στο σχολείο γιατί τον είχε μάθει η μεγαλύτερη αδελφή του και τα γράμματα ήταν το πεδίο που ξεχώριζε ως πρώτος, άλλοτε σκεπτόταν ότι ήταν η έλλειψη των βιβλίων στα παιδικά του χρόνια που τον στοίχειωσε για τα καλά και άλλοτε γιατί στοχαζόταν ότι ήταν η φαντασιοπληξία του που την τροφοδοτούσαν τα ίδια τα βιβλία χωρίς τελειωμό, και έτσι είχε μπλέξει εφ’ όρου ζωής…

      Δεν υπήρχαν βιβλία στο φτωχικό του χωριό εκείνες τις εποχές της δεκαετίας του 1960. Μάλιστα νόμιζε τότε ότι βιβλία είναι μόνο τα σχολικά και οι εγκυκλοπαίδειες, γιατί υπήρχε μια τέτοια στο Δημοτικό σχολείο του. Κατάλαβε ότι υπήρχαν εξωσχολικά βιβλία όταν πήγε Γυμνάσιο στο μεγάλο γειτονικό χωριό και πήρε ως βραβείο, γιατί πρώτευσε, το βιβλίο «Οι ανακαλύψεις του Λουί Παστέρ». Αργότερα όταν πήγαινε στις μεγάλες τάξεις του εξατάξιου Γυμνασίου στην πόλη, πήρε κάποια βοηθήματα Φυσικής και Χημείας για να τα διαβάσει για τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Και για να τα αγοράσει έτρωγε πολλές ημέρες κονσέρβες, ντομάτα και μπόλικο ψωμί για να κάνει οικονομία από τα λίγα λεφτά που έπαιρνε την εβδομάδα για τα έξοδά του.

      Μέχρι τότε τα μόνα αναγνώσματα που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι παιδιού κρυφά από τους μεγάλους ήταν περιοδικά: «Ο Μικρός Κάου Μπόυ», «Ο Μικρός Σερίφης», «Ο Μικρός Ήρωας», «Η Μάσκα», «Το Μυστήριο» και τα «Μίκυ Μάους». Δεν τολμούσε να τα διαβάσει ποτέ μπροστά στους γονείς του αλλά δεν έπρεπε ούτε και να το καταλάβουν. Ήταν εξορισμένα, έξω από τη χαμοκέλα, στα καλύβια ανάμεσα στις φτερίνες και στη ράπη, και τα καλοκαίρια στα δέντρα στα χωράφια που πήγαινε με τα πρόβατα και με τα άλλα τα τόσα και τόσα ζώα. Δεν ήξερε τότε ότι υπήρχαν βιβλιοθήκες και ότι τα βιβλία είχαν τη δική τους θέση στα σπίτια…

      Σαν πέρασε στο πανεπιστήμιο στη δεκαετία του 1970 και από τότε που άρχισε να δουλεύει οκτάωρο το βράδυ και είχε μια κάποια σχετική δυνατότητα, τα βιβλία έπαψαν να υπάρχουν μόνο στα όνειρά του. Αγόραζε με μανία. Αγόραζε και για τα προηγούμενα χρόνια… Έμαθε όλα τα στέκια των καλών και των φτηνών βιβλιοπωλείων: στη Σόλωνος, στην Ιπποκράτους, στη Σταδίου, στα υπαίθρια παλαιοβιβλιοπωλεία της Μασσαλίας, στην Κάνιγγος, στο Μοναστηράκι. Όταν έγινε η μεταπολίτευση, το έριξε πιο πολύ στα πολιτικά βιβλία. Τότε στα ανθοφορούντα φοιτητικά αμφιθέατρα αλλά και στις παρέες μετρούσε πάρα πολύ το να έχεις διαβάσει μαρξιστικά και κάθε είδους αριστερά βιβλία. Σημείωνε κάθε φορά στις πρώτες σελίδες τους την ημερομηνία αγοράς και στην τελευταία του την ημερομηνία του διαβάσματος, γιατί τις θεωρούσε ως σημαντικές χρονικές στιγμές αλλαγής της ζωής του που θα τις νοσταλγούσε κάποτε, και πράγματι έτσι πάντα συνέβαινε… Θεωρούσε τα βιβλία ως κάτι ανάμεσα στους ανθρώπους και στα άλλα αντικείμενα. Του είχε κολλήσει αυτή η ιδέα τότε που κατασκεύαζε με τα υλικά της ονειροφαντασίας του τον Κόσμο και δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό του αυτή η εμμονή.

      Και όταν άρχισε την επαγγελματική του καριέρα, καριέρα που “ανέπνεε” μόνο με τα βιβλία και τους μαθητές και τις μαθήτριες, «έγινε ένα» με τα βιβλία. Πήρε και εκδίκηση από τους καιρούς της φτώχειας. Πήγαινε στα μέρη που έκρυβε τα παιδικά περιοδικά και άφηνε βιβλία! Γέμισε το σπίτι του βιβλία. Ήταν ένα βιβλιόσπιτο. Ήθελε να μένει μόνος στο σπίτι για να περιδιαβαίνει τα βιβλία του και να επιστρέφει σ’ όλες τις διαδρομές της ζωής του. Και όσο έμενε μόνος ανάμεσα σε χιλιάδες τίτλους και συγγραφείς, όλο και πιο πολύ στην επικράτεια του βιβλιόκοσμου, άρχισε να σκέφτεται το γράψιμο των δικών του βιβλίων. Ναι, αυτό ήταν ένα όνειρό του μέσα στο άλλο όνειρο, που το γεύτηκε και αυτό. Πάντα ήθελε τα όνειρα να γεννάνε άλλα όνειρα, να είναι πάντα βιβλιοπαρμένος.

      Έφτιαξε τέσσερα βιβλία (μυθιστόρημα, διηγήματα, 2 δοκίμια) με τις πιο καλές του «γραφές» και σε ηλεκτρονική μορφή και σε έντυπη αυτοσχέδιας βιβλιοδεσίας, ως παρακαταθήκη για όποιον μελλοντικό απόγονό του είχε την ίδια μανία με αυτόν, για να τα εκδώσει σε άλλους μακρινούς καιρούς – αν δεν το κάνει τελικά αυτός – και ονειρευόταν ότι θα θεωρηθούν πολύ σπουδαία βιβλία και σκεπτόταν ότι με αυτό το όνειρο θα φύγει από τη ζωή, γιατί πίστευε βαθιά ότι άπαξ και γίνεις βιβλιοπαρμένος είναι μια «περίεργη ιστορία» που υπερβαίνει τα στενά όρια μιας ζωής, γιατί ταξιδεύεις έστω ως η τελευταία κουκκίδα στον αιώνιο κόσμο του πνεύματος…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.