Του Νίκου Τσούλια

      Πολλές φορές τίθεται, άμεσα ή έμμεσα, ένα απλό μα και θεμελιακό ερώτημα στις συζητήσεις: έχει στόχους η οικολογία;

Ενώ, λοιπόν, ο νεότευκτος λόγος της οικολογίας καλωσορίσθηκε αρχικά ως ελπιδοφόρα αντίληψη που θα μας απαλλάξει από τις θηλιές του βιομηχανικού στερεώματος, στη συνέχεια θεωρήθηκε ότι παρουσιάζει «κενά», αφού δεν ευαγγελίζεται κάποιες νέες τάσεις ευδαιμονισμού στην ακόρεστη μανία μας για αέναη πρόσκτηση αγαθών. Με άλλα λόγια, η νομιμοποίηση της οικολογικής αντίληψης δεν μπορεί να γίνει μόνο πάνω στην άποψη της προστασίας του περιβάλλοντος, όταν κινητήρια δύναμη της εποχής μας είναι η μυθολογικοτεχνική αντίληψη.

      Βέβαια αυτό δεν είναι σύμπτωμα μόνο της σημερινής ιστορικής περιόδου, αφού πάντα όλοι οι οραματισμοί και οι ουτοπίες του ανθρώπου εμπεριείχαν στον πυρήνα τους το αξίωμα της «ολοένα και πιο άνετης ζωής». Απ’ εδώ και πέρα αρχίζουν τα δύσκολα. Ποια είναι η φιλοσοφία της ποιότητας ζωής; Μπορεί να ενοποιηθούν όλες οι γεωγραφικές και αναπτυξιακές ενότητες της Γης στον προσδιορισμό του προηγούμενου ερωτήματος; Γιατί, αν στο Βορρά το άγχος ως κύριο σύμπτωμα του καταναλωτισμού, υπονομεύει την αξία και την ομορφιά της ζωής, στο Νότο η πείνα και ο λιμός πλήττουν ευθέως την ίδια τη βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου ακόμα και στις ηλικίες που περισσεύει θεωρητικά τουλάχιστον η ευαισθησία κάθε όντος. Συνηθισμένη λοιπόν η ανθρώπινη ιστορία να γράφεται με τη λογική των αναπτυγμένων χωρών δεν φαίνεται να αναθεωρεί τον τρόπο σύλληψής της, παρόλο που η περιβαλλοντική κρίση επιτάσσει τον ανασχεδιασμό του σημερινού κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης.

      Εκείνο που βάζει τη σφραγίδα στις απανωτές μεταλλάξεις της εποχής μας είναι η έκρηξη της γνώσης. Σε καμιά περίπτωση φυσικά δεν τίθεται θέμα περιορισμού της γνωστικής εξέλιξης του πολιτισμού, το αντίθετο οφείλουμε να επιταχύνουμε την έρευνα και την παραγωγή της γνώσης. Άλλωστε, η γνώση και η επιστημονική έρευνα θεωρούνται – ιδίως από το μαρξισμό – ως απελευθερωτικά στοιχεία του ανθρώπου από την κυριαρχία της φύσης. Η αρχική εμφάνιση μάλιστα του ηλεκτρισμού (που στη συνέχεια άλλαξε το πρόσωπο της Γης) άσκησε μια ιδιαίτερη γοητεία στον Μαρξ. Ο αγώνας λοιπόν της γνώσης προς το άπειρα μεγάλο και προς το άπειρα μικρό είναι γενετικά και συνειδησιακά εγχαραγμένος στην ανθρώπινη υπόσταση και ιδίως στην όψη εκείνη που συνδέεται με την αναζήτηση νοήματος της ζωής. Είναι γνωστό ότι ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση παρεμβάλλεται το σύστημα κοινωνικής οργάνωσης με τους ιστορικούς προσδιορισμούς του και το οποίο τελικά προσδιορίζει το ρόλο του ανθρώπου. Επομένως ο κύριος στόχος της οικολογίας δεν είναι ο διακανονισμός μιας «εξωτερικής συμπεριφοράς» του ανθρώπου προς το φυσικό περιβάλλον, όπως απλουστευτικά έχει επικρατήσει, αλλά η διαμόρφωση μιας ισχυρής ηθικής ικανής να επιφέρει τη δικαιοσύνη στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο επαναπροσδιορισμός των σχέσεων ανθρώπου και φύσης «περνάει» αναγκαστικά από το πολιτισμικό εποικοδόμημά του. Ιδιαίτερα δε σήμερα η διαρκής τεχνολογική επανάσταση θέτει ένα καινούργιο ερώτημα, πώς θα αποφύγει ο άνθρωπος την υποταγή του στα κατασκευάσματά του.

      Ο φόβος της γενικευμένης αλλοτρίωσης του ανθρώπου είναι υπαρκτός, αφού το κεφάλαιο «ενσαρκώνεται πιο έντονα στην τεχνολογία», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Μ.Ν. Ράπτης, και ο παλιός πυρήνας του (η ατομική ιδιοκτησία) έχει πάει προ πολλού περίπατο στο παρελθόν… Αν η ιστορία προσηλωθεί στη θέαση της τεχνολογικής θαυματολογίας, τότε το «μη νόημα της ζωής» (καταπώς το προσδιορίζει ο Carl Gustav Jung) θα υπερισχύσει στο νόημά της και ο μύθος του Σίσυφου θα είναι ο λόγος του ανατέλλοντος τεχνολογικού πολιτισμού.

      Η συνειδητοποίηση από τον άνθρωπο της γενικής οικονομίας της φύσης θα τον κάνει πιο ταπεινό, θα τιθασεύσει τις δαιμονικές του δυνάμεις. Θα τον βοηθήσει να αλλάξει το περιεχόμενο του ανθρωποκεντρισμού σε μια λογική άρσης καταρχήν της αντίληψης ότι ο άνθρωπος δεν είναι το κέντρο του Κόσμου. Το πεπερασμένο των φυσικών πόρων δεν μπορεί παρά να αποτελέσει σημείο του ισχύοντος αναπτυξιακού μοντέλου. Η ιστορία, σύγχρονη και παλιότερη, επιβεβαιώνει δυστυχώς τη ρήση του Μαρξ ότι «οι νέες πηγές πλουτισμού μεταμορφώνονται σε πηγές δυστυχίας», αφού το χάσμα Βορρά – Νότου συνεχώς βαθαίνει και ταυτόχρονα αυτή η διάσταση ευμάρειας – φτώχειας εμφανίζεται όλο και σε περισσότερες περιοχές των αναπτυγμένων χωρών και ιδίως στις μεγαλουπόλεις. Αν λοιπόν κάθε νίκη της τεχνολογίας πληρώνεται με μια ηθική έκπτωση, το μέλλον της ανθρώπινης κατάστασης χάνει ιδεολογική και οραματική αναφορά.

      Η οικολογική αντίληψη δεν είναι συντηρητική, επειδή στοχεύει στη διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος˙ το οποίο ούτως ή άλλως πάντα εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς εκτός οριακών περιπτώσεων. Δεν αρνείται το καινούργιο. Θέλει όμως να το εντάξει σε μια φιλοσοφική εκδοχή, ότι δηλαδή η οικονομία της φύσης δεν μπορεί παρά να συζευχθεί με την κοινωνική ηθική. Η οικολογική αντίληψη είναι βαθιά επαναστατική. Γιατί επιζητεί κάτι που δεν έχει κατορθώσει μέχρι τώρα η ιστορία, την επικυριαρχία της δικαιοσύνης στην ανθρώπινη κοινότητα και την ανάδειξη νοήματος της ζωής στις στοχαστικές αναζητήσεις μας και στη γραφή της ιστορίας μας.

Δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «ΚΛΠ», τ. 3, Δεκέμβριος 1993

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.