Του Νίκου Τσούλια

      Με δεδομένα τον έντονο πολυμερισμό και τη συνεχή εξειδίκευση της σύγχρονης επιστήμης όχι μόνο έχει διασπαστεί η πάλαι ποτέ ενότητα της γνώσης, αλλά και διαμορφώνεται συχνά ένα κλίμα μη συνεννόησης ή και αντιπαράθεσης μεταξύ των ειδικών των διαφόρων τομέων της επιστήμης. Βέβαια αυτό το κλίμα δεν απορρέει από καμιά επιστημονική εκδοχή, αλλά είναι απότοκο της οικονομίας και της πολιτικής και του γενικότερου πολιτισμικού περιβάλλοντος.

      Συγκεκριμένα και με δεδομένο το γεγονός ότι η έρευνα κατά το μεγαλύτερο μέρος της είναι υπόθεση ιδιωτική, χρηματοδοτούνται και προωθούνται εκείνα τα επιστημονικά πεδία που αποφέρουν τα μεγαλύτερα οικονομικά κέρδη στις μεγάλες επιχειρήσεις. Με απλά λόγια οι δυνάμεις της αγοράς και του κεφαλαίου – αφού επέτυχαν μέσα από τις ασκούμενες πολιτικές των χωρών να εξαφανίσουν σχεδόν τη δημόσια μέριμνα της πολιτείας από την έρευνα – έχουν επιβάλλει τους δικούς τους κανόνες όσον αφορά την παραγωγή της νέας γνώσης.

      Οι θετικές επιστήμες γενικά εμφανίζονται μέσα απ’ αυτό το όλο συγκείμενο να έχουν προνομιακή θέση στη σύγχρονη έρευνα, ενώ αντίθετα οι ανθρωπιστικές να θεωρούνται ή ως δευτερεύουσες περιοχές της γνώσης ή λιγότερο σημαντικές. Πρόκειται για μια εξω-επιστημονική και αντικοινωνική και αντιπολιτισμική θεώρηση που έχει επιβληθεί από την κερδοσκοπική κοσμοθεωρία του καπιταλισμού. Είναι γνωστό βέβαια ότι «η επιστήμη παράγει κατά κανόνα ανταγωνιστικές θεωρίες, δηλαδή θεωρίες που εξηγούν φαινόμενα με διαφορετικό τρόπο και αυτό ευνοεί άλλωστε η πολυπλοκότητα της κοινωνικής πραγματικότητας»[i], αλλά στην περίπτωση της αντιπαράθεσης που εξετάζεται έχουμε μια εντελώς διαφορετική στάση. Έχουμε μια οργανωμένη απόπειρα να απομειωθεί ο ρόλος των θεωρητικών / κλασικών επιστημών με μια αντι-επιστημονική θεώρηση περί μη χρησιμότητάς τους!

      Αλλά πέραν αυτής της πολιτικής συμπεριφοράς απέναντι στις δύο βασικές όψεις της επιστήμης, μπορούμε να δούμε συστατικές διαφορές μεταξύ θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών, που προφανώς δεν αναιρούν ούτε και αμφισβητούν την ενότητα της επιστήμης ή την επιστημονικότητα και την εγκυρότητα κάθε περιοχής της γνώσης και έχουν να κάνουν με ενδογενείς ιδιαιτερότητας και κυρίως με ένα κλίμα προκατάληψης.

      Μπορούμε λοιπόν να μελετήσουμε τις επιμέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων της επιστήμης, για να καταδείξουμε αφενός την ενότητα στη γνώση και αφετέρου για να υπερασπιστούμε τον υπέρτατο ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών.

      Στην αρχαιότητα η γνώση αντιμετωπιζόταν με ενιαίο τρόπο και προέβαλλε το πρότυπο του Homo Universalis, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του Αριστοτέλη. Η ύστερη νεωτερικότητα διαμόρφωσε – με το «πρόσχημα» της μεγάλης ποσότητας της γνώσης – εξειδικεύσεις με έναν όλο και πιο έντονο κατακερματισμό του πεδίου του επιστητού.

      Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι θετικές επιστήμες στην περίοδο της νεωτερικότητας εδραιώθηκαν στην επανάσταση της Φυσικής με τους νόμους του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου – που άλλαξαν γενικότερα το «επιστημονικό παράδειγμα» – και στη συνέχεια στη Βιομηχανική επανάσταση που άλλαξε και το ακόμα πιο γενικό «πολιτισμικό παράδειγμα» στην ιστορία. Αντίθετα οι ανθρωπιστικές επιστήμες στηρίζονταν και στηρίζονται εν πολλοίς στο πεδίο της φοβερής ανάπτυξής τους στην αρχαιότητα. Γενικότερη κοινωνική και πολιτισμική αναφορά έχουν στη Γαλλική επανάσταση, που επέφερε και την αλλαγή στην κυριαρχία των κοινωνικών τάξεων από τη φεουδαρχία στην αστική τάξη. Είχαν την παρουσία μεγάλων μορφών του στοχασμού – Καντ, Καρτέσιου κλπ – αλλά δεν γνώρισαν αλλαγή «παραδείγματος» όπως οι θετικές επιστήμες. Αυτό η διαφορά μεταξύ αυτών θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών φαίνεται να βαραίνει ακόμα τις μεταξύ τους σχέσεις.

      Δεύτερο στοιχείο διαφοροποίησής τους είναι η μεθοδολογία στην έρευνά τους. Και εδώ οι θετικές επιστήμες εμφανίζονται να κατακτούν μια νέα τεχνική έρευνας σε σχέση με την ιστορική τους αναφορά στην αρχαιότητα και προφανώς και στον Μεσαίωνα. Υιοθετούνται το πείραμα και οι μετρήσεις στην παραγωγή της γνώσης, ενώ η παρατήρηση, που ήταν το κυριότερο μέσο γνώσης παλιότερα, παραμένει μάλλον σε συμπληρωματικό ρόλο, αν και υπήρχαν περιπτώσεις – για παράδειγμα στην διατύπωση της Εξελικτικής θεωρίας από το Δαρβίνο – όπου έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο. Ωστόσο, η μαθηματικοποίηση της επιστημονικής μεθοδολογίας εκ μέρους των θετικών επιστημών διαμόρφωσε ένα νέο σκηνικό, αφού καθετί που εδραιώνεται στο μαθηματικό λογισμό – εκ παραλλήλου και στο πείραμα – αποκτά επιστημονική εγκυρότητα και εδραιώνεται με έναν σχεδόν απόλυτα τρόπο.

      Οι θεωρητικές επιστήμες «ένιωθαν» μειονεκτικά όσον αφορά αυτό τον τομέα και προσπαθούσαν να αντιγράψουν τις θετικές επιστήμες στη μεθοδολογία. Όμως κάτι τέτοιο ήταν άλλοτε μεν κατορθωτό αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν μπορούσε να γίνει για αντικειμενικούς λόγους. Συγκεκριμένα, στις θετικές επιστήμες και με βάση το οριζόμενο πεδίο αναφοράς τους, οι παράμετροι που εξετάζονταν ήταν λίγες και μπορούσαν να ποσοτικοποιηθούν σχετικά εύκολα. Ας θυμηθούμε απλά και μόνο τους Νόμους της κλασικής φυσικής που διδάσκονται στα σχολεία. Στις θεωρητικές επιστήμες όμως το επισκοπούμενο πεδίο είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορούν να εξαχθούν μαθηματικές φόρμες και συσχετίσεις παραμέτρων με κάποιο «εργαλείο» μέτρησης. Ας αναρωτηθούμε το πώς θα ήταν ποτέ δυνατό να διατυπωθούν συναρτήσεις στην Ιστορία, στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία κλπ.  Αλλά μπορούμε να δεχτούμε έναν περίεργο σωβινισμό εκ μέρους των θετικών επιστημόνων που δεν αποδέχονταν την εγκυρότητα της γνώσης και της έρευνας των θεωρητικών επιστημών, επειδή μόνο και μόνο δεν υιοθετούσαν τη δική τους «μαθηματικοποιημένη» μεθοδολογία; Προφανώς όχι. Και αυτό όχι μόνο για κοινωνικούς και πολιτισμικούς λόγους ή και για λόγους αβρότητας, αλλά για λόγους ουσίας. Γιατί η πολυπλοκότητα του αντικειμένου των θεωρητικών επιστημών αποκλείει εξ ορισμού μια τέτοια αντίληψη. Υπάρχει περίπτωση να ποσοτικοποιηθούν οι μεταβλητές στη μελέτη της Ιστορίας ή της Ψυχής;

      Ας δούμε και μερικά επιμέρους παραδείγματα που μια τέτοια αντίληψη είναι εξόφθαλμη. Η Βιολογία κατατάσσεται τώρα στις θετικές επιστήμες λόγω της έντονης εισαγωγής του πειράματος στις διαδικασίες των ερευνών της. Δεν λογιζόταν όμως πάντα στις θετικές επιστήμες, αλλά αυτό δε σήμαινε ποτέ ότι τα πορίσματά της δεν ήταν έγκυρα. Άλλωστε η μεγαλύτερη θεωρία της, η Εξελικτική Θεωρία, είναι μάλλον μια θεωρία «αφήγησης» παρά θεωρία όπως θα την οριοθετούσε η Φυσική με μια μαθηματική εκδοχή. Δεύτερο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η ερευνητική μεθοδολογία της «ανάλυσης περιεχομένου». Εδώ έχουμε δύο όψεις, την ποσοτική και την ποιοτική. Αν εφαρμοστεί η ποσοτική μεθοδολογία αποκλειστικά ή και μονομερώς ναι μεν θα βγάλει μαθηματικές σχέσεις, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα εξετάζει την πραγματικότητα του ερευνητέου πεδίου και οι γνωρίζοντες την εν λόγω μεθοδολογία κατανοούν πλήρως αυτή την υπεροχή της ποιοτικής ανάλυσης περιεχομένου.

      Είναι επινόηση και μεθοδευμένη κατασκευή λοιπόν η άποψη ότι ο βαθμός μαθηματικοποίησης μιας θεωρίας συνδέεται ανάλογα με το βαθμό της εγκυρότητάς της, αφού πολύ σωστά επισημαίνεται ότι «η μαθηματικοποίηση της γλώσσας της επιστημονικής επικοινωνίας δεν κάνει τα μηνύματα πιο αληθινά»[ii],, αλλά απλώς γίνονται πιο αποδεκτικά από μια αυτοαναφορική θεώρηση μέρους του επιστημονικού κόσμου.

[i] Καζάκος, Π. (2006), Εξηγώντας την κοινωνία, Αθήνα: Πατάκης, σ. 125

[ii] Ziman J. ( 1992 ), Η αξιοπιστία της γνώσης, Αθήνα: Κωσταράκης, σ. 34

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.