Του Νίκου Τσούλια

Κάνουν μέγα λάθος όσοι των επιστημόνων των θετικών τομέων επαγγελματοποιούν την κοινωνική και επιστημονική τους δράση με τρόπο συντεχνιακό και λειτουργούν ως «ομάδα πίεσης» τόσο προς τους ιδιωτικούς χρηματοδότες για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων όσο και προς τους νέους για να επιλέξουν σπουδές με «βέβαιη προοπτική». Πρόκειται για μια παρακμιακή αντίληψη, γιατί διασπούν την ούτως ή άλλως αναγκαία ενότητα της γνώσης και γιατί έτσι λειτουργούν ως χειραγωγημένοι ερευνητές που υπηρετώντας μια θεώρηση στενού επαγγελματικού συμφέροντος μετασχηματίζονται αντικειμενικά σε απλούς υπηρέτες των δυνάμεων της αγοράς.

      Θέλουν να παρακάμπτουν ένα αιχμηρό πρόταγμα της σημερινής επιστημονικής κοινότητας, το αίτημα της διεπιστημονικής έρευνας, το οποίο όμως «απαιτεί την επιστροφή στην ενότητα της επιστήμης»[i] και όχι τον «αγώνα δρόμου» γύρω ως προς το ποιος θα φανεί χρήσιμος στις πηγές χρηματοδότησης και στη συνέχεια να επιζητούνται αρμοί σύνδεσης μεταξύ των επιστημονικών τομέων με όρους ηγεμονίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η εργαλειακή γνώση είναι εύκολα αναλώσιμη, δημιουργεί μεν εύκολα αναφορές στην πραγματικότητα αλλά η προοπτική της είναι περιορισμένη.

      Είναι χαρακτηριστική η τάση των καιρών μας για τη διαρκή εξειδίκευση που συχνά οδηγεί στη γνωστή ρήση «να μάθουμε τα πάντα για το τίποτα». Κάπως έτσι μέσα από το διαρκή επιμερισμό έχουν αναπτυχθεί οι ξεχωριστές κοσμοθεωρίες αλλά και οι επιστημονικές ιδεοληψίες που απομακρύνουν τη γνώση του «Όλου». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα επιβεβαιώνεται μια χαρακτηριστική θεώρηση του Ντέιβιντ Χιουμ (Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση) που ισχυριζόταν ότι «η ανθρώπινη φύση είναι η μόνη επιστήμη του ανθρώπου, όμως μέχρι τώρα έχει παραμεληθεί συστηματικά».

      Ποιο όμως μπορεί να είναι το πλαίσιο μιας συζήτησης για την κατάκτηση μιας σύγχρονης μορφής της ενότητας της γνώσης; «Να ξεκινήσουμε τον τριαδικό διάλογο μεταξύ της αναστοχαστικής γνώσης (φιλοσοφική διάσταση), της εμπειρικής γνώσης (επιστημονική διάσταση) και της γνώσης της αξίας της γνώσης (επιστημολογική διάσταση), ώστε να συγκροτηθεί ο βρόχος της γνώσης της γνώσης που διαρκώς ανατροφοδοτείται με γνώσεις και αναστοχασμούς» (Μορέν, Η Μέθοδος / Η γνώση της γνώσης).

      Με την αναγωγή της επιστήμης (και προφανώς της στενά οικονομίστικης χρησιμοθηρικής επιστήμης) σε «σύγχρονη θρησκεία» (!) ουσιαστικά αναιρείται ο κοινωνικός της και ο διαπαιδαγωγικός της ρόλος. Γιατί η επιστήμη σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί τον καθολικό Λόγο του ανθρώπου ούτε το μοναδικό πεδίο διαμόρφωσης της ευημερίας του. Υπάρχουν η Τέχνη, η Μουσική, η Ζωγραφική, η Λογοτεχνία, η Ποίηση – που συναρθρώνονται επί της ουσίας με την κλασική γραμματεία, με τις ανθρωπιστικές επιστήμες και με τις βαθύτερες αγωνίες του ανθρώπου. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτά και καμιά κοινωνία δεν πρόκειται να προκόψει ανάγοντας τον οικονομισμό σε υπέρτατη κοσμοθεωρία (Worldview).

      Ας μη γελιόμαστε από τη θαυματολογία της τεχνολογίας. Το νόημα της ζωής δεν είναι εκεί. Η γενικευμένη συναισθηματική αποξήρανση και η ψυχική και πνευματική ένδεια του ανθρώπου σήμερα απαιτεί περισσότερο όσο ποτέ άλλοτε την προαγωγή των ανθρωπιστικών επιστημών. Πολύ ορθά ο μεγάλος διανοητής του ανθρώπινου πνεύματος, ο Ράσσελ, διατυπώνει έναν σχετικό προβληματισμό. «Είναι ωστόσο αμφίβολο, αν ένας πολιτισμός, που τόσο εξαρτιέται από την επιστήμη όσο ο δικός μας, θα μπορέσει για πάντα να απαγορεύει τις γνώσεις εκείνες, που μπορούν να αυξήσουν την ανθρώπινη ευτυχία»[ii].

      Το αξιερώτητο και η πιο έντονη επιθυμία του ανθρώπου – ομού με την ερωτική επιθυμία -, η επιθυμία για διαρκή γνώση συναρθρώνουν ένα νόημα για τη ζωή μας, ίσως να είναι και το νόημα της ζωής μας. Αλλά μια τέτοια γνώση δεν είναι η γνώση της εξειδίκευσης – η οποία προφανώς θα υπάρχει λόγω του έντονου επαγγελματικού κατακερματισμού – αλλά η καθολική γνώση, η γνώση που θα προάγει τη μόρφωση και την παιδεία και θα δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να κατανοεί την όλη πραγματικότητα.

      Η αυτογνωσία – που είναι και η βαθύτερη επιδίωξή μας – κατακτάται μέσα από την ενότητα της γνώσης και  βέβαια από τη σύνδεσή της με τον κόσμο της αρετής. «Η επιθυμία να καταλάβουμε απαιτεί να συμβαδίζει η επιστήμη, όπως στην πλατωνική σκέψη, με μια ηθική, μια αισθητική, μια μεταφυσική. Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα όταν δεν προσπαθούμε να τα καταλάβουμε όλα. Αυτό έκαναν οι Έλληνες. Ξέρω πως ήταν εύκολο γι’ αυτούς: τους βοηθούσε ο ενιαίος χαρακτήρας της γνώσης εκείνης της εποχής. Μπορούμε όμως να μάθουμε από τους Έλληνες την επιμονή τους να τα μάθουν όλα, να βρουν τη χαμένη μονάδα, να συνδυάσουν ό,τι είναι σκόρπιο, ό,τι είναι απομονωμένο και διαχυμένο»[iii].

      Η πρόοδος μιας κοινωνίας δεν συναρτάται πρωτίστως από την παραγωγή υλικών αγαθών. Αντίθετα είναι συνυφασμένη με την έννοια της πολιτικής αρετής, με την προαγωγή των ανθρωπιστικών αξιών, «των καθολικότερων των καθολικών αξιών», όπως έλεγε ο Μπουρντιέ»[iv] και με την ανάδειξη του δημοκρατικού ιδεώδους. Είναι αντίστοιχη με το τι κοινωνία και τι πολίτες θέλουμε να δημιουργήσουμε, με την ποιότητα και με το νόημα της ζωής.

[i] Καζάκος, Π. (2006), Εξηγώντας την κοινωνία, Αθήνα: Πατάκης, σ. 296-297

[ii] Ράσσελ (1963), Η αξία της ελεύθερης σκέψης, Αθήνα: Αρσενίδης, σ. 76

[iii] Jacqueline de Romilly (2014), Τι πιστεύω, Αθήνα: Πατάκης, σ. 41

[iv] Bourdieu, P. (2005), για την επιστήμη και τις κοινωνικές χρήσεις της, Αθήνα: Ε.Κ.Κ.Ε. Πολύτροπον, σ. 152

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.