Α΄ Κείμενο: Ομήρου Οδύσσεια, α  ραψωδία (στίχοι 135-170)

τον έπιασε η ντροπή, να στέκει τόσην ώρα στην πόρτα του ένας ξένος.       135

Κοντά της στάθηκε, της έσφιξε το χέρι το δεξί, με τ’ άλλο

πήρε το χάλκινο κοντάρι της, ύστερα την προσφώνησε μιλώντας,

και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:

     «Ξένε μου, καλωσόρισες, έλα να σε φιλέψουμε κι αφού το δείπνο μας

χορτάσεις, τότε μας λες τον λόγο της επίσκεψής σου.»                                 140

     Είπε και τράβηξε μπροστά. η Αθηνά Παλλάδα, λάμποντας τα μάτια,

ακολουθούσε, κι οι δυο τους μπήκαν στο μεγάλο δώμα.

Το δόρυ της μετέφερε, για να το στήσει σε ψηλή κολόνα,

το ‘βαλε μέσα στην καλοξυσμένη θήκη, όπου και τ’ άλλα δόρατα

περίμεναν, άνεργα και πολλά, του καρτερόψυχου Οδυσσέα.                        145

Ύστερα την οδήγησε σε θρόνο να καθίσει, λεπτουργημένο κι όμορφο,

πάνω του απλώνοντας ύφασμα μαλακό, και στήριγμα στα πόδια της

έσυρε το σκαμνί.

Έφερε πλάι της και το δικό του στολισμένο κάθισμα,

παράμερα από τους μνηστήρες, μήπως κι ο ξένος, με τους ξιπασμένους,      150

χάσει το κέφι του και δεν χαρεί το φαγητό.

ήθελε εξάλλου να ρωτήσει και για τον πατέρα του,

που χρόνια τώρα έλειπε στα ξένα.

Τότε μια παρακόρη έφερε νερό, με τ’ όμορφο χρυσό λαγήνι,

τα χέρια τους να πλύνουν, κι έχυνε το νερό από ψηλά                                 155

σ’ ένα αργυρό λεβέτι. μετά τους έσυρε μπροστά γυαλιστερό τραπέζι,

ενώ η σεβαστή κελάρισσα είχε την έγνοια να τους φέρει ψωμί

κι άφθονο φαγητό, ό,τι καλό τής βρέθηκε, να τους ευχαριστήσει.

Στα χέρια του σηκώνοντας ο τραπεζάρχης δίσκους με κρέατα

κάθε λογής, τους τα παρέθεσε, στο πλάι ακούμπησε κούπες χρυσές,            160

και κάθε τόσο ο κήρυκας περνούσε, γεμίζοντας κρασί τα κύπελλά τους.

     Σε λίγο αγέρωχοι οι μνηστήρες μπήκαν κι αυτοί στην αίθουσα,

πήραν με τη σειρά τους θέση σε θρόνους κι αναπαυτικά καθίσματα.

Τότε τους έχυναν νερό στα χέρια οι κήρυκες,

δούλες γεμίζαν με ψωμί πλεχτά πανέρια,                                                       165

έφηβοι τους κρατήρες με πιοτό ξεχείλιζαν,

κι αυτοί τα χέρια τους απλώνουν στο έτοιμο τραπέζι.

Και μόνο όταν κόρεσαν τον πόθο τους με το φαΐ και το πιοτό,

τραβούσε άλλα πια η ψυχή τους: τραγούδι, μουσική, χορό-

συμπλήρωμα απαραίτητο σ’ ένα καλό τραπέζι.                                              170

Β΄ Ερωτήσεις

1.Να αποδώσετε περιληπτικά το περιεχόμενο των παραπάνω στίχων σε πέντε περίπου γραμμές

(4 μονάδες)

2. Γιατί η θεά Αθηνά μεταμορφώθηκε σε Μέντη για να παρουσιαστεί στον Τηλέμαχο; Ποιον όρο χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε τη μεταμόρφωση των θεών σε ανθρώπους;

(4 μονάδες)

3.α) Να βρείτε πολιτιστικά στοιχεία στο παραπάνω απόσπασμα.

β) Ποια διαφορά εντοπίζετε στη συμπεριφορά ανάμεσα στην Αθηνά-Μέντη και στου μνηστήρες

 (6 μονάδες)

4.Στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε τον Τηλέμαχο να φιλοξενεί την Αθηνά-Μέντη. Αφού αναφέρετε το τυπικό της φιλοξενίας να δηλώσετε γιατί οι άνθρωποι της Ομηρικής εποχής έδιναν τόσο μεγάλη σημασία στη φιλοξενία;

(6 μονάδες)

 

Κριτήρια αξιολόγησης
Ραψωδία Στίχοι
α 135-170
ε 221-251
ι 441-506

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.