Του Νίκου Τσούλια

      Αγαπώ τα βιβλία όχι ως φυσικά αντικείμενα που βρίσκονται απέναντί μου ή στα χέρια μου ή ακόμα ως κομμάτια του εαυτού μου αλλά ως απόλυτα αδιαίρετο συστατικό του εαυτού μου – ζάχαρη απλωμένη στο ζυμάρι που πλάθω το είδωλό μου -, που έπαιξε και παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ταξιδιού της ζωής μου, στη δημιουργία του πνευματικού μου κόσμου, στην όποια “ολοκλήρωση” της προσωπικότητάς μου.

      Δεν θα ήμουνα ούτε κατά υποψία αυτό που είμαι αν δεν με είχε ζυμώσει τόσο πολύ το διάβασμα των πάντα επιλεγμένων όμορφων και στοχαστικών βιβλίων. Δεν μπορώ να φανταστώ ούτε καν «κατά κεραία» το πώς θα ήμουνα χωρίς αυτά, το πώς θα ήταν η ζωή μου και το ποιο θα ήταν η εικόνα που θα είχα για τον εαυτό μου.

      Θα αναρωτηθεί κάποιος: μπορεί να είναι λιγότερης σημασίας η επίδραση των ανθρώπων που αγαπάς και σε αγαπάνε, της επαγγελματικής σου δραστηριότητας και της όλης κοινωνικής συμμετοχής σου; Ισχυρίζομαι με πάθος ότι αν και δεν μπορούν αυτά τα στοιχεία (βιβλία, άνθρωποι του «στενού πυρήνα», επάγγελμα εκπαιδευτικού, κοινωνική συμμετοχή) να ιεραρχηθούν μεταξύ τους γιατί είναι απολύτως αναγκαία για τη διαμόρφωση κάθε ανθρώπου, τα βιβλία είναι τα στοιχεία που βαστάνε τον πιο ενεργό ρόλο γι’ όλη τη διαδρομή της συνειδητά βιωμένης ζωής μου.

      Από τα βιβλία ξεκινάει η εδραίωση της γλώσσας, εδώ υφαίνεται το βασικό μέρος της δημιουργίας ερμηνευτικών εργαλείων για την κατανόηση της ζωής και της πραγματικότητας, του Κόσμου και του εαυτού μου. Η σχέση μου με το βιβλίο είναι σχέση ζωής. Τα βιβλία είναι πάντα μαζί μου, από τη στιγμή μου έμαθα να συλλαβίζω μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα είμαι στον αποχαιρετισμό της ζωής. Κανένα άλλο «στοιχείο» από τα προαναφερθέντα δεν είναι παρόντα σ’ όλο το φάσμα του βίου μου.

      Αλλά πέραν τούτου, υπάρχει και κάτι πολύ σημαντικό. Τα βιβλία μοιράζονται στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τον κόσμο της φαντασίας μου και των ονείρων μου, των κρυφών επιθυμιών μου και των μεγαλεπήβολων ή και ανεκπλήρωτων στόχων μου. Κανένας άλλος από τους παράγοντες που συμμετέχουν στο άρρητο «παιχνίδι του εαυτού μου» δεν έχει ανάλογη συμμετοχή.

      Αγαπώ τα βιβλία, γιατί στις πιο δύσκολες περιπτώσεις της ζωής μου δεν προσέφεραν απλά και μόνο κάποιου είδους καταφύγιο, αλλά γιατί κατέδειξαν με τον πιο πειστικό τρόπο ότι η ζωή καθ’ εαυτή και η ομορφιά της υπερβαίνουν τις όποιες δυσκολίες της και ότι πάντα υπάρχουν «τόποι» για να δεις αλλιώς τα πράγματα, για να ερμηνεύσεις με πιο σοφό τρόπο τα γεγονότα. Αγαπώ τα βιβλία γιατί στην καθημερινή ζωή μού διαμορφώνουν έναν κώδικα εξευγενισμένης συμπεριφοράς, με βαστάνε σε μια κατάσταση ψυχικής ηρεμίας και πνευματικής αναζήτησης, και συναντιούνται με τον πάντα ανήσυχο στοχασμό μου, ρητό και άρρητο.

      Αγαπώ τα βιβλία γιατί γεύομαι την πληρότητα του εαυτού μου. Μπορεί κάποιος να δηλώνει ότι είναι ευτυχισμένος επειδή διαβάζει ένα καλό βιβλίο; Μπορεί. Ισχυρίζομαι ότι μπορώ εγώ, και συμβαίνει τόσο εύκολα και τόσο συχνά που απορώ το πόση εύκολη είναι η ευτυχία ή τουλάχιστον αυτό που για μένα είναι ευτυχία, γιατί κάθε λέξη και κάθε έννοια μπορεί να έχουν ένα γενικό περιεχόμενο κοινό για τους ανθρώπους αλλά δεν παύουν να έχουν πάντα και το ειδικό φορτίο και τον απόλυτα ξεχωριστό χρωματισμό που είναι ίδιον χαρακτηριστικό κάθε ανθρώπου.

      Αγαπώ τα βιβλία, γιατί είναι ο μέγας υποκινητής για να γράφω. Γράφω ασταμάτητα, γράφω επαγγελματικά και όχι μόνο, εδώ και δεκαετίες αρκετές. «Επειδή το να γράφεις σημαίνει να αναλαμβάνει ρίσκα, και μόνο έτσι γνωρίζουμε ότι είμαστε ζωντανοί… Επειδή η δημιουργία είναι ιδιότητα του ανθρώπου. Επειδή η δημιουργία σε εξομοιώνει με το Θεό… Για να υπηρετήσω το Συλλογικό Ασυνείδητο… Για να επιστρέψω κάτι απ’ αυτό που μου δόθηκε»[i]. Και το γράψιμο δεν είναι απλή έκφραση του εαυτού μου, είναι δημιούργημά μου και δημιουργός μου. Είναι αντίσταση στη φθορά του χρόνου, είναι στοιχείο αυτοπραγμάτωσής μου. Και πού ξέρεις; Μπορεί να είναι αυτά που θα βοηθήσουν να ξεπεράσω τον ορίζοντα της συμβατικής πορείας μου πάνω στη Γη και να «βρεθώ στα ουράνια», αφού συνεργούν πρόθυμα και ενεργά στην πιο επίμονη και πιο γλυκιά φαντασίωσή μου, να γράψω και εγώ κάποιο βιβλίο, να αφηγηθώ μια ιστορία, να πω το δικό μου «ήταν μια φορά κι έναν καιρό…» που να αφήσει φανερά τα ίχνη του περάσματός μου…

[i] Μ. Άτγουντ (2005), Συνομιλώντας με τους νεκρούς, Αθήνα: Ωκεανίδα, σ. 23 – 25

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.