Του Νίκου Τσούλια

      Πάντα θα είναι μια φράση που θα λέγεται με περίσκεψη και με αναστοχασμό, μια φράση που θα ακολουθείται από σκέψεις επί σκέψεων άλλοτε με μελαγχολική νοσταλγία για το χθες και άλλοτε με θαυμασμό στο σήμερα. Είναι μια φράση – ομολογία αλλά και μια απορία των τόσων και τόσων ανατρεπτικών συμβάντων που συμβαίνουν στη ζωή του ανθρώπου.

      Οι καιροί των σημερινών εποχών μας αλλάζουν πολύ γρήγορα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γεφυρώσει το χθες με το σήμερα και μερικές φορές νιώθει τόσο μακρινό και ομιχλώδες το παρελθόν που αναρωτιέται αν έχει ζήσει το «άλφα» ή το «βήτα» περιστατικό. Αλλά όλη αυτή η μεταβλητότητα δεν έχει να κάνει με μια άκαμπτη πραγματικότητα, με μια αντικειμενικότητα που απλώς περνάει μπροστά από τα μάτια μας. Συνδέεται πολλαπλά με τη δική μας εν πολλοίς απροσδιόριστη υποκειμενικότητα, με τις ποικίλες προσλαμβάνουσές μας και με την ατέλειωτη φαντασιοχώρα μας. Και είναι όλο αυτό το ευμετάβλητο σκηνικό που δεν αφήνει σε ησυχία τη σκέψη μας, αλλά τουναντίον την παροτρύνει να γίνεται όλο και πιο χαοτική και πιο δημιουργική, να αυτοσχεδιάζει και να μην έχει ησυχασμό.

      Ας παραπονιόμαστε για την ανατρεπτικότητα των εποχών. Ποτέ δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε τη σταθερότητα και την αμεταβλητότητα, την ακινησία και το πάγωμα της ιστορικότητας. Είμαστε εμείς, ο πολιτισμός μας που ανασχεδιάζει διαρκώς το σκηνικό της ζωής, που φτιάχνει όλο και πιο νέους κόσμους. Και αυτό όχι απλά και μόνο γιατί ο άνθρωπος γνώρισε κάθε γωνιά του πλανήτη μας και έχει ψυχολογική ανάγκη να βρίσκει και να δημιουργεί διαρκώς νέους κόσμους, αλλά και γιατί η συνείδησή του είναι «φύσει» ανήσυχη και αναζητητική, διαρκώς απορούσα και καθολικά επαναστατική.

      Ένα σκηνικό που δεν θα ήταν πάντα υπό ανακατασκευή θα διαμόρφωνε μια εικόνα τυραννίας και καθήλωσης, θα οδηγούσε τον άνθρωπο στο τέλμα και θα τον έσπρωχνε προς τους σκοτεινότοπους της ζωικής καταγωγής του. Τι και αν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε και να αφομοιώσουμε τα τόσα και τόσα που συμβαίνουν στη διάρκεια της ζωής μας; Άλλωστε είναι μια πρόκληση διαρκούς πνευματικής ετοιμότητας να διαμορφώνεις ένα ευρύ γνωσιακό στερέωμα και μια ισχυρή κριτική σκέψη για να ερμηνεύεις και να επανερμηνεύεις το ρευστό περιβάλλον.

      Και είναι ένα παιχνίδι της συσσωρευμένης ηλικίας η παλινδρόμηση ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα, μια γλύκανση της πίκρας, που έρχεται τόσο αναπόφευκτα και απειλητικά με την αδυναμία τού να κάνεις όνειρα. Το συγκριτικό παιχνίδι ανάμεσα στο τότε και στο τώρα σού δίνει τη δυνατότητα να μακραίνεις τη ζωή σου, αφού έχουν γίνει τόσες και τόσες ανατροπές που το τότεαποκτά φοβερά απόμακρη θέση και συχνά αναρωτιέσαι αν πράγματι έγιναν τόσα πολλά. Αλλά το τίμημα εμφανίζεται οδυνηρό. Αν κοιτάζεις συνέχεια πίσω, διατρέχεις τον κίνδυνο να χάσεις κάθε δυνατότητα για να φτιάχνεις καινούργιους δρόμους, γιατί «δεν μπορούμε να φτάσουμε στο μέλλον κινούμενοι πάνω στις σιδηροτροχιές του παρελθόντος» (Πόππερ).

      Αλλά αν η ζωή μας είναι μια οδύσσεια που οι περιπέτειές της είναι υπό διαρκή ερμηνεία, πώς μπορούμε να καταλαγιάσουμε την ανησυχία μας με μια σαφή κατανόηση; Γνωρίζουμε ότι η μνήμη δεν είναι αθώα˙ δεν είναι πάντα ασφαλής στα μηνύματά της. Οι μάγισσες των φαντασιώσεων ξεπηδάνε από παντού, συχνά και με δική μας προτροπή. Και το όλο σκηνικό δεν είναι αφομοιώσιμο. «Η φανταστική εκδοχή κάποιου γεγονότος, την οποία πιθανώς ανακατασκευάζουμε συνεχώς με το μυαλό μας, μπορεί να υπερισχύσει απόλυτα»[i]. Εδώ γίνεται ένας ξεχωριστός αγώνας. Ο αγώνας της θύμησης δεν είναι μόνο για μια γλυκιά νοσταλγική περιπλάνηση, περιλαμβάνει μυθολογίες και «δράκους», «λύκους» και λανθασμένους δρόμους επιλογής μέσα στο πυκνό και σκοτεινό δάσος… Πρέπει να παλέψουμε με φαντάσματα υπαρκτά που περιπλανούνται ανάμεσα στη λήθη και στην πραγματικότητα, ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Θα είναι η συνείδησή μας πάντα παρούσα και ενεργή; Θα είμαστε στη θέση του βασιλιά Ερρίκου; «Οι άνθρωποι, όταν γερνούν, ξεχνάνε˙ ωστόσο, όλα μπορούν να ξεχαστούν, μα εκείνος πάντα θα θυμάται, και μάλιστα καλύτερα από πριν, τι κατορθώματα έκανε τη μέρα εκείνη…» (Ερρίκος Ε΄, Σαίξπηρ).

      Υπάρχει και άλλο πρόβλημα, εκείνο της ταυτότητας. Είμαι εγώ ο ίδιος στο τότε και στο τώρα; Ποια είναι η ταυτότητά μου, είναι ενιαία ή βρίσκεται υπό συνεχή αναδημιουργία και ποτέ δεν οριστικοποιείται; Και η απόκλιση της ταυτότητας ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, μπορεί να είναι χαοτική. Μπορεί το τότε να αναφέρεται σε ένα αγαθό παιδί που κάθεται ήσυχα – ήσυχα στη γωνιά του και το τώρα να εκφράζεται με έναν στυγνό δολοφόνο. Μπορεί το τότε να περιλαμβάνει ένα παιδί δυσλεξικό με προβλήματα στο σχολείο και στο τώρα να έχει εξορυχτεί διαμάντι επιστημονικό (Αϊνστάιν). Ποια είναι η ταυτότητα σ’ αυτές τις περιπτώσεις;

      Ο Λοκ είχε απασχοληθεί με αυτό το μείζον φιλοσοφικό και ενός εκάστου προσωπικό / υπαρξιακό πρόβλημα. Αναρωτήθηκε, «τι με κάνει να είμαι σήμερα το ίδιο πρόσωπο που ήμουν και πριν από 30 χρόνια»; Έδωσε μια απάντηση, ότι «η ταυτότητα εξαρτάται από τη συνέχεια του νου και της μνήμης». Αλλά πόσο ισχυρή είναι αυτή η συνέχεια και από πόσες περιπέτειες μπορεί να περάσει αλώβητη ή έστω χωρίς σοβαρές απώλειες, για να διατηρεί μια ενότητα στην υπό συνεχή ανακατασκευή ταυτότητά μας;

[i] D. Edmomds & J. Eidinow (2004), Η οργή του Βιττγκενστάιν, Αθήνα: Πατάκης, σ. 238

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.