Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να καταδείξει τον διαχρονικό χαρακτήρα των Βατράχων ως μία πολιτική κωμωδία, πρόδρομη των σύγχρονων σατιρικών θεαμάτων, που στόχο έχει να σατιρίσει, να διακωμωδήσει,  να διασκεδάσει, να περάσει πολιτικά μηνύματα και πιθανόν να προπαγανδίσει. Η αρχαία πολιτική κωμωδία, ως είδος στο οποίο ανήκουν και οι Βάτραχοι, ασκεί σκληρή κριτική στα κακώς κείμενα μιας κοινωνίας και υπόσχεται, όπως ακριβώς και η σύγχρονη σάτιρα, την αναζήτηση της αλήθειας για χάρη των πολιτών. Μέχρι πού φτάνει, όμως, η αντικειμενική αλήθεια και εμφανίζεται η υποκειμενική οπτική και το πιθανόν ψέμα;

Ήταν χειμώνας του 405 π.Χ όταν οι Αθηναίοι συνέρρεαν στο υπαίθριο θέατρό τους για να παρακολουθήσουν, με αφορμή τη γιορτή των Ληναίων, τρεις νέες κωμωδίες: τη λογοτεχνική κωμωδία Μούσες του Φρυνίχου, την πολιτική κωμωδία Κλεοφών του Πλάτωνα και την πολιτική κωμωδία Βάτραχοι του Αριστοφάνη. Το βραβείο πήγε στον Αριστοφάνη και στους Βατράχους του, οι οποίοι, χάρη στη μεγάλη εντύπωση που προκάλεσαν στο κοινό τους, έλαβαν την τιμή μιας δεύτερης παράστασης. Πού οφείλεται, όμως, η τεράστια επιτυχία των Βατράχων; Και για ποιούς λόγους οι Βάτραχοι εξακολουθούν να είναι επίκαιροι ακόμη και στην εποχή μας;

Ενδιαφέρον, αρχικά, παρουσιάζει μια σύντομη αναφορά στο κοινωνικό και πολίτικο υπόβαθρο της εποχής που ανέδειξε τους Βατράχους ως την πιο δημοφιλή πολιτική κωμωδία. Βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή για τους Αθηναίους. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, έχοντας κλείσει ήδη 25 χρόνια, εξακολουθεί να μαίνεται. Οι Αθηναίοι, επηρεασμένοι από τη μεγάλη νίκη στη ναυμαχία στις Αργινούσες, αποφασίζουν να εντείνουν τις στρατιωτικές τους ενέργειες. Η οικονομική κατάσταση της πόλης είναι τραγική. Οι Πελοποννήσιοι κατέχουν την αττική γη και εμποδίζουν  την τροφοδοσία των Αθηναίων, ενώ την ίδια στιγμή η υποτίμηση του νομίσματος και ο πληθωρισμός κάνουν την καθημερινότητα ακόμη πιο ανυπόφορη. Η ψυχολογία των πολιτών, οι κοινωνικές παροχές και η ασφάλεια δέχονται σοβαρό πλήγμα και βρίσκονται σε κατώτατα επίπεδα.

Παράλληλα, η πολιτική κατάσταση είναι ταραχώδης. Την αποτυχημένη ολιγαρχική μεταπολίτευση του 411 διαδέχεται η έντονη διαμάχη μεταξύ ολιγαρχικών και δημοκρατικών. Ακόμη, εντείνεται η φιλονικία αυτών που επιθυμούν τη συνέχιση του πολέμου και αυτών που αγωνίζονται για την ολοκλήρωσή του. Ο πόλεμος κάνει ακόμη πιο έντονο το χάσμα πλούσιων και φτωχών και αναζωπυρώνει τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Μέσα από τις ποικίλες πολιτικές αναταράξεις τρείς πολιτικοί καταφέρνουν να ξεχωρίσουν: ο υποστηρικτής του πολέμου Κλεοφών, ο μετριοπαθής Θηραμένης και ο αριστοκράτης Αλκιβιάδης. Η κρίση των ηθικών αξιών αποτελεί αναπόφευκτο κακό, που έρχεται να προστεθεί στα δεινά των Αθηναίων. Υπό την επίδραση του κινήματος των Σοφιστών παραδεδομένες ηθικές αξίες και πεποιθήσεις αμφισβητούνται, ενώ το θρησκευτικό συναίσθημα γίνεται δέκτης ποικίλων αμφιβολιών και αντιρρήσεων.

Οι κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες της εποχής δίνουν, επομένως,  πλήθος ερεθισμάτων σ’ έναν ικανό κωμωδιογράφο, όπως ο Αριστοφάνης, να συνθέσει μια πολιτική κωμωδία, η οποία θα σατιρίζει πρόσωπα και καταστάσεις και θα διασκεδάζει το κοινό του. Οι Βάτραχοι ως μία φιλόδοξη σατιρική κωμωδία υπόσχεται ακριβώς αυτό: έντονη σάτιρα, σκληρή κριτική και ταυτόχρονα στιγμές γέλιου.

Ο Αριστοφάνης, βλέποντας την καθημερινή πίεση των Αθηναίων, κρίνει σκόπιμο να απομακρύνει για λίγο τους θεατές του από το σκληρό παρόν και να τους μεταφέρει σε έναν άλλον κόσμο-στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο του Άδη, έναν κόσμο θλιβερό μεν, διασκεδαστικό δε μέσα από την κωμική ματιά του ποιητή. Εν ολίγοις η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι ο θάνατος του Ευριπίδη και του Σοφοκλή προκαλούν έντονη ανησυχία στους διανοούμενους της εποχής. Ο Διόνυσος μεταμφιέζεται σε Ηρακλή και μαζί με τον δούλο του, τον Ξανθία, αποφασίζουν να μεταβούν στον Άδη, για να επαναφέρουν στον πάνω κόσμο τον μεγάλο τραγικό ποιητή Ευριπίδη. Μετά από ένα πλήθος κωμικοτραγικών παρεξηγήσεων, συναντήσεων και συμβάντων, μεταφερόμαστε στο σπίτι του Πλούτωνα, όπου ο Ευριπίδης και ο Αισχύλος ετοιμάζονται να διεξάγουν έναν λογοτεχνικό αγώνα, για να κριθεί ποιός από τους δυο είναι πιο κατάλληλος να κατέχει τον μεγάλο θρόνο της τραγωδίας. Ο Διόνυσος αποφασίζει να μπει ο ίδιος κριτής του αγώνα. Μετά από πολλές αντιπαραθέσεις μεταξύ των δύο ποιητών, ο Διόνυσος απευθύνει στους δύο διαγωνιζομένους ερωτήσεις που αφορούν το μέλλον της πόλης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και εν συνεχεία αποφασίζει υπέρ της επαναφοράς του Αισχύλου στον πάνω κόσμο προκαλώντας την αγανάκτηση του Ευριπίδη.

Προφανώς, η υπόθεση του έργου είναι φανταστική με έντονο το παραμυθικό στοιχείο. Ο Αριστοφάνης, ωστόσο, σ’ αυτό το απόκοσμο και έντονα υπερρεαλιστικό περιβάλλον καταφέρνει να εντάξει ποικίλες αναφορές, συνήθως χιουμοριστικές και σατιρικές, σχετικά με την κοινωνική και πολιτική ζωή της Αθήνας. Κατ’ αρχάς, πολλές είναι οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί για τους συμβολισμούς του μασκαρεμένου σε Ηρακλή θεού Διονύσου. Είναι προφανές ότι η εικόνα του μεταμφιεσμένου και φοβητσιάρη Διονύσου, που εξαρτάται από τον δούλο του και χλευάζεται ποικιλοτρόπως καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου, κάθε άλλο παρά εγκωμιαστική μπορεί να είναι για έναν Ολύμπιο θεό. Ποιόν όμως θέλει να αναπαραστήσει ή καλύτερα να γελοιοποιήσει ο Αριστοφάνης; Μήπως τον μέσο Αθηναίο πολίτη, μήπως τους διανοούμενους που ταράχτηκαν υπερβολικά από τον θάνατο του Ευριπίδη ή μήπως την επίσημη θρησκεία;

Επίσης, στον στίχο 415-416: Βούλεσθε δῆτα κοινῇ σκώψωμεν Ἀρχέδημον (μτφρ: Βέβαια θα θέλατε μαζί να περιπαίζουμε τον Αρχέδημο), διακωμωδείται ο Αρχέδημος, γνωστός δημαγωγός της εποχής, που απέκτησε εξουσία από το 406  και ανήκε στην ομάδα αυτών που απαιτούσαν τη δίκη των στρατηγών μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες. Στον στίχο 797: καὶ γὰρ ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται (μτφρ: γιατί βέβαια με τη ζυγαριά θα ζυγιστεί η μουσική), ο Διόνυσος αποφασίζει να μετρήσει την ποιητική τέχνη πάνω σε ζυγαριά. Ίσως πρόκειται για κάποιον υπαινιγμό εκ μέρους του Αριστοφάνη στον υλισμό της εποχής. Στους στίχους 1422-1423: πρῶτον μὲν οὖν περὶ Ἀλκιβιάδου τίν᾽ ἔχετον/ γνώμην ἑκάτερος; πόλις γὰρ δυστοκεῖ (μτφρ: Πρώτα λοιπόν, σχετικά με τον Αλκιβιάδη, τι γνώμη έχετε ο καθένας, γιατί η πόλη βρίσκεται σε δύσκολη θέση), ο Διόνυσος ρωτά τους δύο διαγωνιζομένους ποιά η γνώμη τους για τον Αλκιβιάδη. Ο Αριστοφάνης φροντίζει να εντάξει στην κωμωδία του έστω μία αναφορά στο πρόσωπο του Αλκιβιάδη, που απασχολεί την κοινή γνώμη της εποχής σε αρκετά μεγάλο βαθμό και να κάνει μάλιστα φανερό το δίλημμα που επικρατεί αναφορικά με το πρόσωπό του για το αν τελικά είναι καλό για την πόλη να επιστρέψει ο Αλκιβιάδης από την εξορία ή όχι. Στο απόσπασμα 1492-1496: χαρίεν οὖν μὴ Σωκράτει /παρακαθήμενον λαλεῖν, ἀποβαλόντα μουσικὴν /τά τε μέγιστα παραλιπόντα/ τῆς τραγῳδικῆς τέχνης (μτφρ: Καλό λοιπόν είναι να μην συνομιλήσεις με τον Σωκράτη, καθισμένος δίπλα του, καταστρέφοντας τη μουσική και εγκαταλείποντας τα πιο σημαντικά της τέχνης της τραγωδίας) ο Αριστοφάνης σατιρίζει τον Σωκράτη χαρακτηρίζοντάς τον σχολαστικό, αλαζονικό, εχθρό των αξιών στη θρησκεία και την εκπαίδευση. Ίσως δεν φανταζόταν ο κωμικός ποιητής ότι η σάτιρα του θα έβαζε το δικό της λιθαράκι στις κατηγορίες που τελικά οδήγησαν στην καταδίκη του φιλοσόφου το 399 π.Χ.

Σε ποιό σημείο, όμως, φτάνει η αντικειμενική κοινωνική σάτιρα του Αριστοφάνη και αρχίζει η πολιτική χειραγώγηση; Ο Αριστοφάνης έχοντας διακωμωδήσει αρκετά έναν μεγάλο αριθμό κοινωνικών, πολιτικών και όχι μόνο καταστάσεων της Αθήνας κρίνει σκόπιμο να αφήσει για λίγο τις χιουμοριστικές του ατάκες και να μιλήσει σοβαρά για την πολιτική  της πόλης του εκφράζοντας την προσωπική του γνώμη. Και τότε έρχεται η παράβαση να επιτελέσει τον δικό της- όχι και τόσο αθώο- ρόλο.

Σ’ ένα πρώτο- και ιδανικό- θα λέγαμε επίπεδο ο Αριστοφάνης είναι ένας δραματικός ποιητής, που επιδεικνύει ρεαλιστικό πολιτικό ενδιαφέρον και μιλά ως ένας απλός πολίτης, που επιθυμεί τη βελτίωση της ζωής όλων και όχι ως υποστηρικτής κάποιου κόμματος. Σε ένα δεύτερο, ωστόσο, και ίσως πιο ρεαλιστικό επίπεδο, ο Αριστοφάνης ως υποστηρικτής της ολιγαρχικής παράταξης, με πρόφαση τη διασκέδαση και το χαλαρό κλίμα, βρίσκει την ευκαιρία, μετατρέποντας το έργο του σε μέσο πολιτικής προπαγάνδας, να προωθήσει τα πιστεύω του, να εξυπηρετήσει συμφέροντα και να κατευθύνει πολιτικά το κοινό του.

Αρκεί στο σημείο αυτό να ρίξουμε μια ματιά στην παράβαση[i] του έργου, για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας! Ενδεικτικά (μεταφρασμένα) αποσπάσματα της παράβασης του έργου είναι τα εξής:

687-688: Γι’ αυτό πρώτα μου φαίνεται ότι πρέπει να ελευθερώσουμε τους πολίτες από τις πολιτικές ανισότητες και να τους απαλλάξουμε από τον φόβο του πολέμου…….

692: Και ισχυρίζομαι ότι δεν πρέπει κανείς να χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα στην πόλη….

700-703: Αφού η οργή σας, εσάς των γνωστικών, μαλακώσει, με τη θέλησή μας όλους τους ανθρώπους ας κάνουμε συγγενείς μας και πολίτες με τα ίδια δικαιώματα, όποιον τυχόν μαζί μας πολεμά….

Στους συγκεκριμένους στίχους ο χορός, ως εκπρόσωπος του Αριστοφάνη, υπερασπίζεται τους Αθηναίους που τους αφαιρέθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, επειδή είχαν συνταχθεί με τους ολιγαρχικούς. Πρέπει να αποκατασταθεί άμεσα ο πολιτικός τους ρόλος στην κοινωνία. Πρέπει να υπάρξει μια γενική αμνηστία, ώστε οι Αθηναίοι πολίτες ενωμένοι να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα του πολέμου.

Παρατηρούμε ότι στην παράβαση ο Αριστοφάνης αποφεύγει τις χυδαιότητες  και υιοθετεί ένα πιο επίσημο ύφος. Ανεξαρτήτως πάντως από το αν ο Αριστοφάνης υπηρετεί ή όχι πολιτικά συμφέροντα, από τη στιγμή που εκφέρει τη γνώμη του ξεκάθαρα, απογυμνωμένη από τα οποιαδήποτε σατιρικά και κωμικά τερτίπια, αυξάνονται οι πιθανότητες να θέλει να επηρεάσει πολιτικές αποφάσεις και να διαμορφώσει πολιτικές συνειδήσεις.

Ερχόμενοι στην εποχή μας, παρατηρούμε ότι οι ομοιότητες με την εποχή των Βατράχων είναι τουλάχιστον αξιοσημείωτες. Η κοινωνική, οικονομική και ανθρωπιστική κρίση έχει κάνει και πάλι την εμφάνισή της και οι σύγχρονοι ‘Αριστοφάνες’ έχουν αναλάβει τον δικό τους ρόλο: να σατιρίσουν πρόσωπα και καταστάσεις, να προβάλλουν κοινωνικές αδικίες, να διακωμωδήσουν καθημερινά δρώμενα. Πράγματι, η καθημερινότητά μας έχει κατακλειστεί από ποικίλα σατιρικά θεάματα, είτε πρόκειται για τηλεοπτικές εκπομπές, είτε για θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες κυμαινόμενες μεταξύ φευγαλέων υπαινιγμών σε πρόσωπα και αναπαράσταση πολιτικών συμβάντων, αναλαμβάνουν να ‘ανοίξουν τα μάτια’ του κοινού, που, πνιγμένο στα προβλήματα της καθημερινότητας, αναζητά πρόσωπα εμπιστοσύνης, που υπόσχονται να καταγγείλουν τις αδικίες σε βάρος του, να αντιδράσουν εκ μέρους του, να καταδείξουν τους υπεύθυνους των προβλημάτων του και να τον χαλαρώσουν, προβάλλοντας την καθημερινότητά του μέσα από μία πιο κωμική οπτική. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, προκύπτει το ίδιο ακριβώς ερώτημα, που τέθηκε παραπάνω και που αποδεικνύει τη διαχρονικότητα τόσο των Βατράχων όσο και κάθε άλλης αρχαίας πολιτικής κωμωδίας. Πού σταματά η ενημέρωση και η σάτιρα και πού ξεκινά η πολιτική, η σκοπιμότητα και το ψέμα;

Πολλές είναι οι περιπτώσεις που οι σύγχρονοι ‘Αριστοφάνες’ με το πρόσχημα της σάτιρας και της διακωμώδησης περνάν πολιτικά μηνύματα και επηρεάζουν τρόπους σκέψης. Συχνές είναι οι σύγχρονες παραβάσεις, όπου ο εκάστοτε σατιρικός,  υιοθετώντας το σοβαρό ύφος του συμβουλάτορα, αφήνει για λίγο τις έξυπνες και χιουμοριστικές ατάκες του και υποδυόμενος τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας ή τον ένθερμο συμπατριώτη, ξεσηκώνει το κοινό του, τους φανερώνει τον κατά τη γνώμη του ορθό τρόπο αξιολόγησης των γεγονότων και τους επιβάλλει εμμέσως τη δική του οπτική της πραγματικότητας, η οποία, όχι σπάνια, συμβαδίζει με τα πολιτικά συμφέροντα της οποιαδήποτε παράταξης στην οποία τυχαίνει να ανήκει ή έστω να υποστηρίζει.

Συνοψίζοντας, τόσο οι Βάτραχοι, όσο και τα σύγχρονα σατιρικά θεάματα, γεννιούνται και αναπτύσσονται ευνοούμενα από τις ταραχώδεις συνθήκες της εκάστοτε κοινωνίας, που καθιστούν αναγκαία την παρουσία κάποιων πιο τολμηρών ανθρώπων, που έχουν το θάρρος να κρίνουν και να κατακρίνουν κοινωνικές και πολιτικές περιστάσεις της καθημερινότητας. Τη δυνατότητα που δίνεται σ’ αυτούς τους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση και επιρροή σε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων την εκμεταλλεύονται κάποιοι από αυτούς για προσωπικό τους όφελος, για να εξυπηρετήσουν συμφέροντα, να επηρεάσουν συνειδήσεις και να κατευθύνουν αποφάσεις. Και τότε είναι που σταματά η αγνή και διασκεδαστική σάτιρα, παραμερίζεται η αλήθεια και επικρατεί το ψέμα.

Ανεξαρτήτως πάντως του πόσο πιστά παραμένουν τα σατιρικά θεάματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα στην αληθινή ζωή, στις λεπτομέρειες, στα γεγονότα και στα πρόσωπα, του πόσο ενημερώνουν, ψυχαγωγούν ή προπαγανδίζουν, ήταν, είναι και θα είναι ιδιαιτέρως αγαπητά στο φιλοθεάμoν κοινό, σ’ ένα κοινό που διψά για λίγες στιγμές χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς μακριά από την πιεστική καθημερινότητα του κι έχει μάθει να λατρεύει όποιον είναι ικανός να του τις προσφέρει !!

[i] Παράβαση:(παραβαίνω «μεσολαβώ») και ονομάζουμε έτσι το σημείο του έργου όπου ο χορός, διακόπτοντας την πλοκή της υπόθεσης, απευθύνεται  στο κοινό για να μεταφέρει ένα κήρυγμα του συγγραφέα για την πολιτική κατάσταση, τα κοινωνικά ήθη ή ακόμη και για τους αντιπάλους του.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.