Του Νίκου Τσούλια

      Εξ αρχής με την κήρυξη της απεργίας διάρκειας και μέχρι τη λήξη της η ζωή μου ουσιαστικά χαρακτηριζόταν από την ευθύνη και το άγχος για την πορεία των αιτημάτων αλλά και για την πορεία και την έκβαση της απεργίας καθ’ εαυτής. Η σκέψη μου ήταν αγκιστρωμένη στην «επόμενη ημέρα», όπου πάντα αυτή η ημέρα είχε μόνο απροσδιοριστίες και ευθύνες.

      Υπήρχαν κάποια βασικά δεδομένα φοβερά δύσκολα που έκριναν το όλο εγχείρημα της απεργίας αλλά και την προσωπική μου στάση και συμπεριφορά . Τα δεδομένα αυτά είτε ήταν προσωπικές εκτιμήσεις (σημεία β και γ) με απολύτως βάσιμο περιεχόμενο είτε ήταν παλιότερα και αναμφισβήτητα δεδομένα (α και δ) και τα είχα σταθμίσει από την αρχή.

      Ποια ήταν αυτά τα δεδομένα. α) Οι απεργίες διάρκειας της ΟΛΜΕ (δεκαετίες 1970, 1980 και αρχές 1990) ποτέ δεν έληγαν με ομαλό τρόπο και δεν απέφεραν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. β) Η ικανοποίηση του οικονομικού μας αιτήματος «40% αύξηση των αποδοχών» ή και μια σημαντική ικανοποίηση αυτού του αιτήματος δεν φαίνονταν ορατές. γ) Στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΛΜΕ δεν θα διαμορφωνόταν ποτέ κατά τη διάρκεια της απεργίας πλειοψηφική πρόταση αναστολής με την άλφα ή τη βήτα έκβαση της απεργίας και η όλη καθοδήγηση ουσιαστικά θα ήταν στον αστερισμό της πρότασης «συνεχίζουμε την απεργία μέχρι την ικανοποίηση των αιτημάτων μας», δηλαδή θα είχαμε μια αντίληψη «αυτόματου πιλότου». δ) Την αρνητική έκβαση της απεργίας τη χρεωνόταν κυρίως ο πρόεδρος – ανεξάρτητα από το αν οι δικές του επιλογές ήταν και αποφάσεις του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ – και η παράταξή του. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι κανένας πρόεδρος που ήταν επικεφαλής απεργίας διάρκειας σ’ όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις δεν ξαναεκλέχτηκε στη συνέχεια πάλι πρόεδρος!

      Όλα αυτά δημιουργούσαν ένα σκηνικό μεγάλης ευθύνης και μπορούσα να πω προκαταβολικής ενοχής για το άτομό μου, που είχα την κορυφαία θέση του κλάδου των καθηγητών στην μεγαλύτερη απεργία της ιστορίας τους. Είχα στοχαστεί και αναστοχαστεί επί του όλου ζητήματος. Κάθε στιγμή προσπαθούσα να σκεφτώ και κυρίως να διαμορφώσω την «επόμενη μέρα». Ένιωθα ότι, αν έχεις μεγάλη ευθύνη για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, τότε η αναζήτηση της σωστής επιλογής βρίσκεται μέσα στον πυρήνα της συνείδησής σου. Αυτός ο πυρήνας της συνείδησής μου ήταν τελικά ο πρώτος καθοδηγητικός μίτος για την όλη πορεία της απεργίας και ιδιαίτερα για τα πιο δύσκολα σημεία, σημεία στα οποία είσαι μόνος και αισθάνεσαι μόνος. Συνακόλουθα με αυτό το σημείο ήταν και η δημόσια εικόνα που εξέπεμπα κατά τη διάρκεια της απεργίας. Επειδή η όλη πορεία αποκτούσε κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά έντασης και αντιπαράθεσης, είχα προσδιορίσει εξ αρχής ότι ο λόγος μου θα είναι μετριοπαθής και θα προσπαθούσα να είναι πειστικός προς την κοινωνία και θα επιδιώκω να αναδείξω την ουσία του «εκπαιδευτικού προβλήματος της χώρας» και στη συνέχεια τον ιδιαίτερα σημαντικό παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού, στοιχεία από τα οποία απέρρεε και το όλο στάτους των εκπαιδευτικών. Γι’ όλα αυτά με βοηθούσε ιδιαίτερα το πολύ διάβασμα, που αποτελούσε για μένα και ένα ξεχωριστό πάθος. Ως τελική εικόνα διαμόρφωνα το εξής πλαίσιο: θα μιλάω με τέτοιο τρόπο, ώστε να αισθάνεται ο κάθε πολίτης ότι είμαι πρόεδρος των καθηγητών των παιδιών του και επομένως ο λόγος μου οφείλει να έχει μορφωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο.

      Το δεύτερο στοιχείο που θα με βοηθούσε στην καλύτερη δυνατή εξέλιξη ήταν η υπεράσπιση των συλλογικών μας θέσεων και των αποφάσεων του κλάδου, ανεξάρτητα αν συμφωνούσα ή όχι σ’ όλα τα σημεία των απεργιακών βημάτων. Αυτό δεν ήταν ένα τυπικό και θεσμικό καθήκον, αλλά μια βαθιά συνειδητοποίηση ακόμα και μια ομορφιά της συλλογικότητας, η οποία είχε διαμορφώσει από πολύ έγκαιρα τη σκέψη μου ως προέδρου της ΟΛΜΕ. Έτσι, μέσα στους κόλπους του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ επιχειρηματολογούσα τη δική μου και την παραταξιακή μου θέση, αλλά μετά στη δημόσια έκφρασή μου είχα τη θέση της πλειοψηφίας του Δ.Σ. Μια τέτοια στάση δεν ήταν ούτε διχαστική ούτε υπονομευτική˙ ήταν η απόλυτα σωστή.

      Το τρίτο σημείο ήταν η διασφάλιση της ενότητας της παράταξής μου, γιατί εκτιμούσα ότι θα δοκιμαζόταν σκληρά αφού, ως «φιλοκυβερνητική παράταξη» αναπόφευκτα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με όλες τις άλλες παρατάξεις. Και εδώ το κλειδί ήταν και πάλι η συλλογική στάση της παράταξης, μια στάση που είχε απόλυτο ορθολογισμό, αφού διατηρούσε μεν τη δική της θέση – π.χ. για την αναστολή της απεργίας κατά την 3η εβδομάδα – αλλά λειτουργούσε με απόλυτα θεσμικά και κινηματικά κριτήρια, δηλαδή υλοποιούσε τις συλλογικές αποφάσεις του κλάδου με έναν θαυμαστό τρόπο, κάτι που δεν γινόταν σε παλιότερες ανάλογες περιόδους.

      Το τέταρτο σημείο αφορούσε τις σχέσεις μου με το κόμμα στο οποίο ανήκα πολιτικά. Και εδώ απλούστευσα από την πλευρά μου τα πράγματα. Ήξεραν οι θεσμικοί παράγοντες του εν λόγω κόμματος ότι δεν θα με επηρέαζε καμιά παρέμβασή τους και τελικά ποτέ δεν επιδιώχτηκε καν κάποια σχετική απόπειρα πίεσης. Ταυτόχρονα έδινα μάχη για να πείσω για τον απόλυτα δίκαιο χαρακτήρα του αγώνα των εκπαιδευτικών και ουσιαστικά όλοι οι κατά καιρούς κυβερνητικοί συνομιλητές μου το αντιλαμβάνονταν αυτό, ανεξάρτητα από ό,τι υποστήριζαν δημόσια.

      Αυτά στο εξωτερικό μέρος της απεργίας ή στα προκαταρκτικά. Όσον αφορά τις σκέψεις μου για την απεργία, δύο ήταν τα βασικά σημεία αναφοράς: α) η εξέλιξη και η υλοποίηση των αιτημάτων και β) η πορεία αυτής καθ’ αυτής της ίδιας της απεργίας. Ήταν δύο αλληλοεξαρτώμενα ζητήματα, αλλά και που το καθένα είχε και τη σχετική του αυτονομία, αυτονομία που ενισχυόταν προς τον δεύτερο μήνα της απεργιακής κινητοποίησης. Για την υλοποίηση των αιτημάτων μας είχα μια βαθιά εκτίμηση, ότι δεν μπορεί να υπάρξει «λυτρωτική στιγμή» για την οικονομική αναβάθμιση του καθηγητή, ότι δεν μπορεί, δηλαδή, με μια «έφοδο» να λυθεί με απόλυτο τρόπο το κύριο κλαδικό μας πρόβλημα. Και αυτή την άποψή μου την υποστήριζα έγκαιρα σ’ όλες τις λειτουργίες του συνδικαλιστικού μας κινήματος (Δ.Σ., Γενικές Συνελεύσεις, γενικότερες εκπαιδευτικές εκδηλώσεις κλπ).

      Και στο οικονομικό μας αίτημα υπήρχε ένα σημείο που έπρεπε να λύσουμε: το βασικό μας αίτημα για αύξηση 40% επί των αποδοχών μας ήταν ένα απόλυτα δίκαιο αίτημα, αλλά δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και σημείο τελικής διαπραγμάτευσης. Δηλαδή, αν η κυβέρνηση πρότεινε μια «αύξηση της τάξης του 30%», προφανώς θα ήταν μια ικανοποιητική λύση. Αλλά ως κλάδος δεν μπορούσαμε να διαμορφώσουμε μια πρότασης σύνθεσης, η οποία θα ήταν και η τελική μας πρόταση για αναστολή. Ο λόγος ήταν απλός. Καμιά από τις άλλες πλην της δικής μου παράταξης δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη της «μείωσης του αρχικού αιτήματος», κάτι που δεν ήταν σωστό, αφού η κοινή πεποίθηση όλων των εκπαιδευτικών δεν ήταν αγκιστρωμένη στο «αύξηση 40%». Και όμως κάτω από το βάρος της ετικέτας του «ξεπουλήματος» – που τόσο εύκολα ευδοκιμεί κατά την ανάπτυξη των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων ιδιαίτερα στους αριστερούς χώρους – δεν καταφέραμε να δώσουμε μια πρόταση ρεαλιστική, μια πρόταση τελικής διαπραγμάτευσης, με την οποία θα αποδίδαμε την ευθύνη για τη συνέχιση της απεργίας και των επιπτώσεων που είχε για τους μαθητές μας στην κυβέρνηση. Και εδώ η ευθύνη μου ως προέδρου της ΟΛΜΕ που δεν τα καταφέραμε – παρά τις επανειλημμένες προσπάθειές μου – είναι σημαντική.

      Όσον αφορά την πορεία της απεργίας και αξιοποιώντας την όλη εμπειρία των προηγούμενων ανάλογων απεργιών του κλάδου, βασική μου άποψη ήταν ότι η απεργία έπρεπε να σταματήσει με μεγάλο ποσοστό συμμετοχής και να καταγγείλουμε τη στάση της κυβέρνησης ως στάση αντι- εκπαιδευτική. Θεωρούσα ότι ήταν προτιμότερο να είναι ο κλάδος των εκπαιδευτικών «θυμωμένος» με την αδυναμία της ηγεσίας αλλά να είναι μαζί μας και την επόμενη περίοδο, να μην εξαντλήσουμε οικονομικά τους εκπαιδευτικούς, να μην κάνουμε τους απεργούς δήθεν απεργοσπάστες. Αυτή η βασική αντίληψη – που ήταν και παραταξιακή θέση – θεωρούσα και θεωρώ ακόμα και τώρα ότι ήταν και είναι η σωστή.

      Στην απεργία διάρκειας παίρνεις ευθύνη για δύο πράγματα που αποτελούν μια ενότητα: α) πρόταση τελικής διαπραγμάτευσης και β) πρόταση αναστολής της απεργίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση ή θα πέφταμε θύματα της υποκουλτούρας του δήθεν ξεπουλήματος του αγώνα που τόσο εύκολα εξέπεμπαν ομάδες επαναστατημένων και που δεν ενδιέφερε τελικά τους εκπαιδευτικούς, γιατί οι εκπαιδευτικοί έκαναν απεργία για να επιλύσουν έστω μερικώς το οικονομικό τους πρόβλημα ή θα παρακολουθούσαμε δίκην παρατηρητών την απεργία κάνοντας δήθεν το καθήκον μας με το αγωνιστικό σύνθημά μας: «συνεχίζουμε την απεργία» μέχρι να τελειώσουν και οι τελευταίοι απεργοί! Και επειδή έβλεπα πάντα την «επόμενη ημέρα», έκανα κάθε προσπάθεια για να μην συμβεί ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και αυτό ήταν μια στάση συνείδησης, ευθύνης και ορθολογισμού ή μια στάση απλής λογικής.

      Η απεργία συνεχιζόταν ακόμα και όταν η μεγάλη πλειοψηφία των καθηγητών είχε γυρίσει στο σχολείο, όταν δηλαδή η συμμετοχή στην απεργία ήταν κάτω από το 20%! Καμιά παράταξη πλην της δικής μου δεν πρότεινε ποτέ αναστολή και ούτε θα το έκανε ποτέ! Η λήξη της απεργίας έγινε από τις τοπικές ΕΛΜΕ – και ιδιαίτερα εκείνων της Θεσσαλονίκης και της Κρήτης -, όπου στελέχη και των άλλων παρατάξεων έκαναν το αυτονόητο, την πρόταση της αναστολής που δεν έκαναν τα στελέχη των ίδιων παρατάξεων στο Δ.Σ. της ΟΛΜΕ.

      Με δεδομένο ότι το άρθρο αυτό έχει τον προσωπικό προβληματισμό οφείλω να σημειώσω ότι η όλη στάση μου ήταν στάση απόλυτα ορθολογική και κινηματική και αυτό – πάντα κατά τη γνώμη μου – εκτιμήθηκε. Υπάρχουν δύο γεγονότα / κριτήρια που επιτρέπουν να ισχυριστώ κάτι τέτοιο. Πρώτον η παράταξή μου αν και «φιλοκυβερνητική» για εκείνη την περίοδο, αύξησε την επιρροή της στο επόμενο Συνέδριο της ΟΛΜΕ (!) και δεύτερον, ξαναεκλέχτηκα άλλες τρεις φορές συνεχόμενες πρόεδρος της ΟΛΜΕ και τελικά υπήρξα μέχρι σήμερα ο μακροβιότερος πρόεδρός της.

      Οφείλω να σημειώσω ότι η πρότασή μου για αναστολή της απεργίας την 3η εβδομάδα αλλά και το επόμενο διάστημα αντιστοιχούσε και στις εκτιμήσεις και στις διαθέσεις της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των συναδέλφων αλλά και πολλών στελεχών των άλλων παρατάξεων! Ενδεικτικά σημειώνω δύο περιστατικά. α) Σε μια Γενική Συνέλευση ΕΛΜΕ της Θεσσαλονίκης και ενώ έκανα την εισήγηση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ για συνέχιση της απεργίας κατά την 4η εβδομάδα, με διέκοπταν φωνές για να καταθέσω τον προσωπικό μου προβληματισμό σε μια αίθουσα κατάμεστη από κόσμο μέχρι αργά τη νύχτα και όπου τελικά έγινε μια πολύ ουσιαστική συζήτηση για το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας. β) Σε μια Γενική Συνέλευση προέδρων και ενώ είχα επαναφέρει την πρότασή μου για αναστολή – η οποία προκαλούσε την μήνιν των άλλων παρατάξεων σε επίπεδο κορυφής – τρεις πρόεδροι τοπικών ΕΛΜΕ και προφανώς όχι της δικής μου παράταξης κατ’ ιδίαν που τόνιζαν ότι έκανα πολύ καλά που μιλούσα για αναστολή, αλλά οι ίδιοι δεν μπορούσαν να τη στηρίξουν!

      Χρόνια αρκετά μετά την απεργία γράφοντας το παρόν άρθρο μπορώ να ισχυριστώ με απόλυτα καθαρή συνείδηση ότι η συνολική μου στάση – προφανώς με λάθη και αδυναμίες – ήταν στάση ευθύνης, ορθολογικής αξιολόγησης κάθε φορά της κατάστασης και κυρίως καθοδήγησης της απεργίας ενός αγωνιστικού κλάδου. Γιατί πιστεύω ότι όταν είσαι πρόεδρος στον κλάδο των καθηγητών των γυμνασίων και των λυκείων της χώρας, των εκπαιδευτικών / παιδαγωγών εκπαιδευτικών της ελληνικής κοινωνίας, οφείλεις να χαρακτηρίζεσαι από ελευθερία σκέψης, από αίσθηση ευθύνης και κυρίως από δυνατότητα πρότασης για το «δέον γενέσθαι» που θα δίνει προοπτική και να μην «κρύβεσαι» πίσω από στάσεις ανευθυνότητας και υποκρισίας.

Στο κείμενο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη το σημερινό πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο για ευνόητους μεθοδολογικούς λόγους.

Για την απεργία του 1997 έχω ήδη γράψει και άλλα σχετικά (μη προσωπικού χαρακτήρα) άρθρα, τα οποία πρέπει και να συναξιολογηθούν μαζί με το παρόν άρθρο .

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΛατινικά: Κριτήριο αξιολόγησης (Κείμενα 5-7-11)
Επόμενο άρθροΛατινικά: Κριτήριο αξιολόγησης (Κείμενα 14-27-36-38)
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.