Ο συντηρητισμός διαβρώνει διδασκαλία και εκπαιδευτικό

Του Νίκου Τσούλια

Το σημερινό άρθρο ανήκει σε μια σειρά ομόλογων άρθρων που θα είναι αφιερωμένα σε συναδέλφους από τους οποίους κατά καιρούς έχω ζητήσει τη γνώμη τους (σήμερα θα μείνω μόνο σε έναν) και έχω επηρεαστεί απ’ αυτή τη γνώμη στη λειτουργία μου στο σχολείο και ιδιαίτερα στα ζητήματα παιδαγωγικής όψης και επίσης ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της καριέρας μου αλλά και για ζητήματα επιστημονικού περιεχομένου ειδικά όταν ξαναγύρισα στο σχολείο μετά από αρκετά χρόνια απουσίας. Έχω την εντύπωση ότι ακόμα και στα τελευταία μαθήματα της καριέρας μου θα ζητώ τη γνώμη τόσο για να καλύψω τις δικές μου αβεβαιότητες όσο και για να εμπλουτίσω τις λιγότερο επισφαλείς προσεγγίσεις μου.

Σαφώς και η βιβλιογραφία και το διάβασμα – που για μένα ούτως ή άλλως είναι και ένα ασίγαστο πάθος – σου προσφέρουν φοβερά στοιχεία για τη θεμελίωση της παιδαγωγικής σου συμπεριφοράς. Σαφώς και τα ερευνητικά ευρήματα σου προσφέρουν ανεξάντλητες και τεκμηριωμένες πηγές για κάθε σχεδόν απορία και επιμέρους σχολικό ζήτημα. Σαφώς και τα εκπαιδευτικά και τα επιστημονικά συνέδρια σου προσφέρουν πλούτο απόψεων και θεωρήσεων για το σύνολο των προβλημάτων και προκλήσεων της σχολικής ζωής. Ωστόσο υπάρχει ένα κενό. Ένα κενό που πηγάζει από τη μεγάλη «χώρα του συγκεκριμένου», του συγκεκριμένου σχολείου, των συγκεκριμένων μαθητών, της συγκεκριμένης περίπτωσης. Και αυτό το κενό δεν συμπληρώνεται εύκολα από τα σχεδόν απέραντα πεδία των πηγών που προανέφερα. Γιατί κάθε φορά οι παιδαγωγικές προκλήσεις συνδέονται με στοιχεία που είναι – όσο και αν υπάγονται στους καταμερισμούς των γενικών εκδοχών – ξεχωριστά, μοναδικά και ανεπανάληπτα. Η προσωπική γνώμη, λοιπόν, του εκπαιδευτικού, ο οποίος βιώνει περίπου αυθεντικά την όποια περίπτωση είναι ανεκτίμητη παιδαγωγική πηγή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός που στη διεθνή σύγχρονη βιβλιογραφία παρουσιάζονται προσωπικές μαρτυρίες εκπαιδευτικών σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς προς χρήση και αξιοποίηση στην εκπαιδευτική θεωρία και πράξη.

«Ποτέ να μην πας απροετοίμαστος στο σχολείο. Μια φορά αν σε νιώσουν οι μαθητές να μην έχεις τη δυνατότητα να διδάξεις με τον πιο άρτιο τρόπο, σου διαμορφώνουν αρνητική εικόνα». Ήταν η πιο ζεστή κουβέντα που άκουσα όταν πρωτοδιορίστηκα από το Γυμνασιάρχη του Γυμνασίου Εφύρας στην Ηλεία στη μοναδική χρονιά της καριέρας μου που δίδαξα σε Γυμνάσιο. Τον άκουγα με δέος κάθε φορά. Μιλούσε τόσο ήρεμα, τόσο αχνά που νόμιζες ότι απλώς έλεγε μια γνώμη χωρίς σημασία. Και όμως συνέβαινε το αντίθετο. Η άποψή του ήταν πάντα βαθυστόχαστη.

«Να αγαπάς τα παιδιά πολύ, σαν τα παιδιά σου. Τώρα δεν έχεις παιδιά, προσπάθησε να κατακτήσεις θεωρητικά αυτή την έννοια της αγάπης και μετά όταν με το καλό αποκτήσεις δικά σου παιδιά, να ταυτίσεις αυτή την έννοια με το βίωμα της αγάπης. Τα παιδιά ξέρουν με απόλυτο τρόπο αν τα αγαπάς. Και όσο αυστηρός να είσαι μαζί τους αν είσαι δίκαιος – κάτι που είναι αρκετά δύσκολο να το κατακτήσουμε – και κυρίως αν νιώθουν ότι τα αγαπάς, θα είναι πάντα μαζί σου, θα σε λατρέψουν. Άλλωστε, αν δεν αγαπάς τα παιδιά, δεν μπορείς να κάνεις μάθημα». Μου φάνταζε υπερβολική μια τέτοια προσέγγιση. Και όμως είναι έτσι πράγματι. Αυτό το στοιχείο με βοήθησε ιδιαίτερα. Η αγάπη για τη διδασκαλία αντλεί τη μοναδική ακτινοβολία της από την αγάπη για τα παιδιά.

«Μην κατατάσσεις τους μαθητές με βάση τις βαθμολογίες. Να προσπαθείς να δείξεις στον κάθε μαθητή ότι μπορεί να κάνει πολλά πράγματα στη ζωή του. Να βρίσκεις τρόπους για να ενθαρρύνεις όλους τους μαθητές. Να τους κάνεις να αισθάνονται χρήσιμοι, και για τον καθένα να έχεις μια ξεχωριστή αναφορά. Να επαινείς αυτόν που θα διορθώσει το πόμολο της πόρτας της τάξης. Να επαινείς αυτόν που παίζει καλή μπάλα, αφού βλέπω κιόλας ότι σου αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο. Το κάθε παιδί έχει φυλαχτό στην καρδιά του μια κουβέντα ενθαρρυντική και μπορεί να τη φυλάει μαζί με σένα σε όλη του τη ζωή. Και μπορεί να τον βοηθήσει». Εκείνη τη χρονιά λοιπόν ήμουνα σε σχολείο της περιοχής από όπου κατάγομαι. Και βλέπω τώρα, χρόνια πολλά μετά, τους παλιούς μου εκείνους μαθητές και μαθήτριες. Είναι απίθανο το τι περιστατικά και τι σημάδια της σχολικής τους ζωής βαστάνε. Και χαίρεσαι τόσο πολύ που κάπου στην εικόνα της σχολικής τους ζωής σου δίνουν έναν ρόλο.

Για χρόνια τώρα έχω στη σκέψη μου τα λόγια του σαν να είναι χρυσάφι ψυχής. Διάβασα και διαβάζω όσο ελάχιστοι Έλληνες. Η επιρροή που είχα από αυτό τον τόσο καλό συνάδελφο ήταν η πιο ξεχωριστή. Να πω και την αμαρτία μου. Συχνά όταν πήγαινα σε συνέδρια ως πρόεδρος της ΟΛΜΕ, χρησιμοποιούσα τις παρατηρήσεις του και για να μικρύνω την απόσταση στην ελλειμματική αντίληψη που είχα για τη σχολική ζωή και τη σχολική αίθουσα. Γιατί ήξερα ότι κανένα βιβλίο δεν μπορεί να σου αντικαταστήσει τη ζωντανή εικόνα και το άρωμα της σχολικής αίθουσας. Γιατί ήξερα ότι η ψυχή της σχολικής αίθουσας είναι το παιδικό βλέμμα, η εφηβική αναζήτηση, το νεανικό όνειρο. Και αυτά δεν τα βρίσκεις στα βιβλία παρά μόνο στη σχολική αίθουσα, στον ιερό χώρο της δημιουργίας, της μάθησης και της αγωγής.

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.