«Οι τρεις φωνές της ποίησης. Η πρώτη φωνή είναι του ποιητή που μιλάει στον εαυτό του – ή σε κανέναν.

Η δεύτερη, η φωνή του ποιητή που απευθύνεται σ’ ένα κοινό, είτε μεγάλο είτε μικρό. Η τρίτη είναι η φωνή του ποιητή όταν προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δραματικό χαρακτήρα που να μιλάει με στίχο».

Τ. Σ. Έλιοτ, Επτά δοκίμια για την ποίηση

Του Νίκου Τσούλια

Τι το ήθελε και αυτός ο δάσκαλος. Είχε ζητήσει να βρούμε πέντε διαφορές μεταξύ ποιήματος και πεζογραφήματος. Έχουμε και λέμε. Πρώτη, το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία. Δεύτερη, το ποίημα έχει στιχάκια. Τρίτη, το ποίημα έχει μικρές προτάσεις. Μετά κολλήσαμε. «Δεν ξέρω τι θα κάνετε, έχετε άλλη μια μέρα καιρό». Πού να ρωτήσεις; Στο χωριό κανένας δεν ήξερε από τέτοια πράγματα. Στα άλλα μαθήματα: στην πρακτική αριθμητική, στην ανάγνωση, στη φυσική ιστορία, στη γεωγραφία, στα θρησκευτικά σε βοηθούσαν με κάποιο τρόπο. Δεν τόλμησε κανένας να ζητήσει βοήθεια. Δεν είχε νόημα. «Μα δεν μας είπε ο δάσκαλος να χρησιμοποιήσουμε τη φαντασία μας; Αφήστε το βράδυ συνέχεια φαντάζομαι τόσα και τόσα. Μόνο που εκείνα τα φτιάχνω εγώ καταπώς τα θέλω· και τις ερωτήσεις και τις απορίες και τις απαντήσεις. Να δοκιμάσω το βράδυ. Μπορεί να τα καταφέρω. Πάντως κάτι θα βρω να πω».

«Τέταρτη. Το πεζογράφημα φτιάχνεται όπως οι χαμοκέλες με πλίθες από χώμα, είναι πιο εύκολο, ενώ η ποίηση φτιάχνεται με πέτρες. Τις πέτρες τις φέρνουν «απ’ εδώ και απ’ εκεί», τις λειαίνουν, τις κοπανάνε συνέχεια με το σκεπάρνι. Έτσι κάνουν και με τις λέξεις αυτοί που γράφουν την ποίηση, τις παιδεύουν τις λέξεις, τους δίνουν άλλο σχήμα, άλλη έννοια και άλλο περιεχόμενο, που συμβολίζει άλλα πράγματα και όχι αυτά που νομίζουμε διαβάζοντας το στίχο».

«Και η πέμπτη διαφορά;». «Δεν είμαι σίγουρος αλλά πιστεύω πώς να τι μπορεί να συμβαίνει. Τα πλινθόκτιστα σπίτια τα φτιάχνουν οι απλοί μαστόροι που είναι από τα χωριά μας, ενώ τα πέτρινα σπίτια, που είναι και αρχοντικά, τα φτιάχνουν άλλοι μαστοράδες από άλλα μέρη, από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας λένε, που είναι πιο καλοί. Έτσι και εδώ. Το πεζογράφημα το γράφουν οι απλοί λογοτέχνες, ενώ την ποίηση οι πιο καλοί, αυτοί που είναι και λίγο παράξενοι». «Γιατί το λες αυτό;» «Εσείς δεν μας έχετε πει να βρίσκουμε το κρυμμένο νόημα του ποιήματος; Για το πεζογράφημα δεν μας ρωτήσατε ποτέ». Το σκέφτηκε για λίγο. Έδειξε ικανοποιημένος.

Οι ιστορίες, οι αφηγήσεις σε αυτή την ηλικία εγχαράσσονται βαθιά όχι στη μνήμη μα κάπου αλλού. Πού; Δεν ξέρω. Μερικές φορές στοιχειώνουν. Συνήθως τις έχεις συνέχεια στο μυαλό σου και τους αλλάζεις το νόημα όσο μεγαλώνεις. Η ποίηση συνδέθηκε μέσα μου με ανθρώπους παράξενους, πολύ διαφορετικούς από τους άλλους, ίσως και αλλοπαρμένους. «Αλλά ο μπάρμπα – Λιας που είναι ο καλύτερος αρχιμάστορας και φτιάχνει τα πέτρινα σπίτια, τα αρχοντικά σε αυτούς που έχουν χρήματα, δεν είναι πολύ καλός και συμπαθητικός; Αυτός δεν είναι ο μόνος που μάς δίνει λεφτά για να πάρουμε καμιά καραμέλα; Αυτόν δεν τον εκτιμούν όλοι στο χωριό και όλοι θέλουν να τον φιλοξενούν;».

Συνδέθηκε η ποίηση στη σκέψη μου με τα δύσκολα νοήματα, με τους συμβολισμούς και «κουμπώθηκα» απέναντί της. Πώς να σμιλεύεις τις λέξεις, για να τους βρίσκεις τα άλλα νοήματα χωρίς να τις κάνεις αγνώριστες; Πώς να γράψεις ποίηση, αφού «θέλει κάτι έξω από τον εαυτό σου»; (Μ. Αναγνωστάκης). Πώς να κάνεις τα καινούργια φανερώματα των εννοιών χωρίς να βγεις απέξω από την ιστορία των λέξεων; Και, αν περάσεις από την πύλη του αλλιώτικου αυτού κόσμου, πώς θα επανέλθεις; Πώς να βρεις τη θέση της γραφής σου όταν «η θέση του ποιητή βρίσκεται εκεί όπου ενώνεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον» (R. Milliex) και πώς να σταθείς σ’ αυτό τον χώρο της αβεβαιότητας; Μήπως οφείλεις να κατακτήσεις τους δρόμους της πνευματικής ελευθερίας; Αλλά προλαβαίνεις στη μικρή ζωή σου; Μόνο αν φτάσεις στους τόπους της τελειότητας, να μπορείς να πεις αυτό που ο Κ. Παλαμάς κατέκτησε «η ποίηση είναι η ιστορία της ζωής που έζησα και μαζί της ζωής που ήθελα να ζήσω» (Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου), αλλιώς είναι μάταιη η απόπειρα.

Δεν τόλμησα ποτέ να γράψω ποίηση. Ενώ στις εκθέσεις τα πήγαινα καλά, και αργότερα στα δοκίμια στις εφημερίδες έπαιρνα καλά σχόλια, στην ποίηση δε δοκίμασα. Και όχι μόνο αυτό. Ενώ διαβάζω πάρα πολύ, όσο ελάχιστοι Έλληνες, δεν διαβάζω σε μια σχετική αναλογία και ποίηση. Ίσως να υπάρχει άλλη εξήγηση. Εμένα όμως μού έχει κολλήσει η ιστορία του δημοτικού, η ιστορία που μόνος μου επινόησα. Πάντως αυτούς που γράφουν ποίηση τους αγαπώ πιο πολύ απ’ αυτούς που γράφουν πεζογραφία. Ο μπάρμπα – Λιας έχει κάνει τη δουλειά του…

«Φαντασία και καρδιά, γλώσσα και ρυθμός, και η πνοή και ο στίχος και ο λογισμός και η ρίμα, και η έκσταση θρησκευτική και η ανοιχτομάτα δουλεύτρα υπομονή, και η παρατήρηση που κυνηγά όλο και τη λεπτομέρεια, τη λεπτομέρεια που είναι το καθεαυτό γνώρισμα του καλλιτέχνη, αντίθετ’ από το φιλόσοφο που ψάχνει όλο και τις γενικότητες, και η αϋλοποίηση των υλικών και η σάρκα δοσμένη και στα άϋλα, και τα ίδια πάντα θέματα, καλά καλά ούτε σημαντικά ούτε ασήμαντα, γεννοβολώντας πάντα σαν καινούργια την εικόνα, και μια απλότητα εκεί που δεν την περιμένεις, και κάτι σκοτεινό και πολυσύνθετο που σε βάζει σε έγνοιες και σε ρωτήματα μπροστά σε αντικείμενα που τα θαρρούσες απλά και φωτεινά, και η πλαστική που είναι από αέρα, και η αρχιτεκτονική που χτίζει με τα λόγια, η πιο αφιλοσόφητη φιλοσοφία επί τέλους, να η Ποίηση».

(Κ. Παλαμάς, Τα Παράκαιρα)

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.