Γράφει:  ο Δρ. Πολύβιος Ν. Πρόδρομος

                     Καθηγητής Νεοελληνικών

Βασικό χαρακτηριστικό της Νεοελληνικής Κοινής μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον Τουρκικό ζυγό ήταν η βαθιά πίστη στη δύναμη της Εκπαίδευσης. Διάχυτη ήταν η πεποίθηση, ότι το Ελληνικό Έθνος θα μπορούσε μέσα από την Εκπαίδευση να αποβάλει τα ελαττώματα, που του κληροδότησε η μακρόχρονη Τουρκική σκλαβιά. Όπως σημειώνει ο Α. Δημαράς, αναμενόταν «οι ραγιάδες να γίνουν πολίτες, με την Εκπαίδευση κινητήρια δύναμη» (Δημαράς, 1973 σ. κγ΄).

Ο Ιωάννης Καποδίστριας με τον ερχομό του στην Ελλάδα μετά από Ψήφισμα της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας (1827) είχε εντάξει στο κυβερνητικό του έργο και την Εκπαίδευση. Ήθελε να δώσει σ’ αυτήν νέο προσανατολισμό, που θα οδηγούσε σταδιακά στην χειραφέτηση των Ελλήνων. Σε επιστολή του στον φιλέλληνα Ιωάννη Εϋνάρδο αναφέρει χαρακτηριστικά : «Είμαι αποφασισμένος να στηρίξω την επανόρθωσιν της Ελλάδος εις δύο μεγάλας βάσεις, την εργασίαν και την στοιχειώδη εκπαίδευσιν».

kapodistrias

Η οργάνωση της Εκπαίδευσης αποτελεί θέμα συζήτησης τόσο σε τοπικές συνελεύσεις όσο και σε Εθνοσυνελεύσεις. Στους προσωρινούς Έκτατους Επιτρόπους ο Καποδίστριας έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες για τα θέματα, που έπρεπε να προτάξουν στις ενέργειές τους. Και αυτά ήταν η αποκατάσταση της δημόσιας ασφάλειας και η ίδρυση σχολείων.

Σύντομα δημιουργήθηκε γύρω από τον Κυβερνήτη αξιόλογος κύκλος λογίων, πρόθυμων να συνεργαστούν μαζί του για την πνευματική αναγέννηση της Ελλάδας: ο Γ. Γεννάδιος, ο Γ. Κωνσταντάς, ο Ν. Χρυσόγελος, ο Ι. Βενθύλος, ο Ι. Κοκκώνης, ο Dutrone, γάλλος λοχαγός των Επιτελών, ο Α. Μουστοξύδης, ο Ν. Σχινάς, ο Κ. Κοκκινάκης, αργότερα δε και άλλοι.

Τον πρώτο χρόνο, το 1828, μαζί με την επείγουσα αντιμετώπιση των φοβερών  πληγών και του πολέμου, που συνεχιζόταν, έγιναν οι προκαταρκτικές εργασίες με την κατάρτιση γενικού εκπαιδευτικού προγράμματος. Για την εφαρμογή τους όμως δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα. «Η δημόσια Εκπαίδευσις δεν είναι δυνατόν να οργανωθή, όσον ταχέως αι χρείαι το απαιτούσι και ημείς το επιθυμούμεν. Διά τα σχολεία χρειάζονται οικήματα. Εγώ δε φθάσας ενταύθα εύρηκα μόνον καλύβας, όπου εσκεπάζοντο πλήθος οικογενειών πειναλέων». Έγραφε ο Καποδίστριας στον Κοραή.

Παρά ταύτα ο Καποδίστριας συμπορευόταν με τη δίψα του Ελληνικού λαού να μορφώσει τα παιδιά του. Η σκέψη και το όραμα του για την Εκπαίδευση ήταν πλήρως εναρμονισμένα με το κήρυγμα του Ρήγα Φεραίου – στήριξη της επανόρθωσης της χώρας με την εργασία και την Εκπαίδευση ιδιαίτερα της νέας γενιάς, στην οποία είχε μειωθεί, λόγω της παρατεταμένης Τουρκοκρατίας, η αίσθηση του θρησκευτικού χρέους και η χρήση της Ελληνικής Γλώσσας, με τον εντεύθεν κίνδυνο της αποστασιοποίησής της από τη μνήμη των εφεστίων και ιδιογενών ηθών. Για το λόγο αυτό επιχειρήθηκε η σύζευξη Θρησκείας και Παιδείας. Το περιεχόμενο της διδασκαλίας των μαθημάτων προσανατολίστηκε προς την ελληνοχριστιανική παράδοση και δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην Εθνική διαπαιδαγώγηση.

Σε επιστολή του προς τον Έκτατο Επίτροπο Βορείων Σποράδων Λ. Λόντο ο Καποδίστριας αναφέρει κατηγορηματικά: «Μία πρέπει να είναι η αποστολή σας, η εξασφάλισις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και η διά της παιδείας μόρφωσις  των ηθών του, διά της οποίας θα αναδειχθή εις το λοιπόν πεφωτισμένον κόσμον άξιος της ελευθερίας».

Η Εκπαιδευτική πολιτική του Καποδίστρια ήταν στραμμένη κυρίως την στοιχειώδη Εκπαίδευση και είχε ως προτεραιότητα τη στερέωση του δημόσιου σχολικού δικτύου. Σ’ αυτό όμως συναντά δυσκολίες. Τα οικονομικά είναι πενιχρά και τα εσωτερικά προβλήματα ιδιαίτερα αυξημένα. Ο ίδιος ήταν εκπρόσωπος της «πεφωτισμένης δεσποτείας» και πίστευε στην αξία του J.H. Pestalozzi. Σκοπός της Εκπαιδευτικής πολιτικής του, με την οποία θα αναμόρφωνε το Έθνος, υπήρξε : α) η λαϊκή παιδεία, δηλαδή η καλλιέργεια της ανάγνωσης, της γραφής και της πρακτικής αριθμητικής στις πλατιές μάζες του λαού και β) η επαγγελματική εκπαίδευση, όπως φαίνεται από τις σχολές, που ο ίδιος ίδρυσε. Την Εκπαιδευτική του πολιτική την διατύπωσε σε διάγγελμα, που απεύθυνε στην Δ’ Εθνική Συνέλευση στις 30 Ιουλίου 1829. Ο Κυβερνήτης παρακολουθούσε συνεχώς τη λειτουργία και την απόδοση των σχολείων με αναφορές των διευθυντών τους και προσωπικών του επισκέψεων, όπως προκύπτει από την επιστολή του προς τον διευθυντή του αλληλοδιδακτικού σχολείου Ναυπλίου Κ. Νικητόπουλο, στην οποία γράφει: «Ευφράνθην χθες ευρεθείς εν μέσω των μαθητών σας και ιδών την μελέτην αυτών. Σας ευχαριστεί η Κυβέρνηση δια τον ζήλον, καθ’ ον διδάσκετε και εις επίδοσιν προάγονται 250 μαθητές, μη χλιανόμενος την προαίρεσιν μηδέ καταργών την φιλόπατρη υμών προαίρεσιν υπό τας παντελείς στερήσεις των αναγκαίων».

Η εκπαιδευτική του πολιτική, όπως εκφράζεται στο ψήφισμα ΙΑ’ της Εθνοσυνέλευσης του Άργους (Αύγουστος 1829), είναι μεν πρακτική, αλλά έχει και σοβαρές ελλείψεις. Δεν αναφέρεται στη Μέση Εκπαίδευση, ούτε καθορίζει τον τύπο των σχολών για την Ανώτερη Εκπαίδευση. Παράλληλα συντάσσονται σχολικοί κανονισμοί, του προβλέπουν αυστηρότητα και σκληραγωγία. Επηρεασμένος από τις παιδαγωγικές αρχές του Pestalozzi συγκεντρώνει την προσπάθειά του στη στοιχειώδη εκπαίδευση με επαγγελματική προοπτική. Πίστευε, ότι το βάθρο, πάνω στο οποίο θα έπρεπε να στηρίξει την εκπαιδευτική του πολιτική, είναι η σχέση εκπαίδευσης και παραγωγής.

Στόχος του ήταν να ενισχύσει τα αλληλοδιδακτικά σχολεία, να συστήσει «σχολεία τυπικά» και παράλληλα να ιδρύσει «σχολεία ανωτέρας τάξεως διά τους νέους έλληνας, τόσον τους αφιερωθησομένους  εις τα εκκλησιαστικά, όσον και εις τους μέλλοντας να υπηρετήσουν την πατρίδα εις τα πολιτικά ή να διατρέξουν το στάδιον των επιστημών, των τεχνών και της φιλολογίας».

Τον Οκτώβριο του 1828 ιδρύει το Ορφανοτροφείο της Αίγινας, όπου θα περιθάλψει 600 απροστάτευτα παιδιά από τον πόλεμο, θα ενσωματώσει τρία «Αλληλοδιδακτικά Σχολεία», τρία ελληνικά δημοτικά και πολλά Χειροτεχνεία. Στον Πόρο την διεύθυνση του Ορφανοτροφείου την αναθέτει ο Κυβερνήτης στον παιδαγωγό Γεώργιο Κλεόβουλο τον Φιλιππουπολίτη . Τον Ιούνιο του 1829 άρχισε να λειτουργεί μέσα στο ορφανοτροφείο της Αίγινας και το Πρότυπο Σχολείο για όλους τους προχωρημένους μαθητές, που προορίζονταν για δάσκαλοι στα αλληλοδιδακτικά σχολεία. Τέλος, τον Νοέμβριο του 1829 ιδρύεται στην Αίγινα το Κεντρικό Σχολείο με τριετή φοίτηση, που θα προετοίμαζε, όσους επιθυμούσαν να ακολουθήσουν στο μέλλον ανώτερες σπουδές.

Γενικά σε ολόκληρη την χώρα παρατηρείται η αρχή μιας εκπαιδευτικής αναγέννησης. Στις αρχές του 1831, όπως μας πληροφορεί μία επίσημη έκθεση, λειτουργούσαν ήδη 121 αλληλοδιδακτικά σχολεία με 10.000 μαθητές. Εδώ πρέπει να προστεθεί και το Πρότυπο Αγροκήπιο της Τίρυνθας, με την προσάρτηση σ’ αυτό μιας μικρής Γεωργικής Σχολής (1829). Ταυτόχρονα ιδρύεται Τυπογραφείο, Μουσείο Αρχαιοτήτων, Εκκλησιαστική Σχολή (Πόρος 1830) και Πολεμικό Σχολείο (Ναύπλιο 1828). Όλα αυτά έγιναν σε διάστημα λιγότερο από τέσσερα χρόνια και απετέλεσαν σημαντικό επίτευγμα. Η αντιπολίτευση όμως χαρακτήρισε τον Καποδίστρια «φωτοσβέστη», γιατί θεωρούσε εκτός πραγματικότητας την ίδρυση Πανεπιστημίου, αφού, όσοι θα σπούδαζαν, δεν είχαν περάσει από τη Μέση Παιδεία και δεν υπήρχαν παράλληλα οι κατάλληλοι άνθρωποι, για να στελεχώσουν ένα ανώτατο ίδρυμα. Έγραφε στον φίλο του Ν. Δραγούμη : «Θέλετε Πανεπιστήμιον; αλλ ‘ έχετε ακροατήριον ή καθηγητάς; Πιθανόν να με νομίζεις κι εσύ μετά των άλλων κατηγόρων μου φωτοσβέστη. Πλην τι θέλετε; Να συστήσω Ακαδημίαν; αλλά πριν πατήσετε το κατώφλιον Ακαδημίας πρέπει να πατήστε το κατώφλιον αλληλοδιδακτικού».

Αν και στο πρώτο συνταγματικό κείμενο της Επανάστασης του 1821 δεν υπάρχουν ειδικά άρθρα για την εκπαίδευση, οι επαναστάτες αναθέτουν στον πρώτο υπουργό Εσωτερικών καθήκοντα για την εκπαίδευση, αναφέροντας μάλιστα και τη διδακτική μέθοδο, που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Η μέθοδος αυτή είναι η αλληλοδιδακτική. Τη μέθοδο αυτή, που άλλωστε είχε εισηγηθεί και η «επί της προπαιδείας επιτροπή» διατήρησε και ενίσχυσε ο Καποδίστριας.

Η αλληλοδιδακτική προτιμήθηκε, γιατί είχε κυρίως: α) οικονομικά πλεονεκτήματα (αφού ένας δάσκαλος δίδασκε εκατοντάδες μαθητές, βοηθούμενος από τους πιο προχωρημένους μαθητές) και β) αποτελούσε όπλο για την καταπολέμηση κάθε μορφής τυραννίας, γιατί το παιδί μάθαινε από νωρίς να διεκδικεί να δικαιώματά του. Η μέθοδος αυτή κυριάρχησε στην ελληνική εκπαίδευση ως το 1877, οπότε αντικαταστάθηκε από τη «συνδιδακτική». Εύκολα γίνεται κατανοητός και ο λόγος, για τον οποίο μνημονεύεται η αλληλοδιδακτική μέθοδος στο Σύνταγμα του 1823, το πρώτο με ειδική αναφορά στην εκπαίδευση.allilodidaktiki

Σύμφωνα με την αλληλοδιδακτική μέθοδο, ο μοναδικός δάσκαλος του αλληλοδιδακτικού σχολείου δίδασκε συγχρόνως όλους τους μαθητές, με τη βοήθεια των «πρωτόσχολων», οι οποίοι επιλέγονταν από τον ίδιο με τη βοήθεια των μαθητών της τάξης ή του σχολείου, και έπρεπε να διακρίνονται για την ικανότητα να διευθύνουν τους συμμαθητές τους, την επίδοση στ μαθήματα και τη διαγωγή τους. Οι «πρωτόσχολοι» αντί για διδακτικά βιβλία είχαν πίνακες κρεμασμένους στους τοίχους, που πάνω τους ήταν γραμμένα κείμενα από διάφορα μαθήματα. Αναλάμβαναν την υπαγόρευση των μαθημάτων και ακόμα την ανάλυση και ερμηνεία των νέων γνωστικών ενοτήτων. Ο δάσκαλος, που είχε το ρόλο του γενικού ρυθμιστή της σχολικής ζωής, περιοριζόταν σε καθήκοντα συνοπτικής ενημέρωσης των «πρωτόσχολων» για τα μαθήματα, που θα δίδασκαν, επιτήρησης και εξέτασης των μαθητών, διδάσκοντας σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Κατά τη διδασκαλία επικρατούσε σιγή, όχι μόνο από την πλευρά των μαθητών αλλά και από την πλευρά του δασκάλου. «Ας μη στοχάζεται ο διδάσκαλος, ότι πρέπει να λαλή πολύ ή να φωνάζει μεγαλοφώνως, δια να σιγήσωσιν οι μαθηταί του. Πρέπει οι λόγοι του διδασκάλου να ήναι σπάνιοι. Τότε λαλών ακούεται. Δια της επιμόνου διατηρήσεως της σιωπής θέλει έχει τις και σχολείον εύτακτον. Περιπλέον αύτη είναι ο ουσιώδης κανών εις εν σχολείον».

Το αλληλοδιδακτικό σχολείο ήθελε το δάσκαλο «δραστικόν, προικισμένον με χαρακτήρα ευσταθείας, αγαπώντα την ευταξίαν, αφοσιωμένον εις το επάγγελμά του, το οποίον πρέπει να εναγκαλισθή κατά τινα ιδίαν κλίσιν προς αυτό. Πρέπει να ευχαριστήται να ήναι αναμέσον των παιδίων και να καταδέχεται να συγκαταβαίνη χάριν αυτών και εις τα παραμικρά πράγματα. Αν δεν έχη τα προτερήματα ταύτα, ας έμβη εις κανέν άλλο στάδιον. Εις το διδασκαλικόν δεν θέλει κάμει κανέν όφελος».

Έξι ήταν τα κύρια μαθήματα στη στοιχειώδη εκπαίδευση – γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γραμματική, χριστιανική διδασκαλία και γραμμική ιχνογραφία.

Οι δάσκαλοι των αλληλοδιδακτικών σχολείων, ανάλογα με τις γνώσεις, τις οποίες κατείχαν, διακρίνονταν σε τρεις βαθμούς – τον Α’, τον Β’ και τον Γ’. Διορίζονταν, εξάλλου, από την Κυβέρνηση και ο μισθός τους ήταν ανάλογος με τον βαθμό, που κατείχαν.

Τη γενική εποπτεία των σχολείων ασκούσε η Γραμματεία «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως» και η «επί της Προπαιδείας Επιτροπή». Εποπτεία επίσης ασκούσαν και τα κυβερνητικά όργανα, οι διοικητές και οι έκτατοι επίτροποι των επαρχιών του Κράτους, καθώς και η Επιθεωρητές Εκπαίδευσης, ενώ από τις τοπικές κοινωνίες οι επαρχιακές δημογεροντίες, οι σχολικές Εφορίες, οι Επιτροπές και άλλα έγκριτα πρόσωπα, που διόριζε η Κυβέρνηση.

Ο Καποδίστριας έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα και στη μόρφωση κοριτσιών, για να «δαμασθεί η παχυλή αμάθεια των κοριτσιών, χωρίς να αμφισβητηθεί η διαφοροποίηση των δύο φύλων, δεδομένου ότι δίνουν έμφαση στην οικιακή ευδαιμονία και στην αρετή, στη μητρότητα και στη γυναικεία φύση». Οι γονείς αυτής της εποχής και ιδιαίτερα της εύπορης τάξης έστελναν τα κορίτσια τους σε αμιγή ιδιωτικά αλληλοδιδακτικά σχολεία, τα Παρθεναγωγεία, ώστε να διαπαιδαγωγούνται, κατά την άποψή τους, απερίσπαστα. Την ίδρυση ιδιωτικών σχολείων νομικά στήριζε και το Σύνταγμα της Τροιζήνας και ο Κυβερνήτης, όπως φαίνεται, δεν αντιδρούσε στη λειτουργία τους.

Όπως γράφει ο Ε. Φουρναράκης, «κατά την καποδιστριακή περίοδο […] αρχίζουν να ιδρύονται και χωριστά σχολεία για κορίτσια σε αστικές περιοχές. Είναι ενδεικτική το 1829 η απόφαση του δήμου Ερμούπολης να ιδρυθεί ιδιαίτερο σχολείο για τα κορίτσια, που συνεκπαιδεύονταν με τα αγόρια στο αλληλοδιδακτικό […]. Ως στόχος του σχολείου προβάλλεται η εξάσκηση των μαθητριών στα εργόχειρα». (Ε. Φουρναράκη, Εκπαίδευση και αγωγή των κοριτσιών. Ελληνικοί προβληματισμοί 1830  Ένα Ανθολόγιο, Αθήνα 1987, σ.17).

Κατά την Σ. Ζιώγου – Καραστεργίου, «το 1830 αρχίζει να λειτουργεί αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων και στην Αίγινα με 32 μαθήτριες, που ίδρυσε και συντηρούσε για μικρό διάστημα, η «Δούκισσα της Πλακεντίας», η γνωστή φιλελληνίδα  Σοφία ντε Μαρμπουά. […]. Από τον Οκτώβριο του 1830 […] τα έξοδα του σχολείου άρχισε να πληρώνει η κυβέρνηση, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε, ότι το σχολείο της Αίγινας είναι το πρώτο δημόσιο αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων της χώρας». (Σ. Ζιώγου – Καραστεργίου,  Η εκπαίδευση των κοριτσιών 1830-1893, Αθήνα 1986, σ.51-52).

Η πρόθεση του Καποδίστρια και των συνεργατών του ήταν η συνεκπαίδευση των αγοριών και των κοριτσιών. Εντούτοις η φοίτηση των κοριτσιών σε μικτά σχολεία ήταν μικρή και σποραδική, με εξαίρεση το σχολείο της Τήνου, όπου το 34% του μαθητικού δυναμικού ήταν κορίτσια.

Ο Κυβερνήτης και οι συνεργάτες του πιστεύουν, πως η αγωγή έχει μεγαλύτερη αξία από τα πλούτη, και τονίζουν, ότι «η κοινή ημών εκπαίδευσις [πρέπει] να περιλάβη όλας τα αναγκαίας γνώσεις, αι οποίαι είναι χρήσιμοι προς την παιδείαν, ευπορίαν ή πολιτικήν ευτυχίαν του Έθνους μας». Από την ορθή πολιτική και κοινωνική αγωγή εξαρτώνται «η ιδία ευτυχία εκάστου πολίτου και η κοινή ευδαιμονία όλης της Πολιτείας».

Ο Ν. Δραγούμης αναφέρει χαρακτηριστικά για την εκπαιδευτική φιλοσοφία του Καποδίστρια: «Την δημοτικήν αγωγήν θηρεύων δεν εθήρευεν  σκοπόν και τέρμα της όλης Εκπαιδεύσεως, αλλ’ ως προστοιχείωσιν εις ανωτέραν βαθμίδα».

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό το Εκπαιδευτικό σύστημα, παράλληλα με την εσωτερική ανασυγκρότηση του Κράτους, έπρεπε να ανασυνταχθεί. Ο Κυβερνήτης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον από τις πρώτες μέρες της ανάληψης των καθηκόντων το ως Κυβερνήτης. Η παροχή ίσων ευκαιριών, δωρεάν εκπαίδευσης ανηλίκων και ενηλίκων (οι τελευταίοι παρακολουθούσαν εκπαιδευτικά προγράμματα στο χώρο εργασίας τους), εκπαίδευση χωρίς διάκριση φύλου, γενική και τεχνική, επαγγελματική εκπαίδευση, αποτελούσαν το όραμά του. Επιθυμούσε μία Εκπαίδευση που αποδείκνυε την αξία του Ελληνισμού – μια Εκπαίδευση, που θα στόχευε στην οικονομική κοινωνική και πολιτισμική ανάπτυξη των Ελλήνων.

Η εκπαιδευτική του πολιτική ήταν εναρμονισμένη με την γενικότερη πολιτική του, που αφορούσε στην ανάπτυξη, αναμόρφωση και ανόρθωση της Ελλάδας.Ο Καποδίστριας διατύπωσε κατηγορηματικά την ανάγκη ίδρυσης Πανεπιστημίου στην Ιθάκη. Το σχέδιό του απορρίφθηκε από τον Άγγλο Αρμοστή. Τότε ο Κυβερνήτης συνεργάστηκε με τον φιλέλληνα Guilford για την ίδρυση της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα. Ο πρόωρος θάνατός του όμως δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το έργο του με την ίδρυση Πανεπιστημίου. Μετά το θάνατό του το «Ηγεμονικό Σύνταγμα» του 1832 ξαναγυρίζει στις εκπαιδευτικές αντιλήψεις των πρώτων χρόνων του Αγώνα.

Βιβλιογραφία

  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, τ. ΙΒ’.
  • Σήφη Μπουζάκη, Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, τ. Α’
  • Γιάννη Βαρδαλουκά, Το σχολείο την αυγή της απελευθέρωσης της Ναυπάκτου από τον Τουρκικό ζυγό (εισήγηση).
  • Α. Δημαρά, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Αθήνα 1986, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη.
  • Θ. Γέρου, Η Ελληνική παιδεία, Θεσσαλονίκη 1996, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία.
  • Π. Κιτρομηλίδη , Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.
  • Δημ. Διαμαντή, Η Εκπαίδευση κατά τον Καποδίστρια.
  • Γιαν. Σαλονικίδη , Αναφορά στην Ιστορία της νεοελληνικής Εκπαίδευσης. Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Εκδ.1985.
  • Μαθητεία Ιστορίας, ιστοσελίδα το διαδίκτυο.

 

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.