Του Νίκου Τσούλια

Τι είναι αυτό που μάς καθηλώνει στην καθημερινή ζωή πέραν των απολύτως αναγκαίων βιοτικών αναγκών; Τι είναι αυτό που στομώνει την ελευθερία μας και δεν μάς αφήνει να γευτούμε τις επιλογές της βούλησής μας και να ψηλαφίζουμε τα κάθε λογής όνειρά μας; Γιατί νιώθουμε κάθε μέρα, κάθε στιγμή την αδυναμία κατάκτησης της ευτυχίας ή έστω μιας διαρκούς και αναμφισβήτητης προόδου;

Οι αναζητήσεις και οι ανησυχίες αυτές δεν είναι γέννημα της σημερινής πολύπλευρης κρίσης, μιας κρίσης που τείνει να παίρνει τη μορφή ενός πεδίο εύκολων δικαιολογιών για κάθε αδυναμία ή «ατυχία» που συμβαίνει στη ζωή μας. Προκύπτουν από την αδυναμία σύλληψης της πνευματικής ελευθερίας μας. Προκύπτουν από τις βαθύτερες υπαρξιακές αγωνίες του ανθρώπου και από την έλλειψη συλλογικού οράματος για να δώσουμε νόημα στη ζωή μας.

Πώς όμως μπορούμε να κατακτήσουμε την ελευθερία μας; «Αν απαλλαγούμε από τις δεσμεύσεις και τους καταναγκασμούς της καθημερινής ζωής και κυρίως από τους οικονομικούς περιορισμούς, τότε μπορούμε να ασχοληθούμε με τα μεγάλα ζητήματα της ζωής. Αλλιώς τέτοιου είδους ερωτήματα είναι ανέξοδοι φιλοσοφικοί στοχασμοί για στιγμές της μοναξιάς μας». Αυτή θα είναι μάλλον η πιο συνηθισμένη απάντηση που θα έδιναν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους. Αλλά η σύλληψη και η κατάκτηση της έννοιας της ελευθερίας δεν μπορούν να είναι μια διαδικασία θεωρητικής και προσωπικής επινόησης, που θα επισυμβαίνει έξω ή παράλληλα με την καθημερινή ζωή μας. Αντίθετα οφείλει να είναι μια απόλυτη κοινωνική και ως εκ τούτου και βαθιά ανθρώπινη και προσωπική λειτουργία, γιατί «η ελευθερία είναι αναπόσπαστο στοιχείο της κάθε ατομικής ιδιοσυστασίας»[i], είναι ο ύψιστος βαθμός κοινωνικοποίησης του πνεύματός μας, που λειτουργεί και ως δημιουργός του εξανθρωπισμού μας, είναι η προσωπική αυτοσυνειδησία μας, που υποδηλώνει – σύμφωνα με τους νεοεγελιανούς – το απόλυτο Πνεύμα, δηλ. την ύψιστη οντολογική αρχή[ii].

Αλλά η ελευθερία ως ύψιστο αγαθό δεν μπορεί να είναι ασαφές και απροσδιόριστο, δεν μπορεί να αποτελεί απόρροια θεωρητικών περιπλανήσεων του ανθρώπου. Είναι απτή πραγματικότητα, είναι πεδίο ορατό και κατακτήσιμο, είναι οι ίδιοι εκείνοι τόποι στους οποίους υπερβήκαμε το ζωικό παρελθόν μας, είναι το στερέωμα της λογικής, της λογικής που την ανέβασε στο βάθρο που της αρμόζει και της αξίζει ο μέγας φιλόσοφος Αριστοτέλης. Ο Αμερικάνος στοχαστής Τζων Ντιούι είναι αρκετά σαφής και απόλυτος. «Ελεύθεροι είναι όσοι κυβερνάνε τον εαυτό τους σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής»[iii], θα ισχυριστεί στο θαυμάσιο έργο του Ελευθερία και πολιτισμός. Και θα τονίσει ακόμα ότι είναι δύσκολο στον άνθρωπο να είναι σε κάθε στιγμή λογικός, αν και από αυτό το σημείο εξαρτάται η ευτυχία του. Εδώ γίνεται ουσιαστικά η μητέρα των μαχών ολόκληρης της ζωής μας, εδώ γίνεται, συνειδητά ή όχι, η διαρκής απόπειρα κάθε ανθρώπου να δώσει νόημα και αξία στη ζωή του. Γι’ αυτό «η ιδιωτική ζωή του ατόμου μπορεί να επιτρέπει την κλίση σε κάτι το ανορθολογικό, όπως είναι η πίστη, όμως η πολιτική του ύπαρξη πρέπει να ρυθμίζεται μόνο από τη λογική»[iv].

Πράγματι, η έλλειψη λογικής σε κάθε πράξη μας είναι ο μεγάλος παράγοντας καταδυνάστευσης του πνεύματός μας. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι δεν καθηλώνουν τη σκέψη τους (αφού είναι εκτεθειμένοι σε κάθε λογής δυνάμεις που εισχωρούν στο είναι τους και τους διαποτίζουν ολόκληρους)[v] όταν δίνουν ερμηνείες ανορθολογικές, όταν αποδίδουν πράγματα και γεγονότα σε υπερφυσικές δυνάμεις ή σε «παιχνίδια της τύχης». Ακόμα με βαραίνει, για παράδειγμα, η αδυναμία μου να πείσω μια γνωστή μου ότι το παιδί της που γεννήθηκε με κάποιου είδους νοητική υστέρηση δεν ήταν αποτέλεσμα μιας κάποιας τιμωρίας της από το Θεό αλλά ένα «τυχαίο» βιολογικό συμβάν που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας και τίποτα άλλο… Και πέθανε η μάνα αυτή με τον καημό ότι είχε κάποια βαριά αμαρτία, αλλά πριν πεθάνει είχε ήδη καταδυναστεύσει με τον πιο απόλυτο τρόπο το πνεύμα της, την ίδια τη ζωή της.

Το πνεύμα είναι η πύλη για κάθε γνώση μας, υπερβαίνει τις δυνατότητες των αισθήσεων (λέγεται, ότι ο Δημόκριτος τυφλώθηκε μονάχος του, για να μην επικαλύπτεται η οξύτητα του πνεύματός του από το αισθητό φως)[vi] και είναι «οι αρχαίοι Έλληνες οι πρώτοι που αναγνώρισαν τη βασική λειτουργία του πνεύματος, δηλαδή ότι μπορεί να είναι πηγή της γνώσης, του αισθήματος και της ατομικής δράσης»[vii]. Αλλά «κάθε ελεύθερη πράξη προκύπτει άμεσα από το νοητό του ανθρώπου», ενώ και η ίδια «η νόηση είναι στην πραγματικότητα η βούληση μέσα στη βούληση»[viii]. Το πνεύμα μας είναι παντού, είναι αυτό που καταγράφει την προσωπική μας ιστορία στον κόσμο των ιδεών και των πράξεων, αφού «πνεύμα και γνώση είναι αποτελέσματα ανθρώπινης προσπάθειας»[ix]. Μπορούν να διαφοροποιούνται τα γεγονότα από τις αποφάσεις, αφού «ο δυισμός των γεγονότων και των αποφάσεων είναι θεμελιώδης, αλλά τα γεγονότα ως τέτοια δεν έχουν νόημα, μπορούν να κερδίσουν αυτό μόνο μέσω των αποφάσεών μας»[x].

Μπορούμε να βιώνουμε ο καθένας μας με ξεχωριστό τρόπο τη ζωή μας αλλά και την αγωνία μας για το επέκεινα. Είναι όμως κοινό σε όλους τους ανθρώπους το πεδίο αναφοράς μας, είναι το πνεύμα μας κάθ’ εαυτό. Ο Μπουρντιέ θα τονίσει ακόμα τη βαθιά ενότητα αφού «η αντικειμενικότητα, η αλήθεια, η γνώση δεν αναφέρονται σε μια σχέση αντιστοιχίας μεταξύ ανθρώπινου πνεύματος και μιας ανεξάρτητης πραγματικότητας του πνεύματος»[xi].

Η μεγάλη διαφαινόμενη ήττα του πνεύματος είναι η εκτεταμένη αλλοτρίωση του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου, του ανθρώπου που ζει για να κάνει πιο πολύπλοκη τη μηχανή, που ζει και αναπνέει στους ρυθμούς του καταναλωτισμού, που λατρεύει το περίβλημα του πολιτισμού του. Ο Α. Γκράμσι έχει κατανοήσει από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα αυτή την προϊούσα τάση της σημερινής κοινωνίας. «Φυσικά η μηχανοποίηση μάς τσακίζει, και εννοώ τη μηχανοποίηση με τη γενική έννοια, ως επιστημονική οργάνωση ακόμη και της πνευματικής εργασίας»[xii]. Τη βρήκαμε μπροστά μας τη μηχανοποίηση, πήρε τη μορφή του ξίφους. Ο τελευταίος πόλεμος στην Ευρώπη απογύμνωσε κάθε έννοια ηθικής του δυτικού ανθρώπου, του απέρριψε κάθε συνειδησιακό έρεισμα απέναντι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Α. Καμύ, απευθυνόμενος σε ένα φίλο Γερμανό, θα δώσει με τον πιο σαφή τρόπο το μαύρο στίγμα ενός πολιτισμού παρακμής: «Τι είναι αλήθεια; Λέγατε. Ίσως – αλλά ξέρουμε τι είναι το ψέμα: είναι ακριβώς αυτό που μας μάθατε. Τι είναι το πνεύμα; Ξέρουμε το αντίθετό του, που είναι το έγκλημα»[xiii].

Η κρίση της Ευρώπης δεν είναι οικονομική, έτσι θέλει να την εμφανίζει η κυρίαρχη διεθνής εξουσία. Είναι βαθιά κρίση του πολιτισμού της. Τώρα έρχεται ο απολογισμός της άδικης επικυριαρχίας του δυτικού ανθρώπου, των πολέμων – παγκόσμιων και τοπικών-, της αποικιοκρατίας, της λεηλασίας λαών, χωρών και φύσης. Και τώρα η κυρίαρχη διευθύνουσα παρασιτική τάξη προσπαθεί να μαζέψει όλο τον οικονομικό πλούτο των λαών στα χέρια της, τώρα απαξιώνει τον άνθρωπο με τοπικούς πολέμους και με τον παγκοσμιοποιημένο οικονομικό πόλεμο που γίνεται κυρίως μέσω του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και της άυλης οικονομίας. Ακόμα και η σκιά της Γερμανικής Ευρώπης τώρα έχει άλλα όπλα. Είναι όμως η ίδια, η γνωστή πολιτικο-ιδεολογική αντίληψη, η αντίληψη του ξίφους εναντίον του πνεύματος.

Εδώ ακριβώς, στην καρδιά του προβλήματος της σύγχρονης εποχής, βρίσκεται και η απάντηση του πνεύματος, να αμφισβητήσει τον πυρήνα της βαρβαρότητας που γεννάει τη εκμετάλλευση του ανθρώπου και του πνεύματος, τη χειραγώγηση του σώματός μας και του πνεύματός μας. Η γνώση και το πνεύμα συναντιούνται σ’ αυτό το σκοπό: «Ιδανικό ηθικό του ανθρώπου πρέπει να είναι την εξουσία που απέκτησε πάνω στην υλική φύση, να τη μεταχειριστεί για να περιορίσει, για να εξαφανίσει την εξουσία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο»[xiv].

Εδώ αναδύεται η πρωτογενής λαχτάρα της ζωής μας και της ύπαρξής μας, εδώ θα παλέψουμε διαχρονικά για το νόημα της ζωής γιατί «τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα της ζωής έχουν πάντα χωρίς άλλο αυτό το διπλό πρόσωπο του παρελθόντος και του μέλλοντος, είναι πάντα χωρίς άλλο προοδευτικά και παλινδρομικά ταυτόχρονα, δείχνουν το δίβουλο της ίδιας της ζωής»[xv], εδώ θα αναρωτηθούμε και θα ερευνήσουμε και θα αναζητήσουμε αν υπάρχει κάποιο μήνυμα στην ιστορία, εδώ πρέπει να γίνουμε οι δημιουργοί της τύχης μας[xvi] αγωνιζόμενοι κατά της πανοπλίας της εξουσίας.

Να ανα-δημιουργείς ό,τι έχει δημιουργηθεί προκειμένου να το προφυλάξεις από την περιβολή μιας άκαμπτης πανοπλίας: αυτός είναι ο σκοπός της αιώνιας, ζωντανής πράξης.

Γκαίτε.


[i] Ντιούη Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 68

[ii] Μαρξ Κ. (1983), Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, Αθήνα: Γνώση, σ. 16-17

[iii] Ντιούη Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 32

[iv] L. Jezequel (2006), Ελευθερία πίστης, ελευθερία σκέψης, Αθήνα: Πατάκης, σ. 52

[v] B. Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 41

[vi] Μαρξ Κ. (1983), Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας φυσικής φιλοσοφίας, Αθήνα: Γνώση, σ. 76

[vii] B. Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 425

[viii] W. J. Schelling (1997), Έρευνες για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας, Αθήνα: Ίνδικτος, σ. 73,44

[ix] B. Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 228

[x] Popper Κ. (1971), The Open Society and Its Enemies, v. 2, Princeton, New Jersey: Princeton University Press, p. 278, 279

[xi] Bourdieu P. (2007), Επιστήμη της επιστήμης και αναστοχασμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 179

[xii] Γκράμσι Α. (χ.χ.), Γράμματα από τη φυλακή, Αθήνα: Ηριδανός, σ. 157

[xiii] Καμύ Α. (1988), Γράμματα σ’ ένα φίλο Γερμανό, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 31

[xiv] Ντιούη Τ. (1939), Ελευθερία και πολιτισμός, Αθήνα: Γ. Παπαδημητρίου, σ. 186

[xv] Μαν Τ. (1992), Δόκτωρ Φάουστους, Αθήνα: Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, σ. 311

[xvi] Popper Κ. (1971), The Open Society and Its Enemies, v. 2, Princeton, New Jersey: Princeton University Press, p. 269, 280

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.