Του Νίκου Τσούλια

      Ίσως να μην υπάρχει καμιά μορφή σχέσης μεταξύ των ανθρώπων που να μην έχει και αναφορές σύγκρουσης. Μπορούμε δε – κατά τη γνώμη μου – να ισχυριστούμε ότι οι συγκρούσεις είναι συστατικό στοιχείο κάθε ανθρώπινης σχέσης ως απόρροια τόσο της διαμόρφωσης των αυτόνομων πεδίων των προσωπικοτήτων κάθε πλευράς όσο και της συνδιαμόρφωσης του κοινού πεδίου αυτής καθ’ εαυτής της σχέσης. «Πόλεμος πάντων ανήρ» – καταπώς ισχυριζόταν ο Ηράκλειτος – λοιπόν για να προεκτείνουμε τη γνωστή ρήση, με την έννοια ότι ο ανταγωνισμός και η αντιπαράθεση είναι θετικός παράγοντας προαγωγής της σύνθεσης των πραγμάτων.

      Η σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή είναι μια σχέση πολυσύνθετη και εν πολλοίς απροσδιόριστη. Είναι σχέση με μεγάλο ιστορικό και πολιτισμικό φορτίο αλλά και σχέση ενεργή, που διαμορφώνει τη «ζύμη του μέλλοντος» μιας κοινωνίας και καθορίζει εν πολλοίς την πορεία των νέων. Είναι σχέση όπου ζυγιάζονται και αντιπαρατίθενται «παρελθόν» και «μέλλον» μέσω των δύο προσώπων της παιδαγωγικής πράξης, όπου αναδύεται ουσιαστικά το όλο σκηνικό της σχολικής λειτουργίας.

      Όπως και σε κάθε άλλη μορφή σύγκρουσης έτσι και στην σύγκρουση μεταξύ εκπαιδευτικού και μαθητή έχουμε ένα μεγάλο φάσμα αξιολογικής κλιμάκωσης. Μπορούμε να έχουμε – για να αναφέρουμε μόνο τα άκρα αυτού του φάσματος – σύγκρουση στείρα και καταστροφική, με έντονο προσωπικό περιεχόμενο απαξιωτικής φύσης ή σύγκρουση δημιουργική και συνθετική με τη την ανάδειξη νέων εκφράσεων του κοινού πεδίου των δύο πλευρών.

      Έτσι, μπορούμε να έχουμε αντιπαραθέσεις για ένα επιστημονικό ή επιστημολογικό ζήτημα, για μια ερμηνεία της ιστορίας, για μια εκδοχή της φιλοσοφίας, για μια προέκταση της κοινωνιολογίας ή της βιολογίας, για το περιεχόμενο των θρησκευτικών και για κάθε ξεχωριστό γνωστικό / μαθησιακό αντικείμενο αλλά και για ένα παιδαγωγικό θέμα (αξιακός κώδικας, σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων κλπ) ή για ένα πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα (ρόλος του σχολείου στη σημερινή εποχή, η προοπτική των νέων επιστημόνων κλπ). Αυτές οι αντιπαραθέσεις είναι καλοδεχούμενες και οφείλει ο εκπαιδευτικός να τις εισάγει με έναν τρόπο έντεχνο και συστηματικό. Πρόκειται για τόπους αναφοράς, όπου το σχολείο γίνεται «ζωντανό» και δημιουργικό – μακριά από το μονότονο διδακτισμό και την τυπολατρία -, γιατί συνδέεται με την καθημερινή πραγματικότητα αλλά και γιατί συνάπτεται με τους ενεργούς προβληματισμούς των παιδιών και των εφήβων. Σ’ όλα αυτά τα πεδία υπάρχει γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια του διαλόγου, για την προαγωγή της κριτικής σκέψης των μαθητών, για την ανάδειξη της προσωπικότητάς τους, για τη μερική και άρση του παραδοσιακού φάσματος «κακών – καλών μαθητών», για την καλύτερη γνωριμία όλων των μελών της σχολικής αίθουσας. Εδώ μπορούν να εξορυχτούν πλούσια κοιτάσματα από τον τόσο πλούσιο αλλά και ανέκφραστο συναισθηματικό κόσμο των μαθητών / μαθητριών και να απελευθερωθεί το φωτεινό στερέωμα των ονείρων και των φιλοδοξιών τους.

      Αλλά το αγκάθι στις συγκρούσεις είναι όταν αυτές είναι στείρες, έχουν απαξιωτικές εκφράσεις και αφήνουν πολλά «αποκαΐδια» στο κατόπι τους. Και όμως και απ’ αυτές τις συγκρούσεις μπορούμε να αντλήσουμε μοναδικά ψυχικά αποθέματα, που δύσκολα βγαίνουν στην επιφάνεια από την καθημερινή λειτουργία. Και να γιατί σε μια σκληρή σύγκρουση φανερώνεται στο φως της ημέρας ο πιο βαθύς πυρήνας του «εαυτού» καθενός συμμετέχοντος. α) Μπορεί να καταδειχθεί η έννοια του δίκαιου και του ορθού λόγου, έστω και αν γίνεται με κόπο πνεύματος και με περισσή ανοιχτή σκέψη. β) Δίνεται η δυνατότητα εκδήλωσης των φοβερών αξιών της συγχώρεσης και της μεταμέλειας. γ) Διαμορφώνεται η νοοτροπία να μαθαίνουμε να βλέπουμε τη θέση του άλλου αλλά και το πού οδηγούμαστε όταν κάθε πλευρά δημιουργεί τείχη από όπου εξαπολύει μύδρους κατά του «αντιπάλου». δ) Καλλιεργείται η συναισθηματική νοημοσύνη των εκπαιδευομένων, αφού μπορούν να έχουν μια βιωματικού τύπου μάθηση ως προς δύσκολα σημεία των κοινωνικών σχέσεων. Έτσι, κατανοούν, για παράδειγμα, πόσο λανθασμένη είναι η νοοτροπία να εκφράζουμε απόψεις σε περίπτωση έκρηξης οργής και θυμού, αφού είναι βέβαιο ότι μάλλον θα προσβάλλουμε την άλλη πλευρά.

      Για τον εκπαιδευτικό είναι μια όμορφη δοκιμασία, γιατί του δίνεται η δυνατότητα να ασκήσει τα διδάγματα της παιδαγωγικής εν τοις πράγμασι – γιατί η παιδαγωγική είναι τέχνη του βίου – και όχι με τις εύκολες και εν πολλοίς χωρίς πολύ νόημα θεωρητικολογίες. Εδώ απαιτείται μεγαλοψυχία και περίσσευμα αγάπης προς τους εκπαιδευομένους, να παραδεχτεί το όποιο λάθος του ζητώντας συγγνώμη από όποιον προσέβαλε, να μην κρατήσει καμιά κακία σε όσους / όσες είχε τη σύγκρουση, να μην χρησιμοποιήσει αυταρχικά το πλεονέκτημα της θέσης του.

      Αν ο εκπαιδευτικός φιλοδοξεί να είναι παιδαγωγός, οφείλει να κατακτήσει εκείνο το επίπεδο διδασκαλίας όπου η προσωπική του στάση και συμπεριφορά είναι άσκηση αγωγής. Σε μια τέτοια περίπτωση άλλωστε είναι και ο μεγάλος κερδισμένος για δύο λόγους: κερδίζει την αγάπη των μαθητών / μαθητριών (τι πιο σημαντικό από αυτό;) και εξευγενίζει το δικό του χαρακτήρα (ποιος δεν το επιθυμεί αυτό διακαώς;).

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΤο σπιθόμετρο των εκπαιδευτικών
Επόμενο άρθρο2οι  Παγκρήτιοι Μαθητικοί Αγώνες Ρητορικής Τέχνης
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.