Του Νίκου Τσούλια

Τον συνάντησα τυχαία. Ήταν παράξενη η ματιά του και πιο παράξενη η σκέψη του. Με ρώτησε τι δουλειά κάνω.
«Εσύ είσαι με τους καθηγητάδες», μου είπε, «εγώ δεν ξέρω πολλά πράγματα, αλλά όταν κάτι κολλάει στο μυαλό μου, δεν μπορώ να ησυχάσω αν δεν βρω μια απάντηση που να με βολεύει».
Με κοίταζε στα μάτια.
«Θέλω να μάθω για το δέντρο της απαγορευμένης γνώσης, για το αιώνιο βιβλίο, λένε ότι μόνο αυτό είναι αληθινό».

Περίμενε την απάντησή μου, τον κοίταξα επίμονα, μετά συγκαταβατικά, έδειχνα κατανόηση. Το κατάλαβε. Άρχισε το μονόλογό του. Ή μήπως ήταν παραλήρημα;

«Άγγιζα τη ράχη του και το μυαλό μου χανόταν… Μπορώ να το ξεφυλλίσω; Θέλω να μάθω! Ο κόσμος είναι εδώ μέσα. Τι ψάχνω να βρω τι είναι πέρα από τον ορίζοντα; Τι μπορώ να βρω στην Πόλη;

Και εκείνος ο μύθος για το απαγορευμένο δέντρο της Γνώσης… Τι να είναι άραγε αυτό; Μα δεν είναι παραμύθι, στο σχολείο μάς το είπε ο δάσκαλος στα θρησκευτικά. Ήταν τόσο αυστηρός που το έλεγε. Μας φόβισε. Κανένας μας δε ρώτησε, αν είναι αλήθεια. Ίσως να ήταν κακό ακόμα και να το ρωτήσουμε…

Τα παιδικά φαντάσματα κούρνιασαν σε μια μικρή φωλιά, φούντωσε η βλάστηση τριγύρω της, σκεπάστηκε, δε φαινόταν πια. Όνειρα, φιλοδοξίες, σχέδια, επιτυχίες, απογοητεύσεις, το βλέμμα είναι εκεί καρφωμένο στο μέλλον. Κυνηγούσα τον ορίζοντα του χρόνου τώρα και αυτός με πλάνευε και ξεμάκραινε.

“Δεν υπάρχει ορίζοντας στο μέλλον”, μου είπε μια φωνή που έβλεπε πόσο καιρό με απασχολούσε, “όταν θα τον συναντήσεις, δε θα τον καταλάβεις, γιατί τότε δε θα υπάρχεις”.
Τρόμαξα. Τι γεννάει, το μυαλό σαν σκέφτεσαι τον απαγορευμένο καρπό…

Ο χρόνος κύλησε, η φύση άλλαξε τον τόπο όλο. Μα σαν αδυνάτιζαν τα ονείρατα και οι σχεδιασμοί, ρήμωνε η φύση, τα δέντρα γύμνωσαν, τα κλωνάρια τους έσκιζαν με το πέσιμό τους τον κορμό τους, όλα χαμήλωναν, πήγαιναν κατά το χώμα. Μικρά κλαδάκια, γιατί να είναι μαζεμένα σαν κουβάρι; κάποιο πουλί θα σφάλισε τα μικρά του, κάποια ζωή ξεκίνησε εδώ μέσα. Μα τότε θα γεννήθηκαν μαζί της και κάποια όνειρα. Πού να ‘ναι τα όνειρα αυτά;

Χάθηκαν, ταξιδεύουν στα αστέρια, εκεί πάνε οι ευχές, εκεί πλανιέται ό,τι δεν ψηλάφισε την πραγματικότητα. Κυνηγούσα όλο και πιο πολύ τον ορίζοντα, τώρα ο ορίζοντας δεν ήταν του χρόνου ούτε και εκείνος ο μακρινός που σου φανερώθηκε τότε που δεν ήξερες ούτε καν τον τόπο σου και τον λάτρεψες γιατί εκεί μέσα τίποτα δεν ήταν απαγορευμένο, ήταν ορίζοντας του κόσμου που είχα στο μυαλό μου, τόπος και χρόνος μαζί αγκαλιά. Μα γιατί να αναζητώ πάντα ορίζοντες;
”Για να εξηγήσεις γιατί υπάρχεις”, μου ξαναείπε η φωνή και χάθηκε.

“Τότε πρέπει να φτιάξω έναν μύθο”, είπα και εγώ στον εαυτό μου και όλα θα εξηγηθούν.
“Μύθος; Και αυτή η φωλιά τι σχέση έχει; Είναι η φωλιά των ονείρων;”. Τα ερωτήματα πύκνωναν, η σκέψη σερνόταν να βρει μια αχτίνα να ξεφύγει. Να ο Μύθος, εκείνος, ο ξεχασμένος, ο αρχέγονος, ο μύθος του φόβου ή της γνώσης; Και όσο πέρναγαν τα χρόνια το μυαλό όλο και πιο πολύ στριφογύριζε εκεί, στο Μύθο.
Γιατί μπορεί να είναι απαγορευμένη η γνώση; η όποια γνώση; Δεν είμαστε ελεύθεροι να πορευόμαστε καταπώς θέλουμε»;

Τώρα με κοίταζε περιμένοντας απάντηση. Δεν κατάλαβα και πολλά απ’ όσα μου είπε. «Ποιος να ξέρει;», του απάντησα μηχανικά.
Δεν ικανοποιήθηκε, κάτι έλεγαν τα χείλη του, γύρισε την πλάτη του και έφυγε.
Τι κουβαλάει η ψυχή του ανθρώπου…

anthologio.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.